Είμαι ο Παναγιώτης Γιαννάκης, όσες φορές έπεσα, άλλες τόσες σηκώθηκα. Είμαι αθλητής, προπονητής, πατέρας, παππούς, σύζυγος, γιος. Είμαι και τρωτός και άτρωτος».
Με αυτή τη φράση ξεκινάει η αποκαλυπτική αυτοβιογραφία του Παναγιώτη Γιαννάκη, από τις εκδόσεις Διόπτρα, με τον τίτλο «Τρωτός άτρωτος», η οποία βασίστηκε σε μια σειρά ηχογραφήσεων και συζητήσεων με τον δημοσιογράφο Παντελή Βλαχόπουλο και αναφέρεται στην χρυσή εποχή του ελληνικού μπάσκετ.
Για πρώτη φορά μάλιστα δημόσια, ο «δράκος» αποκαλύπτει στις σελίδες του βιβλίου την αιτία της μεγάλης κόντρας με τον άλλο κορυφαίο Ελληνα μπασκετμπολίστα, τον Νίκο Γκάλη.
Γράφει χαρακτηριστικά:
«Η επικοινωνία μας βραχυκύκλωσε σ’ ένα παιχνίδι του Άρη με τον Ηρακλή στο Αλεξάνδρειο, στις αρχές της περιόδου 1986-1987. Σ’ ένα τάιμ άουτ μού ζήτησε τον λόγο για μια πάσα που δεν του έδωσα στον αιφνιδιασμό και την έδωσα σε άλλο συμπαίκτη μου, ο οποίος ήταν σε προνομιακή θέση για να πετύχει ένα εύκολο καλάθι. Η ουσία είναι ότι προκλήθηκε ένταση, ανταλλάξαμε κουβέντες, και λίγο έλειψε να πιαστούμε στα χέρια στα αποδυτήρια. Σκαλίζω τη μνήμη μου για να ανασύρω στιγμές που επέτρεψα να θαφτούν κάτω από τα ουσιώδη της ζωής.
Θυμάμαι να τον ρωτάω στα αποδυτήρια: «Τι ήθελες, ρε; Πες στον πρόεδρό σου να με πουλήσει». Με πίκραινε η υποψία πως ένιωθε ότι εκείνος ήταν ο Άρης και όλοι οι άλλοι απλώς τον πλαισιώναμε. Δεν ήταν ωραίο ούτε για μένα ούτε για τους συμπαίκτες μου. Σκέφτηκα πως ήταν αδικαιολόγητη η συμπεριφορά του στο τάιμ άουτ. Συνηθίζω να λέω ότι άφηνα στην άκρη κάθε πίκρα ή εκνευρισμό όταν έμπαινα στο παρκέ. Και αυτό γινόταν, πράγματι. Τα ξεχνούσα όλα, όπως και αυτά. Όμως δεν είμαι ρομπότ. Είμαι κανονικός άνθρωπος που πληγώνεται και επεξεργάζεται όσα τον ενοχλούν. Με απασχολούσαν αυτά τα θέματα, επειδή ήθελα η ομάδα να πηγαίνει μπροστά, να προοδεύει.
«Η στιγμή της παρέμβασής τους ήταν καταλυτική και είναι αυτή που θυμάμαι πιο καθαρά από εκείνο το περιστατικό. Ο Φιλίππου, ο Ρωμανίδης, ο Σούμποτιτς, όλοι παρεμβλήθηκαν σαν πυροσβέστες. Οδηγώντας και επιστρέφοντας στο σπίτι μου μετά το ματς, έσφιγγα τόσο δυνατά το τιμόνι, που την άλλη μέρα που το σκεφτόμουν, αναρωτήθηκα πώς δεν τράκαρα».
«Η πληγή στην επικοινωνία μας άργησε να επουλωθεί. Με τον Νικ για μεγάλο διάστημα αποφεύγαμε να μιλήσουμε. Κάναμε μόνο προπόνηση και παίζαμε στους αγώνες. Μοιάζει οξύμωρο, δεδομένου ότι είχαμε καταφέρει να παίζουμε σε υψηλό επίπεδο, χωρίς να αλλάζουμε λέξη. Όμως, ο αθλητισμός είναι οι πράξεις και όχι τα λόγια.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ευθύνεται και ο δικός μου εγωισμός που δεν έπιασα τον Νικ να του πω: “Τι είναι αυτά που καθόμαστε και κάνουμε; Είναι δυνατόν να μαλώνουμε για μία πάσα;” Πάντα ελλοχεύει ο εγωισμός και δεν πρέπει να εγκαταλείπουμε την προσπάθειά μας να τον τιθασεύσουμε. Δεν είναι εύκολο να τον εξαλείψουμε και είναι ακόμα δυσκολότερο να τον χαλιναγωγήσουμε όσο είμαστε νέοι. Αλλά δεν ήταν θέμα εγωισμού»
Ο «Δράκος» ήταν σήμερα 28η Οκτωβρίου καλεσμένος στο Στούντιο 4 στην ΕΡΤ και με αφορμή αυτά που έγραψε στο βιβλίο του απάντησε στη Νάνσυ Ζαμπέτογλου και τον Θανάση Αναγνωστόπουλο για τη σχέση του με τον Νίκο Γκάλη.
«Όταν παίζαμε, παίζαμε! Δεν κάναμε παρέα, παίζαμε! Και νομίζω ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό να το καταλάβουν οι άνθρωποι. Ότι πολλές φορές μπορεί να βρεθείς σε μια επαγγελματική δράση, πρέπει να καταλάβεις πως όταν μπαίνεις σε αυτή τη δράση, προσπάθησε να βάλεις τον καλύτερό σου εαυτό», είπε αρχικά ο Παναγιώτης Γιαννάκης.
Για το ότι ο Νίκος Γκάλης είχε τον πρωταρχικό λόγο στο σκοράρισμα, με αποτέλεσμα ο ίδιος να επικεντρώνεται στο πιο οργανωτικό κομμάτι, ο Παναγιώτης Γιαννάκης είπε: «Το σκοράρισμα είναι πιο ελκυστικό. Έβρισκα τρόπο να έχω μια έντονη συμμετοχή στο ματς, με διάφορα πράγματα που έκανα.
Μου έλεγαν και οι φίλοι μου “γιατί έδωσες πάσα;”. Εμένα με ενδιέφερε η ομάδα, θέλαμε να κερδίσουμε κι εκείνη τη στιγμή με ενδιέφερε πώς θα βάλουμε το καλάθι. Ο Γκάλης ήθελε να σκοράρει, του άρεσε αυτό. Το να δώσεις μια πάσα είναι πιθανόν πιο δύσκολο από το να βάλεις ένα καλάθι».
Συνομιλώντας μαζί τους είπε και πάλι για το θέμα της πάσας και του τσακωμού μεταξύ τους:
«Τσακωθήκαμε για μια πάσα, που θεώρησε ο Νικ ότι έπρεπε να του δώσω. Μετά βρεθήκαμε και στον Παναθηναϊκό! Αλλά δεν ήταν θέμα να τα βρούμε, ο καθένας έβλεπε διαφορετικά τα πράγματα. Μέσα στο παιχνίδι, ο Νικ έκανε αυτά που ήθελε και εγώ του συμπαραστεκόμουν σε αυτό που του άρεσε, γιατί το έκανε καλά».