Το πάθος του για την τέχνη ήταν αυτό που τον οδήγησε στο «μεγαλύτερο λάθος» της ζωής του όπως είπε στους αστυνομικούς ο 49χρονος ελαιοχρωματιστής ο οποίος θα οδηγηθεί αύριο (30/6) ενώπιον της δικαιοσύνης για την κλοπή των πινάκων του Πικάσο και του Μοντριάν, πριν από εννέα χρόνια από την Εθνική Πινακοθήκη.

Σε βάρος του 49χρονου εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης με τις κατηγορίες της διακεκριμένης περίπτωσης κλοπής κατά συναυτουργία, τετελεσμένης και σε απόπειρα πραγμάτων καλλιτεχνικής σημασίας που βρίσκονταν σε συλλογή εκτεθειμένα σε κοινή θέα και σε δημόσιο κτίριο.

Ο κατηγορούμενος δηλώνει φιλότεχνος και «σκληρά μετανιωμένος» ενώ ξεκαθαρίζει στην προανακριτική του απολογία ότι «η κλοπή σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε αποκλειστικά» από τον ίδιο. «Δεν υπήρχε συνεργός» αναφέρει κατηγορηματικά σημειώνοντας πως δεν επιχείρησε ουδέποτε να πουλήσει τους πίνακες τους οποίους, όπως ισχυρίζεται, έκρυβε για χρόνια στο ντουλάπι ενός μπάνιου.

«Είχα καημό να επιστρέψω τους πίνακες»

Ο 49χρονος ισχυρίζεται ότι λόγω της κλοπής είχε χάσει «τον ύπνο του» και ανακουφίστηκε όταν η αστυνομία εντόπισε τους πίνακες. «Όταν άκουσα στον αστυνομικό να λέει ότι βρήκαν το δέμα κατάλαβα ότι βρέθηκαν ξέσπασα σε κλάματα και έπεσα στο έδαφος ευχαριστώντας τους. Τόσο μεγάλος ήταν ο καημός μου να τους επιστρέψω» ανέφερε.

Στην προανακριτική του απολογία ο 49χρονος μιλά αναλυτικά για τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να αρπάξει τους πίνακες τον Ιανουάριο του 2012 από την Πινακοθήκη, όπου δεν υπήρχε ενεργός συναγερμός και η μπαλκονόπορτα ήταν ξεκλείδωτη, τονίζοντας ότι τόσο τα έργα όσο και «η επιλογή της ημέρας της κλοπής ήταν τυχαία».

Μάλιστα, ενώ υποστηρίζει πως είναι διατεθειμένος να συνεργαστεί απόλυτα με τις αρμόδιες αρχές, προσθέτει ότι μπορεί να μην θυμάται όλες τις λεπτομέρειες γιατί έχουν περάσει χρόνια και ο ίδιος έχει υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο.

«Από πάντα με ενδιέφεραν τα έργα τέχνης…» εξηγεί στους αστυνομικούς ο 49χρονος αναφέροντας πως η ιδέα να κάνει δικό του έναν πολύτιμο πίνακα γυρόφερνε στο μυαλό του δυο χρόνια. Τους τελευταίους 6 μήνες πριν την κλοπή, είπε, πως έκανε περισσότερες από 50 επισκέψεις στην Πινακοθήκη με αποτέλεσμα όπως υποστηρίζει να αποκτήσει τέτοια οικειότητα με τα έργα και τον χώρο «ώσπου πίστεψα ότι ένα από αυτά μπορεί να γίνει δικό μου». «Αυτές οι σκέψεις με βασάνιζαν 2 χρόνια περίπου και με οδήγησαν να κάνω το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου» ανέφερε χαρακτηριστικά.

«Η ενασχόληση μου με τις οικοδομές με βοήθησε»

Όπως λέει ο κατηγορούμενος η ενασχόληση του με τις οικοδομές τον βοήθησε να καταλάβει που υπήρχε τσιμεντένιος τοίχος και που γυψοσανίδα. «Καθόμουν ώρες στο εσωτερικό παρατηρώντας όχι μόνο τα έργα τέχνης αλλά και τη διαμόρφωση του χώρου τη συμπεριφορά των φυλάκων, πού υπήρχαν παράθυρα, κάμερες… Επίσης, το ίδιο έκανα και στον περιβάλλοντα χώρο. Έπαιρνα καφέ και καθόμουν για ώρες γύρω από την πινακοθήκη. Δεν θυμάμαι πόσες βραδιές καθόμουν κρυμμένος στα φυτά και παρατηρούσα τους φύλακες. Μπορεί να το είχα κάνει και πάνω από 50 φορές μόνο το τελευταίο 6μηνο πριν από την κλοπή. Έτσι κατάφερα και απέκτησα πάρα πολύ καλή γνώση των συστημάτων ασφαλείας. Ήξερα όλες τις συνήθειες των φυλάκων, πότε άλλαζαν βάρδια, ποιος κάπνιζε ποιος έβγαινε στον κήπο… Ήξερα ότι είχαν μειωθεί τον τελευταίο καιρό λόγω της οικονομικής κρίσης, ήξερα ότι υπήρχε και συναγερμός… Έτσι, αποφάσισα να κάνω την κλοπή. Δεν είχα αποφασίσει ποιο έργο θα έπαιρνα αλλά μόνο ότι ήθελα να πάρω κάποιο».

Ο 49χρονος περιγράφει πώς από το Μοναστηράκι προμηθεύτηκε τα μαύρα ρούχα, την κουκούλα και τον σάκο ενώ χρησιμοποίησε μερικά από τα οικοδομικά του εργαλεία ένα σφυρί, ένα σιδερένιο καλέμι και ένα κοπίδι τα οποία μετά την κλοπή πέταξε στα σκουπίδια.

Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται πως έφτασε στην Εθνική Πινακοθήκη χρησιμοποιώντας αρχικά τον ηλεκτρικό και στην συνέχεια το Μετρό από το οποίο κατέβηκε στην στάση του Ευαγγελισμού.

Φορούσε τα καθημερινά του ρούχα τα οποία άλλαξε, όπως περιγράφει, στο πάρκο μέσα σε μια ξύλινη αποθήκη όπου παρέμεινε μέχρι τις 9 το βράδυ.

«Κάθισα σε κάτι τραπεζάκια, δίπλα σε ένα σπιτάκι και κάπνισα μερικά τσιγάρα»

Στη συνέχεια μιλώντας στους αστυνομικούς αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο πήδηξε τις μάντρες και την ταράτσα ακολουθώντας το σχέδιο που είχε καταγράψει από τις παρακολουθήσεις και πώς κατάφερε να ξεγελάσει τον μοναδικό φύλακα που βρισκόταν εκείνο το βράδυ στην Πινακοθήκη όταν προσπάθησε να ανοίξει τα φύλλα της μπαλκονόπορτας.

Ο 49χρονος, όπως λέει, αντιλήφθηκε πως οι μπαλκονόπορτες ήταν ανασφάλιστες και θα άνοιγαν αν τις τραβούσε πιο δυνατά και περιγράφει: «Μόλις κουνήθηκε λίγο η μπαλκονόπορτα ακούστηκε ένα μπιπ το οποίο κατάλαβα ότι θα καλούσε το φύλακα. Ήξερα ότι εκείνη την ώρα ήταν μόνο ένας φύλακας. Έτσι, ξαναένωσα τα δυο φύλλα που είχαν ανοίξει περίπου δυο εκατοστά και πήγα στο παράθυρο. Έβγαλα το σφυρί, έσπασα το τζάμι δημιουργώντας μια τρύπα γνωρίζοντας ότι έχω χρόνο να το κάνω αφού ήξερα πόσο χρόνο χρειάζεται ο φύλακας για να έρθει. Μετά από λίγο άκουσα και τον φύλακα να βαδίζει στο εσωτερικό….


Αρχικά σκέφτηκα ότι δεν θα καταφέρω να περάσω στο χώρο με τα εκθέματα. Μάζεψα το σάκο, πήδηξα στο εξωτερικό τοιχίο και βγήκα στο πεζοδρόμιο της Βασιλέως Κωνσταντίνου. Βάδισα λίγα μέτρα προς τα κάτω και μπήκα στην αυλή πηδώντας τον τοίχο. Κάθισα σε κάτι τραπεζάκια, δίπλα σε ένα σπιτάκι και κάπνισα μερικά τσιγάρα. Τα αποτσίγαρα τα μάζεψα σε ένα σακουλάκι. Είκοσι λεπτά μετά ξαναγύρισα στο ίδιος σημείο…”

Ο 49χρονος αναφέρει ότι όταν διαπίστωσε πως η μπαλκονόπορτα ήταν ξεκλείδωτη την άνοιξε, άκουσε ένα μπιπ, μπήκε στο χώρο και την ξαναέκλεισε πίσω του.

«Αποφάσισα να εκνευρίσω το φύλακα»

«Στάθηκα στον εσωτερικό διάδρομο και έστησα αυτί στην γυψοσανίδα. Μετά από λίγο άκουσα το φύλακα. Έμεινε εκεί κάποια δευτερόλεπτα τον άκουσα να μουρμουρίζει κάτι. Θεώρησα ότι είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και έβριζε μόνος του γιατί δεν μπορούσε να βρει τι συμβαίνει αφού δεν έβλεπε την μπαλκονόπορτα» εξηγεί και προσθέτει πως τότε ήταν η στιγμή που αποφάσισε «ότι εκνευρίζοντας τον φύλακα είναι ο καλύτερος τρόπος να πραγματοποιήσω την κλοπή κάνοντας τον να πιστέψει ότι υπάρχει τεχνικό πρόβλημα στις ζώνες του συναγερμού. Έτσι επανέλαβα την ίδια διαδικασία αρκετές φορές. Ανοιγόκλεινα την μπαλκονόπορτα χωρίς να μπαίνω μέσα. Νομίζω ότι τις τελευταίες φορές που ανοιγόκλεισα την μπαλκονόπορτα δεν άκουσα τον φύλακα να έρχεται. Έμεινα στο σημείο μέχρι τις 4 τα ξημερώματα. Εκείνη την στιγμή άνοιξα την μπαλκονόπορτα και μπήκα μέσα αφήνοντας την ανοιχτή».

«Μπήκα μπουσουλώντας στην αίθουσα και άρχισα να κουνάω τα χέρια μου»

Ο 49χρονος περιγράφει πως κατάφερε να φτάσει μπουσουλώντας στους πολύτιμους πίνακες. «Στο χώρο ήταν κάπως σκοτεινά αλλά είχε επαρκή φωτισμό ώστε να βλέπω τι κάνω. Ακούμπησα τα χέρια μου στο έδαφος…εντόπισα το σημείο της ένωσης γυψοσανίδων ασκώντας πίεση άνοιξε η γυψοσανίδα και έπεσαν μικροί πίνακες που είχε πάνω της. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι ο φύλακας δεν θα έρθει… Μπήκα μπουσουλώντας στον κυρίως χώρο τράβηξα τον σάκο …Το μέρος που μπήκα ήταν μια αίθουσα που σχεδόν απέναντι είχε σκάλες. Πήγα περπατώντας μέχρι τις σκάλες και άρχισα να τις ανεβαίνω μπουσουλώντας. Μπήκα μπουσουλώντας στην αίθουσα και άρχισα να κουνάω τα χέρια μου ώστε να καταλάβω αν δουλεύουν τα ραντάρ του συναγερμού.

Επειδή δεν άκουσα κανέναν συναγερμό υπέθεσα πως ο φύλακας τον είχε απενεργοποιήσει. Σηκώθηκα όρθιος και βρέθηκα μπροστά στον πίνακα του Πικάσο. Τον ξεκρέμασα με την κορνίζα που ήταν βαριά, τον άφησα στην άκρη της σκάλας και πήρα άλλον έναν πίνακα του Μοντριάν ενώ ξεκρέμασα έναν ακόμη…» είπε συμπληρώνοντας πως χρειάστηκε 5 με 7 λεπτά για να βγάλει τις κορνίζες από τους πίνακες γιατί δεν χωρούσαν στο σάκο του χωρίς, ωστόσο, να θυμάται με ποιο τρόπο το έκανε.

«Οι αστυνομικοί έψαξαν το πάρκο αλλά δεν άνοιξαν την αποθήκη»

Σύμφωνα με την προανακριτική απολογία του κατηγορούμενου ο φύλακας άρχισε να φωνάζει «κλέφτης- κλέφτης, σταμάτα» μόλις ο 49χρονος έβαλε τους πίνακες στον σάκο του.

«Δεν γύρισα να τον κοιτάξω καθόλου. Σηκώθηκα και χωρίς να πως τίποτα κάνοντας τρία- τέσσερα βήματα χώθηκα στην τρύπα που είχα ανοίξει ανάμεσα στις γυψοσανίδες. Βγήκα στο ταρατσάκι και πέρασα στο πεζοδρόμιο. Τη στιγμή εκείνη μου φαίνεται ότι κόπηκα από κάποια γυαλιά πήρα ένα χαρτί που είχε επάνω του ένα σχέδιο το οποίο ήταν έκθεμα σκούπισα το χέρι μου και το έβαλα στην τσέπη μου.

Βγήκα στην Λεωφόρο τρέχοντας. Άκουγα τον συναγερμό της πινακοθήκης να χτυπάει και σειρήνες περιπολικών. Μπήκα στην αποθηκούλα απέναντι από το πάρκο… Οι αστυνομικοί έψαξαν το πάρκο αλλά δεν άνοιξαν την αποθήκη γιατί η πόρτα ήταν κλειστή. Βγήκα μετά από πολλή ώρα. Πήγα στη στάση του λεωφορείου. Δεν είχε πολύ αστυνομία… » λέει σημειώνοντας ότι επέστρεψε στο σπίτι του θείου του όπου διέμενε.

Ο κατηγορούμενος αναφέρει πως πέταξε το ματωμένο σχέδιο στην λεκάνη της τουαλέτας στο έπιπλο της οποίας έκρυψε αρχικά τους πίνακες.

Τα χρόνια που ακολούθησαν ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως βρισκόταν μεταξύ Ελλάδας, Ολλανδίας και Αγγλίας και κάποια στιγμή εκμυστηρεύτηκε σε μια κοπέλα που είχε σχέση στην Αγγλία ότι είχε τους πίνακες χωρίς εκείνη να του δώσει σημασία. Μάλιστα, αναφέρει ότι κάποια στιγμή πανικοβλήθηκε από δηλώσεις που είδε στον Τύπο καθώς θεώρησε ότι τον φωτογραφίζουν ως δράστη της κλοπής.

«Ξέσπασα σε κλάματα»

Η αντίστροφη μέτρηση, σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, ξεκίνησε τον Φεβρουάριο όταν επέστρεψε στην Ελλάδα για οικογενειακούς λόγους. Όπως εξηγεί στους αστυνομικούς ήταν ψυχικά φορτισμένος και για το λόγο αυτό τύλιξε μέσα σε πλαστικές σακούλες του πίνακες και κάποια μέρα του Μάιου τους πήγε μόνος του στο Πόρτο Ράφτη όπου τους έκρυψε σε ένα μεγάλο και πολύ πυκνό θάμνο, σε ένα ρέμα.

«Έφυγα και γύρισα μετά από μια, δυο ημέρες για να ελέγξω. Πήγα στο σημείο αλλά δεν τους βρήκα. Εκείνη την στιγμή ανακουφίστηκα γιατί υπέθεσα πως κάποιος τους βρήκε οπότε θα τους παραδώσει. Την ημέρα που τους άφησα με είχε δει ένας νεαρός…» αναφέρει και προσθέτει ότι όταν τελικά τον πλησίασαν οι αστυνομικοί προσφέρθηκε «αβίαστα και με ανακούφιση να βοηθήσω».

«Πήγαμε στο σημείο που τους έδειξα. Τελικά οι πίνακες ήταν 10 μέτρα παρακάτω από το σημείο. Όταν άκουσα τον αστυνομικό να λέει ότι βρήκαν το δέμα κατάλαβα ότι βρέθηκαν ξέσπασα σε κλάματα και έπεσα στο έδαφος ευχαριστώντας τους. Τόσο μεγάλος ήταν ο καημός μου να τους επιστρέψω. Έχω μετανιώσει σκληρά. Δηλώνω την πλήρη μεταμέλεια μου. ξέρω ότι θα τιμωρηθώ αλλά ζητώ επιείκεια» καταλήγει.