Εάν πριν από μία πενταετία κάποιος έλεγε ότι οι «αιώνιοι» του ελληνικού μπάσκετ, η Ρεάλ Μαδρίτης, η Μπαρτσελόνα και οι Ντάλας Μάβερικς θα μάχονταν για την απόκτηση Αφρικανού παίκτη μπάσκετ μάλλον θα μιλάγαμε για ανέκδοτο.
Πόσο μάλλον ότι η τιμή του πλειστηριασμού φτάνει στα 2 περίπου εκατομμύρια ευρώ ετησίως… Όμως, ο Ρομέιν Σάτο (το πλήρες όνομά του είναι Ρομέιν Γκεσάγκμπα-Σάτο Λέμπελ) έχει καταφέρει τα τρία τελευταία χρόνια να βελτιώσει τόσο πολύ το παιχνίδι του με αποτέλεσμα να βρίσκεται μόνιμα στο μεταγραφικό στόχαστρο των μεγάλων ομάδων.
Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς μπορεί να τον έχει χαρακτηρίσει ως «βρώμικο παίκτη» (για αγκωνιά εκτός φάσης στον Διαμαντίδη), καθώς είναι αλήθεια ότι πάντα παίζει στο όριο του …φάουλ αλλά ποτέ δεν έκρυψε την εκτίμησή του για τις ικανότητές και το πάθος του 29χρονου Κεντροαφρικανού φόργουορντ.
Ο διάδοχος του «Σίσκα»
Άλλωστε με την φυγή των Σπανούλη, Πέκοβιτς, ο Παναθηναϊκός βρίσκεται ενώπιον μίας σημαντικής αλλαγής στον τρόπο παιχνιδιού του με έφεση στην πιεστική επιθετική άμυνα.
Η αναβάθμιση του Τέπιτς (αμυντικού ανάλογου βεληνεκούς με τον Διαμαντίδη) καθώς δεν αποκλείεται να είναι ο βασικός σούτινγκ γκαρντ τη νέα περίοδο και η έλευση του Σάτο προσφέρουν στον Ομπράντοβιτς την δυνατότητα στην περιφέρεια να έχει μία τριάδα σούπερ αμυντικών που είναι σε θέση να διαλύσουν κάθε επιθετικό σύστημα ευρωπαϊκής ομάδας. Και ο Σάτο από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε στο προσκήνιο του αμερικανικού μπάσκετ ως παίκτης κολλεγίου πήρε τον χαρακτηρισμό του «αμυντικού παίκτη που παίζει πάντα περισσότερο από τις δυνατότητές του».
Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή τη στιγμή θεωρείται ως ο δεύτερος καλύτερος σμολ φόργουορντ στην Ευρώπη (πίσω από τον Σισκάουσκας) και ίσως στο ίδιο επίπεδο με τον Δημήτρη Διαμαντίδη όσον αφορά τον αμυντικό τομέα.
Παιχνίδι πάνω από το ..στεφάνι
Μπορεί να μην έχει το επιθετικό ταλέντο του Σπανούλη με το γρήγορο πρώτο βήμα και την καταπληκτική διείσδυση, αλλά κανείς ποτέ δεν κατηγόρησε τον 29χρονο swingman για κακό επιθετικό. Με αξιόπιστο σουτ από μέση απόσταση και πολύ καλό μακρινό, είναι σε θέση να εκτελέσει όταν βρει ευκαιρία ενώ το κύριο επιθετικό του όπλο είναι τα αθλητικά του προσόντα.
Τον καθιστούν παίκτη που είναι ιδανικός στο να τελειώνει με εντυπωσιακά καρφώματα, ενώ αρέσκεται να παίζει πάνω από το …στεφάνι μετατρέποντας σε καλάθια τα άστοχα σουτ των συμπαικτών του.
Συν τοις άλλοις δεν θα έχει ιδιαίτερο πρόβλημα προσαρμογής με δεδομένο ότι τόσο η Σιένα όσο και ο Παναθηναϊκός έχουν παραπλήσια αγωνιστική φιλοσοφία και ο 29χρονος έρχεται για να πάρει τη θέση του σμολ φόργουορντ με τον Περπέρογλου πλέον να έρχεται από τον πάγκο και να δίνει περισσότερα ποιοτικά λεπτά χωρίς το άγχος να αποδείξει ότι είναι βασικός παίκτης.
Παίκτης του προπονητή
Παρά το μικρό του σχετικά ύψος (βλ. 1,95) στο κολέγιο του Xavier έπαιξε ως πάουερ φόργουορντ (3ος σκόρερ στην ιστορία των «Μασκοφόρων με 2005 πόντους και 8ος ριμπάουντερ με 892) , με αποτέλεσμα οι σκάουτερ των ομάδων του ΝΒΑ να τον βλέπουν με … μισό μάτι.
Όχι ότι έπαιξαν αρνητικό ρόλο στην πορεία του στο πρωτάθλημα που εδρεύει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού αλλά η ουσία είναι ότι παρά το γεγονός ότι οι Σπερς του έδωσαν το Νο 52 στον δεύτερο γύρο του ντραφτ το 2004 και τον κράτησαν για περίπου πέντε μήνες (στη θέση του ήρθε ο Ναρζ Μοχάμεντ) δεν αγωνίστηκε ούτε δευτερόλεπτο.
Η επιθυμία της μαμάς και η γαλλική φιλολογία
Το όνειρό του ήταν και είναι να αγωνιστεί κάποια στιγμή στο ΝΒΑ. Αυτός είναι και ο λόγος άλλωστε που άφησε την πατρίδα του στην Κεντρική Αφρική (το Μπίμπο, την πρωτεύουσα της Ομπέλα Μπόκο, μίας εκ των 14 Νομαρχιών της Κεντρικής Αφρικής) και δέχτηκε να γίνει υιοθεσία από αμερικανική οικογένειά ώστε να μπορέσει να παίξει μπάσκετ εκεί. Η μητέρα του Ζοζεφίν ήθελε ο γιος της (ένα από τα τέσσερα παιδιά της) να σπουδάσει κι έτσι ο Ρομέιν Σάτο συνδύασε το τερπνόν (μπάσκετ) μετά το ωφελίμου (έχει πτυχίο στη γαλλική φιλολογία), όμως όπως ήταν λογικό τον κέρδισε το μπάσκετ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι εκτός των Σπερς δοκίμασε με Σικάγο Μπουλς, Τίμπεργουλβς και Φοίνιξ Σανς (το 2008) αλλά πάντα έβλεπε την πόρτα στο τέλος να κλείνει… Πώς το εξηγεί ο ίδιος; Το 2008 έλεγε σε εφημερίδα της Αριζόνα «ο Θεός έχει σχέδιο για εμένα. Αν και ήμουν άγνωστος, οι πόρτες της Αμερικής άνοιξαν και είμαι σίγουρος ότι μία ημέρα θα τις διαβώ και ως επαγγελματίας παίκτης».
Η πρόβλεψη (ότι «θα χαθεί στον πάγκο») που δεν επαληθεύτηκε
Βρέθηκε στην Αμερική και δη στο Οχάιο μέσω προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών χωρίς να γνωρίζει έστω και μία λέξη αγγλικά, αλλά και ελάχιστη γνώση του αθλήματος. Παρακολούθησε το «Ντέιτον Κρίστιαν Σκουλ» με την αρωγή της οικογένειας Τομ και Τίφανι Τόμπσον (ο Τομ ήταν βοηθός προπονητή στο χάι σκουλ) στο σπίτι των οποίων και έμενε, τελείωσε δε τη σχολική του καριέρα έχοντας μ.ο. 26, 4 πόντους και 15 ριμπάουντ (!) χωρίς όμως ξεκάθαρη αγωνιστική θέση στο παρκέ.
Οι πρώτες συγκρίσεις πάντως μιλούσαν για έναν παίκτη όπως ο Ρούμπεν Πάτερσον ή ο Κιθ Μπόγκανς και ο Κουεντίν Ρίτσαρντσον με τους Αμερικανούς να επιμένουν ότι δεν θα κάνει σπουδαία καριέρα και θα χαθεί κάπου στον πάγκο ομάδας του ΝΒΑ.
Στην Ιταλία
Το παράξενο είναι ότι έκανε καριέρα στην Ιταλία κι όχι σε Γαλλία ή Ισπανία όπως συμβαίνει παραδοσιακά για αθλητές που προέρχονται από την «μαύρη ήπειρο». Στην Γαλλία δεν έπαιξε ποτέ, ενώ στην Ισπανία βρέθηκε για τα χρώματα της Μπαρτσελόνα την περίοδο 2005-06 αλλά ως βοηθητικός παίκτης ενόψει πλέι οφ με ελάχιστο χρόνο συμμετοχής (8 λεπτά με 2,4 πόντους και 1,6 ριμπάουντ). Κι ενώ αρχικά η Γέζι (στην legaDue) του άνοιξε την αγκαλιά της για να τον αναδείξει στην παρθενική του εμφάνιση στην «γηραιά ήπειρο», η περιοχή της Τοσκάνης (βλ Σιένα) ήταν αυτή που τον ανέδειξε και τον μετέτρεψε από ένα πολύ καλό εργαλείο σε πρωταγωνιστή.
Με τη Γέζι έφτασε να τελείωσε τη σεζόν έχοντας μ.ο. 25,5 πόντους και 7,5 ριμπάουντ αλλά στα πλέι οφ έφτασε στους 35 πόντους και 14,6 ριμπάουντ, επιδόσεις που τον έστειλαν αρχικά στην Ισπανία (Μπαρτσελόνα) και στη συνέχεια στην Σιένα όπου και ήρθε να καλύψει το κενό του Μάρκους Γκόρι.
Συλλέκτης τροπαίων
Ο Σιμόν Πιανιτζιάνι του έδωσε αμέσως πρωταγωνιστικό ρόλο, τον έδεσε με τον Τέρελ ΜακΙντάιρ και παιχνίδι με παιχνίδι, χρόνο με το χρόνο γίνονταν καλύτερος. Έφτασε μάλιστα φέτος να τελειώσει τη σεζόν ως MVP του πρωταθλήματος έχοντας μ.ο. 13,.8 πόντους και 4,3 ριμπάουντ σε 26 λεπτά συμμετοχής αλλά το πλέον εντυπωσιακό είναι ότι σούταρε με 86% στις βολές, 53% στα δίποντα και 43% στα τρίποντα (!) ενώ είχε παρουσία και στην άμυνα με 1 κόψιμο και 1,8 κλεψίματα.
Με τους «πράσινους» της Τοσκάνης κατέκτησε 4 πρωταθλήματα, 3 σούπερ καπ , δύο κύπελλα Ιταλίας, με αποτέλεσμα να εκτιναχθεί το κασέ του στα ύψη. Και η μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό να του αποφέρει ετήσιες απολαβές στα 1,8 εκατομμύρια ευρώ.
Γιατί επέλεξε τον Παναθηναϊκό
Πολλά λεφτά σίγουρα, όμως όταν υπάρχει πλειστηριασμός και διάθεση για να καλυφθούν ακόμη και επικοινωνιακά παιχνίδια τότε όλα μπορούν να συμβούν. Εντάξει ο Σάτο δεν πήρε τα χρήματα του Τσίλντρες (7 εκατομμύρια δολάρια ετησίως) αλλά σίγουρα έχει λαμβάνειν περισσότερα απ’ όσα αξίζει. Στο χέρι του είναι να αποδείξει ότι δίκαια ο Παναθηναϊκός του έδωσε απλόχερα κάτι που δεν μπόρεσαν να προσφέρουν η Σιένα (τριετές συμβόλαιο με 5 εκατομμύρια) ή ο Ολυμπιακός (διετές με 3 εκατομμύρια) ή και οι Ντάλας Μάβερικς (ετήσιο συμβόλαιο με 800.000 δολάρια). Στην Αμερική θα πήγαινε και εξαιτίας της αμερικανίδας συζύγου Κριστίν (είναι από την ευρύτερη περιοχή του Χιούστον) αλλά από τη στιγμή που τα χρήματα ήταν λιγότερα και ο ρόλος του κυρίως στον πάγκο επέλεξε τελικά να μείνει Ευρώπη.
Η Σιένα αποτελεί την αγαπημένη πόλη της συζύγου του και στον Ολυμπιακό έλεγαν ότι αυτή τον κρατούσε μακριά από την υπογραφή συμβολαίου με τους «ερυθρόλευκους». Ο Παναθηναϊκός όμως από την πρώτη στιγμή ανέβασε την προσφορά και κυρίως είχε αυτόν ως ουσιαστικό στόχο κι όχι τον Ρούντι Φερντάντεζ όπως ανέφεραν τα Media εντός κι εκτός Ευρώπης ενώ και η παραδοχή του Δημήτρη Ιτούδη σε ραδιοφωνικό σταθμό λειτούργησε ως στάχτη στα μάτια…
Στον Παναθηναϊκό ο «Μανορόνις» (αυτό είναι το παρατσούκλι του) βρίσκει έναν προπονητή που τον εκτιμά κι ένα αγωνιστικό σύστημα που του ταιριάζει απόλυτα. Σίγουρα τα λεφτά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο όμως ως παίκτης που του αρέσουν οι προκλήσεις δεν λέει όχι στην άνοδο του αγωνιστικού του επιπέδου
Φαν του ποδοσφαίρου
Η προσωπική του ζωή τέλος μοιάζει μ’ αυτή ενός κλασσικού οικογενειάρχη. Λατρεύει την μουσική gospel, διαβάζει συνεχώς την Βίβλο (η βασική πηγή εκμάθησης των αγγλικών στα πρώτα του χρόνια στην Αμερική) και λατρεύει να ασχολείται με τον γιο του Ράμσεϊ που είναι πλέον τριών ετών. Μιλάει έξι γλώσσες και θεωρείται βιβλιοφάγος γιατί θέλει να γνωρίζει τα πάντα με τον Γκρεγκ Πόποβιτς – προπονητή των Σπερς – να τον χαρακτηρίζει «σπόγγο που ζητάει να μαθαίνει συνεχώς».
Δεν είναι πάντως φαν του Internet και η σχέση του κυρίως περιορίζεται την ανάγνωση των e mail και τίποτα περισσότερο. Μην ξαφνιαστείτε πάντως εάν τον δείτε στο ΟΑΚΑ καθώς έχει παίξει ποδόσφαιρο (και χάντμπολ) και είναι φανατικός οπαδός της Μίλαν (ελέω Πίρλο) ενώ σε προσωπικό επίπεδο είχε επαφές με Ντελ Πιέρο και Τόνι. Στο μπάσκετ μεγάλωσε με τον Μάικλ Τζόρνταν αλλά και τον Τιμ Ντάνκαν με τον οποίο άλλωστε συνδέεται με προσωπική φιλία από το καλοκαίρι του 2004 όταν και βρέθηκε στο Σαν Αντόνιο ως μέλος των Σπερς.
Πηγή: sportdog.gr