Συνταγματικό και νόμιμο έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας το σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος του υπουργείου Υγείας για το πλήρες άνοιγμα του επαγγέλματος του φαρμακοποιού. Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο με γνωμοδότηση του ανάβει το «πράσινο φως» στους όρους, τις προϋποθέσεις και τη σχετική διαδικασία που προβλέπονται ενώ διατυπώνει μια και μόνη ένσταση που αφορά στη συμμετοχή των ιδιωτικών διαγνωστικών κέντρων.
Με το διάταγμα χορηγείται άδεια λειτουργίας φαρμακείου σε:
- Φυσικά πρόσωπα που έχουν την ιδιότητα του φαρμακοποιού,
- Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν την ιδιότητα του φαρμακοποιού (ιδιώτες μη φαρμακοποιοί) και
- Συνεταιρισμούς μέλη της «Ομοσπονδίας Συνεταιρισμών Φαρμακοποιών Ελλάδας».
Συγκεκριμένα, με την υπ΄ αριθμ. 26/2018 γνωμοδότησή του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ κρίνεται νόμιμη η πρόβλεψη «περί της υποχρεωτικής συμμετοχής σε ΕΠΕ ιδιοκτησίας αδειούχου- μη φαρμακοποιού, επιστήμονα φαρμακοποιού με ποσοστό εταιρικής μερίδας 20%» καθώς και «η νέα ρύθμιση περί διαχωρισμού του ιδιοκτησιακού και επιχειρησιακού τομέα των φαρμακείων από τον τομέα της παροχής αμιγώς φαρμακευτικών υπηρεσιών θεσπίζεται νομίμως, από το ελληνικό Κράτος, κατ’ εκτίμηση των σύγχρονων διεθνών αντιλήψεων περί ανοίγματος των ελεύθερων επαγγελμάτων στον ανταγωνισμό, λαμβανομένων υπόψη και των δεσμεύσεων της χώρας για την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων με μείωση των περιορισμών, μεταξύ άλλων στα φαρμακεία».
Σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας η «επίμαχη ρύθμιση κρίθηκε αναγκαία για την αντιμετώπιση των φαινομένων της υπερκατανάλωσης φαρμάκων, της τεχνητής ζήτησης φαρμάκων και της προώθησης των μη γενοσήμων φαρμάκων, που προκαλούν αύξηση της κρατικής φαρμακευτικής δαπάνης και υπέρμετρη επιβάρυνση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, τα οποία εκτιμάται από τα ως άνω κείμενα ότι δύνανται να αποδοθούν, μεταξύ άλλων, και στο μονοπώλιο του εμπορίου φαρμάκων εκ μέρους του κλειστού επαγγελματικού κύκλου των φαρμακοποιών. Η άρση του εν λόγω μονοπωλίου θεωρείται ότι θα συμβάλει στη διαμόρφωση από την ίδια την αγορά τόσο της προσφοράς και της ζήτησης των φαρμάκων, όσο και της ποιότητας των παρεχόμενων φαρμακευτικών προϊόντων και υπηρεσιών».
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι σύμβουλοι Επικρατείας διατυπώνουν ενστάσεις σχετικά με τη διάταξη που «θεσπίζει απόλυτη απαγόρευση συμμετοχής ως εταίρου, σε εταιρείες που λειτουργούν φαρμακείο, φυσικού ή νομικού προσώπου που μετέχει υπό οποιαδήποτε ιδιότητα σε εταιρείες ιδιωτικών διαγνωστικών εργαστηρίων, σε φαρμακευτικές εταιρείες κ.ο.κ., εφόσον καθ’ όλη τη χρονική περίοδο από την έναρξη έως την παύση λειτουργίας του φαρμακείου και ως προς την εταιρεία στην οποία μετέχει το φυσικό πρόσωπο «είναι ή υπήρξε κύριος αριθμού μετοχών που το κατατάσσουν ή κατέτασσαν μεταξύ των δέκα μεγαλύτερων μετόχων της εταιρείας», ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα στην εφαρμογή της, διότι συναρτά την ιδιότητα του κύριου μετόχου με ενέργειες τρίτων προσώπων (αγορές, πωλήσεις μετοχών), ενίοτε βραχείας διάρκειας, που δεν υπόκεινται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στον έλεγχο των συγκεκριμένων προσώπων, ενώ μπορεί να συνεπάγεται αναδρομικές ή επιγενομένως ανακύπτουσες ακυρότητες».