Τις πρώτες εβδομάδες του καλοκαιριού του 2004 η Ελλάδα ζούσε ένα πανηγύρι. Η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου συμμετέχοντας στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, γνωστό και ως Euro, είχε ξεπεράσει κατά πολύ τον παλιό κακό αγωνιστικό εαυτό της και όχι απλώς έφερνε ικανοποιητικά αποτελέσματα απέναντι σε αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα μεγάλων δυνάμεων της γηραιάς ηπείρου, αλλά κατάφερε να φθάσει μέχρι τον τελικό, που θα διεξαγόταν στις 4 Ιουλίου. Η Ελλάδα καλούνταν να αντιμετωπίσει την Πορτογαλία μέσα στην έδρα της, στο Στάδιο Ντα Λουζ της Λισαβόνας.

Σε όλα όσα συνέβησαν εκείνες τις ημέρες αναφέρεται διεξοδικά ο γνωστός αθλητικογράφος, Αντώνης Καρπετόπουλος, μέσα από το νέο του βιβλίο με τίτλο «Δυσκολότερο από ένα Μουντιάλ – Euro: Τα 60 χρόνια μιας ευρωπαϊκής ιστορίας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Παπαδόπουλος». Διατρέχοντας τις έξι δεκαετίες του θεσμού, με αφορμή και τη διεξαγωγή του Euro 2024 που ξεκινά στις 14 Ιουνίου στα γήπεδα της Γερμανίας, ο δημοσιογράφος στέκεται αρκετά σε εκείνο το αξέχαστο καλοκαίρι του 2004, καταγράφοντας μια σειρά από άγνωστες πτυχές.

Το εξώφυλλο του βιβλίου «Δυσκολότερο από ένα Μουντιάλ – Euro, Τα 60 χρόνια μιας ευρωπαϊκής ιστορίας» των εκδόσεων Παπαδόπουλος

Επεισόδια για μια φήμη

«Οι μέρες προς τον τελικό έμοιαζαν προετοιμασία για το μεγαλύτερο ελληνικό πάρτι όλων των εποχών. Η ομάδα στην οποία κανείς δεν πίστευε είχε γίνει ο πιο μεγάλος κεραυνοβόλος έρωτας της χώρας. Οι παίκτες έκαναν εκκλήσεις στα τηλεοπτικά κανάλια να σταματήσουν να ασχολούνται με τις οικογένειές τους, τους αδερφούς και τις αδερφές τους, τους μπαμπάδες και τις μαμάδες τους», γράφει χαρακτηριστικά.

«Στο μεταξύ όλοι ήθελαν εισιτήρια για τον τελικό. Στη Λισαβόνα έγιναν επεισόδια, καθώς υπήρχε η φήμη ότι η ΕΠΟ τα πουλούσε επιλεκτικά. Κι ο ομοσπονδιακός προπονητής Ρεχάγκελ; Αυτός προσπαθούσε να διαχειριστεί την πίεση όλης της οικουμένης. Οι γερμανικές εφημερίδες, μετά την αποτυχία της Νασιονάλμανσαφτ (σ.σ. της Εθνικής Γερμανίας) στην Πορτογαλία και τα δικά του θαύματα, είχαν αρχίσει να γράφουν πως μετά τον τελικό θα γίνει προπονητής της Εθνικής τους και τον αποκαλούσαν “Ρεχακλή”.

Ο Γερμανός τσακώθηκε στην τελευταία συνέντευξη Τύπου πριν τον τελικό με έλληνες δημοσιογράφους για ασήμαντη αφορμή – μάλλον για να εκτονώσει την ένταση. Δεν επέτρεψε στις γυναίκες των παικτών να επισκεφτούν το ξενοδοχείο της αποστολής, και ο μόνος που είχε την ευκαιρία να δει τους παίκτες και να δειπνήσει μαζί τους δύο μέρες πριν τον τελικό ήταν ο ποδοσφαιρόφιλος έλληνας πρωθυπουργός, Κώστας Καραμανλής», σημειώνει.

Φωτογραφία από τις 6 Ιουλίου του 2004, όταν ο τότε πρωθυπουργός, Κώστας Καραμανλής, υποδέχτηκε στο Μέγαρο Μαξίμου την Εθνική Ομάδα

Φήμη ότι ο διαιτητής ήταν προσωπικός οδοντίατρος του Ρεχάγκελ

Μεγάλωνε όμως και η νευρικότητα των Πορτογάλων, που έφτασαν στον τελικό διά πυρός και σιδήρου. Χρειάστηκε στον όμιλο να κερδίσουν και να αποκλείσουν τους Ισπανούς σε ένα σκληρό τρίτο ματς. Πέταξαν στον προημιτελικό εκτός διοργάνωσης τους Άγγλους σε ένα περιπετειώδες παιχνίδι, στο οποίο βρέθηκαν να χάνουν με γκολ του Όουεν στο 3΄, ισοφάρισαν στο 83΄ με τον Ποστίγκα και δεν κατάφεραν να κρατήσουν στην παράταση το υπέρ τους 2-1 που διαμόρφωσε ο Ρούι Κόστα στο 110΄, γιατί τους τιμώρησε ο Λάμπαρντ στο 115΄ γράφοντας το τελικό 2-2. Η ψυχραιμία τους στα πέναλτι και η αστοχία του άγγλου σταρ, Ντέιβιντ Μπέκαμ, τους έδωσε την πρόκριση.

Μια νίκη με 2-1 στον ημιτελικό με τους Ολλανδούς τούς επέτρεψε να παίξουν στον τελικό. Αλλά σε εκείνο το ματς είχε φανεί η κόπωσή τους: προηγήθηκαν με 2-0 (με γκολ του Ρονάλντο και του Μανίς), αλλά όταν οι Ολλανδοί μείωσαν με ένα αυτογκόλ του Αντράντε (στο 65΄), τα χρειάστηκαν. Δεν έμοιαζαν άνετοι, αλλά νευρικοί. Οι διαμαρτυρίες τους για την τοποθέτηση του γερμανού διαιτητή, Μερκ, στον τελικό, μετά τη δήθεν αποκάλυψη των εφημερίδων τους ότι ο τελευταίος ήταν ο προσωπικός οδοντίατρος του Ρεχάγκελ, μαρτυρούσε το άγχος τους. Αυτό τους έπνιξε στον τελικό.

Εικόνα από τον μεγάλο αγώνα

«Θα έπαιρναν 5 κιλά ο καθένας»

Η περιγραφή του Ρεχάγκελ μετά το τέλος του υπήρξε υπέροχη. «Ήξερα ότι οι Πορτογάλοι, αν η Ελλάδα προηγούνταν, θα έπαιρναν πέντε κιλά ο καθένας κάθε λεπτό που περνούσε. Στο τέλος, χοντροί και κουρασμένοι, δεν θα στέκονταν στα πόδια τους», είπε. Στον τελικό δεν έκανε κανένα από τα τρικ του: δεν χρειάστηκε. Η ψυχωμένη Ελλάδα με ένα γκολ του Άγγελου Χαριστέα με κεφαλιά στο 57΄, μετά από εκτέλεση κόρνερ του Άγγελου Μπασινά, κέρδισε χωρίς μεγάλα χτυποκάρδια: το γκολ σωστά ονομάστηκε το «γκολ των Αγγέλων». Το τρόπαιο το σήκωσε ο Ζαγοράκης σε μια αληθινά ανατριχιαστική στιγμή, την κορυφαία στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Αρνήθηκε την ελληνική υπηκοότητα ο Ρεχάγκελ

Ο «Ζαγόρ» (σ.σ. Θοδωρής Ζαγοράκης) έγινε πρωτοσέλιδο, όχι μόνο στις ευρωπαϊκές εφημερίδες, αλλά και σε αυτές του Περού, της Αυστραλίας, της Νιγηρίας, της Λιβύης: παντού στον κόσμο. Ο Ρεχάγκελ, ο απόλυτος σταρ εκείνων των ημερών, αρνήθηκε διακριτικά την πρόταση να πάρει την ελληνική υπηκοότητα – την έκανε ο δημοσιογράφος Αντώνης Πανούτσος σε εκπομπή της ΕΡΤ. Παραμένει ο μόνος προπονητής που έχει κερδίσει το Euro με την εθνική ομάδα μιας χώρας που δεν είναι η πατρίδα του. Και για τους πιο πολλούς Έλληνες παραμένει μεγάλο μυστήριο.

O Θοδωρής Ζαγοράκης

Ως ποδοσφαιριστής ο Ρεχάγκελ υπήρξε ένας καλός, αλλά όχι σπουδαίος κεντρικός αμυντικός, που τίμησε τη φανέλα της Ροτ Βάις Έσεν, της Χέρτα και της Καϊζερσλάουτερν. «Η προπονητική του καριέρα υπήρξε σαφώς σημαντικότερη. Αν διάλεξα να αφηγηθώ τα όσα έγιναν στην Πορτογαλία το 2004, τονίζοντας κυρίως τις παρεμβάσεις του στα παιχνίδια, είναι γιατί πιστεύω πως στην Ελλάδα δεν έχουμε καταλάβει ότι, εκτός από καλός διοικητής, υπήρξε και καλός κόουτς», αναφέρει ο συγγραφέας. Ως προπονητής ξεκίνησε το 1974 στους Κίκερς Όφενμπαχ, πέρασε από την Μπορούσια Ντόρτμουντ (1976-1978), την Αρμίνια Μπίλεφελντ (1978-1979) και τη Φορτούνα Ντίσελντορφ (1979-1980), αλλά λατρεύτηκε στη Βέρντερ Βρέμης, στην οποία πήγε δύο φορές: την πρώτη το 1975, όταν κι έμεινε μια διετία, και τη δεύτερη το 1981, όταν και παρέμεινε στο τιμόνι της για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια (1981-1995).

Σε αυτό το δεύτερο πέρασμά του, η ομάδα της Βρέμης κατέκτησε δύο πρωταθλήματα, δύο κύπελλα Γερμανίας και ένα Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης. Στη συνέχεια ο Ότο βρέθηκε στον πάγκο της Μπάγερν Μονάχου για λιγότερο από έναν χρόνο, την περίοδο 1995-1996. Την οδήγησε στον τελικό του Κυπέλλου UEFA, αλλά απολύθηκε τρεις εβδομάδες πριν από τη διεξαγωγή του τον Μάιο του 1996, ύστερα από μια απογοητευτική πορεία στο πρωτάθλημα. Ο αντικαταστάτης του, Φραντς Μπεκενμπάουερ, οδήγησε την ομάδα στην κατάκτηση του τροπαίου: οι δυο τους υπήρξαν άσπονδοι φίλοι. Ο Ρεχάγκελ πήρε τη ρεβάνς από την Μπάγερν, στερώντας της το πρωτάθλημα του 1997, το οποίο κατέκτησε με την Καϊζερσλάουτερν. Πριν από τον θρίαμβό του με την Εθνική Ελλάδος στην Πορτογαλία, αυτό ήταν το θαύμα του: η Καϊζερσλάουτερν παραμένει η μοναδική ομάδα στη Γερμανία που κατέκτησε το γερμανικό πρωτάθλημα αμέσως μετά την άνοδό της από τη δεύτερη κατηγορία!