Παρακολουθώντας την περασμένη Κυριακή το Σαμπντόρια – Γιουβέντους, διαβάζοντας το tweet της Γιούβε που ανακοίνωνε περήφανη, στο λεπτό της επίτευξης του ρεκόρ, ότι ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν έγινε ο πρώτος σε λεπτά συμμετοχής στο ιταλικό πρωτάθλημα στην Ιστορία του συλλόγου, ξεπερνώντας τα 39.680′ λεπτά του Τζιαμπιέρο Μπονιπέρτι, μπήκα στο τριπάκι να υπολογίσω πόσες ημέρες έχει καθίσει μπροστά από την εστία της Γιουβέντους στη διάρκεια των τελευταίων 16 ετών που φορά τη φανέλα της. Κάτι τέτοιες τρελές σκέψεις είναι που σε βοηθούν να συνειδητοποιήσεις το αδιανόητο των ρεκόρ που σπάει, το ένα πίσω από το άλλο, ένας εκ των κορυφαίων τερματοφυλάκων στην Ιστορία του αθλήματος. Κάτι τέτοιες τρελές σκέψεις κάνει άλλωστε κι εκείνος, που έφτασε, πριν από έναν χρόνο, να γράψει επιστολή προς την εστία, την μόνιμη αγαπημένη του, προκειμένου να ανανεώσει τους όρκους που της έδωσε πριν από 26 χρόνια, όταν περίπου από σύμπτωση εγκατέλειψε την επίθεση, τον καιρό που βρισκόταν στην ακαδημία της Πάρμα, για να την υπερασπιστεί για πρώτη φορά. Αν υπολογίσεις τον βίο του μπροστά από την εστία μόνο σε αγώνες του ιταλικού πρωταθλήματος, φτάνεις στο συμπέρασμα ότι έχει περάσει 27,5 ημέρες πραγματικής ζωής μπροστά από τα δοκάρια της Γιούβε, πάντοτε σε εγρήγορση προκειμένου να επιτύχει αυτό που τον μάγεψε στη θέση, “να πάρω την πιο έξυπνη απόφαση μέσα σε ελάχιστο χρόνο και να αντιδράσω”. Αν έπρεπε να προσθέσουμε όλα τα λεπτά παρουσίας του μπροστά από την εστία με τη Γιουβέντους, την Πάρμα και την Εθνική Ιταλίας, το άθροισμα θα έβγαζε πολύμηνη πραγματική ζωή. Κι αν βάζαμε στον λογαριασμό και τις προπονήσεις… Δεν είναι εύκολο να μετρήσεις τα ρεκόρ του “Superman”. Στην πραγματικότητα όμως δεν χρειάζεται και να αναφέρεις πολλά για να τον διαχωρίσεις από την … μάζα των τερματοφυλάκων. Είναι ο πρώτος Ευρωπαίος σε συμμετοχές με την Εθνική ομάδα της πατρίδας του στην Ιστορία, κι ένας από τους 6 με τις περισσότερες “εθνικές” συμμετοχές στην παγκόσμια Ιστορία. Ετοιμάζεται να γίνει, το επόμενο καλοκαίρι, αν πάνε όλα καλά για την Ιταλία και τον ίδιο, ο πρώτος ποδοσφαιριστής στην Ιστορία με συμμετοχή σε έξι Μουντιάλ. Μολονότι οι τίτλοι δεν έγιναν ποτέ για αυτόν αυτοσκοπός, είναι ένας Παγκόσμιος Πρωταθλητής του 2006, ο τερματοφύλακας που έφτασε όσο πιο κοντά στην κατάκτηση της Χρυσής Μπάλας (2ος το 2006, πίσω από τον Φάμπιο Καναβάρο), όσο κοντά είχε φτάσει το 1973 ο Ντίνο Τζόφ, δηλαδή στις 49 ψήφους απόσταση από τον νικητή. Στη συνείδηση του μέσου ποδοσφαιρόφιλου ανά τον πλανήτη ο Μπουφόν θα έπρεπε να στέκει σήμερα στο ίδιο ύψος με τον Μέσι και τον Κριστιάνο Ρονάλντο, δηλαδή να αναφέρεται ως ένας εκ των καλύτερων ποδοσφαιριστών στην Ιστορία. Η μάρκα του, το brand name του θα έπρεπε να γνωρίζει σήμερα το ίδιο μεγάλη απήχηση, όπως αυτή υπολογίζεται με μέτρο τους αριθμούς των followers στα social media, με αυτή που γνωρίζουν ο Μέσι και ο Κριστιάνο. Ο Μπουφόν όμως των 2,5 εκατ. twitter followers βλέπει τον λογαριασμό του Ρονάλντο να ξεπερνά τους 50 εκατ. followers. Συμβαίνει επειδή ο Μπουφόν επέλεξε να γίνει τερματοφύλακας. Μπορεί να είναι ο ακριβότερος τερματοφύλακας στην Ιστορία, με το ρεκόρ των 53 εκατ. ευρώ που πλήρωσε η Γιουβέντους στην Πάρμα για να τον αγοράσει, αλλά παραμένει, ως τερματοφύλακας, λιγότερο “εμπορικός” από τους επιθετικούς. Κυρίως όμως συνέβη επειδή στο άνθος της ποδοσφαιρικής ηλικίας του, στα 28 του, επέλεξε να ανταποδώσει στην Γιουβέντους όσα ένιωθε και αναγνώριζε ότι έκανε εκείνη για αυτόν, για να τον φτάσει μέχρι την κορυφή του κόσμου το καλοκαίρι του 2006, και να την ακολουθήσει στη Β’ Εθνική. Αν δεν είχε πάρει εκείνο τον δρόμο και δεν είχε ζήσει τα “πέτρινα” χρόνια της Γιούβε μέχρι την επιστροφή στην κορυφή του ιταλικού πρωταθλήματος, ο Μπουφόν θα είχε σίγουρα σήμερα περισσότερα συλλογικά πρωταθλήματα, θα είχε ενδεχομένως κατακτήσει το τρόπαιο που του λείπει, το Champions League, μπορεί και μια Χρυσή Μπάλα και θα έβλεπε το brand name του να έχει ακόμη μεγαλύτερη απήχηση στις μάζες συγκριτικά με τη σημερινή. Κυρίως όμως για όλα τα παραπάνω είναι που ξεχωρίζει ως μια από τις πιο αυθεντικές και γνήσιες προσωπικότητες της υψηλής κοινωνίας του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, που κερδίζει τον σεβασμό που συχνά φτάνει στον θαυμασμό, ως ένας τύπος που εμπνέει και παρακινεί καθημερινούς ανθρώπους για να οδηγούνται σε υπερβάσεις. Επειδή είναι ένας τύπος με τον οποίο μπορείς να ταυτιστείς. Ενας παραπάνω από άψογος επαγγελματίας πρωταθλητής, που δεν επιτρέπει στον εαυτό του τα επαγγελματικά λάθη και έχει μάθει να διαχειρίζεται την πίεση, την ίδια ώρα που επιτρέπει στην πραγματική ζωή στον εαυτό του να κάνει λάθη, για να διδάσκεται από αυτά και να μη τα επαναλαμβάνει. Οσο εξωγήινες ήταν οι εμφανίσεις του από τα 17 του, όταν πρωτοεμφανίστηκε μπροστά στα μάτια της κοινωνίας των ποδοσφαιρόφιλων με την Πάρμα, τόσο γήινες ήταν όλες οι περιπέτειες της εξωγηπεδικής ζωής του. Ενας συνηθισμένος άνθρωπος, που διαχρονικά οδηγούσε ένα “ταπεινό” αυτοκίνητο και δεν έκανε ποτέ επίδειξη πλούτου, και διαχρονικά δήλωνε ότι οι ποδοσφαιριστές δεν είναι και γι’ αυτό δεν πρέπει να συμπεριφέρονται σαν ανώτερα όντα. Ενας τύπος που δεν δίστασε να μιλήσει ανοιχτά για την κατάθλιψη, που τον ταλαιπωρούσε για μήνες, από τα τέλη του 2003 μέχρι το καλοκαίρι του 2004, όταν χάρη στη δουλειά που έκανε για ένα εξάμηνο με ψυχολόγο και στη στήριξη της οποίας έτυχε από την οικογένεια και τους φίλους του κατάφερε να ξαναβρεί το κέφι, τη διάθεση για ζωή και την αυτοκυριαρχία του. Ενας κανονικός άνθρωπος, με κανονικά προβλήματα, που παντρεύτηκε, χώρισε, ξαναπαντρεύτηκε, χωρίς ποτέ να επιδιώκει την προβολή της προσωπικής ζωής του, αλλά και χωρίς να κρύβει τα ανθρώπινα προβλήματά του και δίχως να διστάζει να μιλήσει δημοσίως για αυτά όποτε έβρισκε νόημα. Μακριά από την εστία ο Μπουφόν έκανε περισσότερα και πιο σοβαρά λάθη από όσα έχει πληρώσει στον καιρό που φορά τα γάντια. Το 2000 ήρθε αντιμέτωπος με τις αντιδράσεις της εβραϊκής κοινότητας στην Ιταλία λόγω της επιλογής του να φορέσει, στην Πάρμα, τον αριθμό 88, που αντιστοιχούσε στο HH, δηλαδή στο Heil Hitler. Κι επειδή είχε ξαναπροκαλέσει στο παρελθόν, με μια μπλούζα με το “Θάνατος στους δειλούς” σλόγκαν, σύνθημα των φασιστών της εποχής του Μπενίτο Μουσολίνι, ο Μπουφόν αγωνίστηκε πολύ να πείσει ότι δεν ήξερε, ούτε την πρώτη ούτε την δεύτερη φορά, την κρυφή σημασία, και να αλλάξει αριθμό φανέλας, δηλαδή να πάρει το 77 ώστε να πάψει να προκαλεί. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 2012 ο Μπουφόν αποφάσισε να γίνει μέλος του Respect Diversity προγράμματος της UEFA, το οποίο μάχεται κατά του ρατσισμού, των φυλετικών διακρίσεων και της μισαλλοδοξίας, για να φωνάξει προς τον πλανήτη ότι μεγάλωσε, έμαθε, ωρίμασε, άλλαξε. Ο Μπουφόν ταλαιπωρήθηκε δικαστικά το 2006, με την κατηγορία της συμμετοχής σε παράνομο στοιχηματισμό σε αγώνες του ιταλικού πρωταθλήματος, και λίγο έλειψε να χάσει το Μουντιάλ, δηλαδή αυτό που τελικώς κατέκτησε. Εδωσε μάχη μέχρι να απαλλαγεί από τις κατηγορίες το καλοκαίρι του 2007. Ο Μπουφόν ταλαιπωρήθηκε και επιχειρηματικά. Το 2011 πήρε το 20% μιας εταιρείας υφασμάτων, το 2015 έφτασε να έχει το 56%, και αναγκάστηκε να βάλει 20 εκατ. ευρώ για να τη σώσει από τη χρεοκοπία, προτού καταφέρει, μετά από μερικούς μήνες, να την πουλήσει σε Γάλλους. Εχασε λεφτά και στο ποδόσφαιρο, για χάρη της ομάδας της γενέτειράς του. Από το 2010 χρηματοδοτούσε την Καραρέζε, της γενέτειράς του, Καράρα, στην Τοσκάνη, μέχρι τον Ιούλιο του 2015 που κατάφερε να βρει νέο χρηματοδότη και να του παραχωρήσει το 70%, προτού τελικώς ο σύλλογος οδηγηθεί, τον Μάρτιο του 2016, σε πτώχευση. Ολα τα παραπάνω ο Μπουφόν δεν τα περνούσε στα κρυφά. Ακόμη και αν δεν επιδίωκε να τα γνωστοποιεί, όπως κάνει και με την φιλανθρωπική δράση που αναπτύσσει, δεν προσπαθούσε να τα κρύψει. Και μιλούσε δημοσίως για όλα αυτά, προκειμένου να παραδεχθεί λάθη, να εξηγήσει επιλογές, να μιλήσει για τα μαθήματα που πήρε από τα παθήματα. Σήμερα ο ατζέντης του δηλώνει ότι ο Τζίτζι Μπουφόν δεν έχει ακόμη βάλει όριο ηλικίας στην ποδοσφαιρική καριέρα του. Αν κάτι έχει πει, είναι μόνο ότι σκοπεύει να αποσυρθεί από την Εθνική Ιταλίας μετά το ερχόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο. Και για εκείνη τη θέση έχει ήδη αρχίσει να προετοιμάζει το έδαφος για τον επόμενο, τον εκλεκτό του, τον Τζίτζι Ντοναρούμα, τον οποίο τόσο όμορφα αντιμετωπίζει από την πρώτη τους συνάντηση μέχρι σήμερα. Απέναντι στον Ντοναρούμα ο Μπουφόν έχει τη συμπεριφορά που θα ήθελε οι μεγαλύτεροι να έχουν και προς εκείνον τότε που, στα 17 του, κέρδιζε τη θέση του βασικού στην Πάρμα και έμπαινε στο μάτι των γηραιότερων. Κι είναι μια συμπεριφορά με στιλ, με το στιλ που έχει κερδίσει τον σεβασμό και τον θαυμασμό της πλειονότητας των τερματοφυλάκων της ελίτ στη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών. Πρέπει να είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού οι κορυφαίοι τερματοφύλακες που δεν έχουν δηλώσει θαυμαστές του Μπουφόν. Αυτό τον σεβασμό ο Μπουφόν τον έχει κερδίσει, καθολικά, και στην κοινωνία των Ιταλών ποδοσφαιριστών. Τον Μάιο του 2012 εξελέγη αντιπρόεδρος της Ενωσης των Ιταλών Ποδοσφαιριστών, κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένας ενεργός ποδοσφαιριστής έφτασε σε τέτοιο πόστο. Σε κάθε τι καινούργιο που διαβάζεις ή ακούς για αυτόν, ο Μπουφόν κερδίζει περισσότερους πόντους στην εκτίμησή σου. Διότι ποτέ δεν πήρε τον εαυτό του πιο πολύ στα σοβαρά από όσο του πρέπει, ποτέ δεν αντιλήφθηκε το επάγγελμά του ως σημαντικότερο από αυτό που είναι. Οπως συμβαίνει με την συντριπτική πλειονότητα των ποδοσφαιριστών που επιτυγχάνουν, ο Μπουφόν πέρασε τη φάση της έπαρσης, αλλά κατέβηκε από το σύννεφο, προσγειώθηκε στο έδαφος και επέλεξε να ζήσει σαν κανονικός άνθρωπος ανάμεσα σε κανονικούς ανθρώπους δίχως να παριστάνει το ανώτερο ον. Επιλογές άλλοτε ανθρώπινες και άλλοτε ρομαντικές, σαν αυτή που πήρε όταν αποφάσισε να παραμείνει στη Γιούβε της Β’ Εθνικής, πιθανόν να του στέρησαν μερική από την παραπάνω λάμψη στα μάτια των πολλών. Τον ανέβασαν όμως απείρως ψηλότερα στη συνείδηση των αυθεντικών ποδοσφαιρόφιλων. Κι όταν θα αποσυρθεί θα τον κατατάξουν όσο ψηλά του πρέπει στη βιτρίνα με τους μεγαλύτερους. Ο επίλογος σε αυτό το σημείωμα είναι μια κουβέντα που έχω κρατήσει μέσα από τη συζήτηση με έναν διάσημο Ισπανό δημοσιογράφο, ο οποίος έχει πάρει συνέντευξη από την συντριπτική πλειονότητα των σούπερ σταρς του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. “Οι δημοσιογράφοι κάνουμε καμιά φορά το λάθος να νομίζουμε ότι στο κεφάλι ενός μεγάλου ποδοσφαιριστή υπάρχει ένα μεγάλο μυαλό, έτοιμο να μας μιλήσει με σοφά λόγια”, μου είχε πει προτού τον ρωτήσω για τα τυπικά παραδείγματα απογοητευτικών συνεντεύξεων και μου αναφέρει μια σειρά από ονόματα που δεν μπορώ να καταγράψω. “Και δεν υπήρξε κάποιος με μυαλό για να θαυμάζεις;”, ήταν η ερώτησή μου. “Μα φυσικά, ο Μπουφόν. Κάθε φορά που πήγαινα να τον συναντήσω ήξερα ότι θα επιστρέψω σοφότερος, όχι μόνο για το ποδόσφαιρο αλλά και για τη ζωή του πρωταθλητή ποδοσφαιριστή. Αυτός είναι για να τον θαυμάζεις και όταν τον συναντάς χωρίς να σε περιμένει με ένα ζευγάρι γάντια στα χέρια”. Πηγή: gazzetta.gr