Ξεκίνησε την Τετάρτη (9/9) ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης η δίκη για τη δολοφονία του 59χρονου κτηνοτρόφου Δημήτρη Γραικού, το πτώμα του οποίου βρέθηκε, τον περσινό Μάιο, θαμμένο κοντά σε κτηνοτροφική μονάδα στο Ανατολικό Θεσσαλονίκης.
Κληθείς να τοποθετηθεί για τα όσα τού καταλογίζονται, ο 47χρονος έμπορος κρεάτων που κατηγορείται για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και κρατείται προσωρινά στις φυλακές, ανέφερε: «Δεν αποδέχομαι την κατηγορία. Δέχομαι ότι αυτός ο άνθρωπος έχει χάσει τη ζωή του, ύστερα από φιλονικία στο χώρο. Δεν θέλησα ποτέ τον θάνατό του και δεν πέρασε καμία ώρα από το μυαλό μου να τον σκοτώσω. Δεν μπόρεσα να σταματήσω τον καβγά, τον οποίο ξεκίνησε εκείνος. Ντρέπομαι που δεν ενημέρωσα την αστυνομία για την πράξη μου. Ζητώ μια μεγάλη συγγνώμη από την οικογένειά του και τη δική μου».
Ο κατάλογος μαρτύρων περιλαμβάνει σχεδόν 20 άτομα, ενώ παράσταση πολιτικής αγωγής δήλωσαν τόσο η σύζυγος του θύματος και τα δύο τους παιδιά, όσο και τα αδέλφια του 59χρονου.
Η υπόθεση παρέμενε «γρίφος» επί δυόμισι χρόνια για τις διωκτικές αρχές. Ο άτυχος κτηνοτρόφος είχε εξαφανιστεί στις αρχές Νοεμβρίου 2016, όταν εθεάθη για τελευταία φορά στο σφαγείο της Χαλάστρας, απ’ όπου φέρεται να αναχώρησε με το αγροτικό του αυτοκίνητο. Έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του, ενώ ακολούθησαν πολύμηνες έρευνες που απέβησαν άκαρπες.
Η υπόθεση επρόκειτο να οδηγηθεί στο αρχείο με την ένδειξη «αγνώστων δραστών», αλλά ο εισαγγελέας Εφετών δεν ενέκρινε την αρχειοθέτηση, ζητώντας να διενεργηθεί νέα έρευνα. Το μυστήριο λύθηκε τελικά, όταν με τη συνδρομή επιστημόνων του Εργαστηρίου Εφαρμοσμένης Γεωφυσικής του ΑΠΘ που -κατόπιν υπόδειξης των αστυνομικών της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης- «σάρωσαν» με ειδικά μηχανήματα την περιοχή γύρω από την κτηνοτροφική μονάδα του κατηγορουμένου. Αρχικά εντοπίστηκε θαμμένο το αγροτικό αυτοκίνητο του θύματος και στη συνέχεια, σε άλλο σημείο, η σορός του, που έφερε κακώσεις από αλλεπάλληλα χτυπήματα.
Στην απολογία του ενώπιον του ανακριτή, ο κατηγορούμενος, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων υποστήριξε ότι ο θάνατος του κτηνοτρόφου ήταν αποτέλεσμα ατυχήματος και επήλθε κατά τη διάρκεια μεταξύ τους συμπλοκής. Όπως φέρεται να απολογήθηκε, όταν διαπίστωσε τον θάνατο του Γραικού πανικοβλήθηκε και αποφάσισε να θάψει το πτώμα του. Ο ίδιος φαίνεται πως αρνήθηκε ότι είχε οικονομική διαφορά με το θύμα, αλλά επιβεβαίωσε ότι προηγήθηκε οικονομική συναλλαγή μεταξύ τους, που αφορούσε αγοροπωλησία ζώων.
Σύζυγος Γραικού: Τον σκότωσε επειδή τον χρωστούσε χρήματα
Βέβαιη ότι το κίνητρο για τη δολοφονία του Δημήτρη Γραικού ήταν οι οικονομικές διαφορές που είχε με τον 47χρονο κατηγορούμενο κρεατέμπορα, εμφανίστηκε η εν διαστάσει σύζυγος του θύματος, καταθέτοντας ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, κατά την πρώτη μέρα της δίκης για την πολύκροτη υπόθεση.
«Τον σκότωσε επειδή του χρωστούσε χρήματα, εκεί κατέληξα» ανέφερε η γυναίκα και επισήμανε ότι το χρέος ανερχόταν σε δεκάδες χιλιάδες ευρώ και προερχόταν από σφαγές ζώων, όπως διαπίστωσε η ίδια μετά τον θάνατο του κτηνοτρόφου. «Όταν τον γνώρισα μόνος του μου είπε “κ. Γραικού ό,τι χρωστάω στον σύζυγό σας θα τα πάρετε”», κατέθεσε για τον 47χρονο, ο οποίος κατηγορείται για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως.
Σε μία έκρηξη της στιγμής περιέγραψε τον κατηγορούμενο ως «ωμό εγκληματία». «Δεν μπορείς να αφαιρείς έτσι μια ζωή. Ούτε σε ένα ζώο άξιζε τέτοιος θάνατος» είπε. Κατά την πολύωρη κατάθεσή της ανέφερε ότι ο 47χρονος τηλεφωνούσε διαρκώς τον ανιψιό του θύματος και τον ρωτούσε για την πορεία των ερευνών σχετικά με την εξαφάνιση του πρώην συζύγου της.
Η ίδια εξέφρασε και το παράπονό της επειδή στοχοποιήθηκε για τον θάνατο του κτηνοτρόφου, λέγοντας πως «επί τόσα χρόνια έπεσαν όλοι πάνω μου να με φάνε». Η δίκη διεκόπη και θα συνεχιστεί την Παρασκευή (11/09) με την εξέταση μαρτύρων.
Το πτώμα του Δημήτρη Γραικού όπως επίσης και το αγροτικό του αυτοκίνητου βρέθηκαν, πέρσι τον Μάιο, δυόμισι χρόνια μετά την εξαφάνισή του, θαμμένα κοντά σε κτηνοτροφική μονάδα στο Ανατολικό Θεσσαλονίκης. Στις έρευνες συνέδραμαν επιστήμονες του Εργαστηρίου Εφαρμοσμένης Γεωφυσικής του ΑΠΘ που κατόπιν υπόδειξης των αστυνομικών της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης «σάρωσαν» με ειδικά μηχανήματα την παραπάνω περιοχή.