Η ελληνική αστυνομία εξάρθρωσε τρεις σπείρες που δρούσαν σε όλη την Ελλάδα. Έκαναν απάτες, πλαστογραφίες, κλοπές και ενίοτε προχωρούσαν και σε εκβιασμούς.
Συνελήφθησαν 14 μέλη (11 άντρες και 3 γυναίκες) μεταξύ των οποίων και οι αρχηγοί των δύο εγκληματικών οργανώσεων. Παράλληλα αναζητούνται 18 ακόμα άτομα, ενώ συνεχίζεται η έρευνα για την ταυτοποίηση και των υπολοίπων. Οι τρεις σπείρες είχαν συνεργασία μεταξύ τους και αντάλλασσαν πληροφορίες και τεχνογνωσία για να διαπράξουν τις εγκληματικές τους ενέργειες και χρησιμοποιούσαν παρατσούκλια.
Έχουν διαπράξει πάνω από 255 κλοπές και απάτες με λεία πάνω από 1,2 εκατ. ευρώ.
Η επιχείρηση της αστυνομίας έγινε στις 20 Ιουνίου από αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Νοτιοανατολικής Αττικής από κοινού με το Τ.Α Αλίμου και τη συνδρομή ενισχυτικών αστυνομικών δυνάμεων της Ο.Π.Κ.Ε, της Υ.Α.Τ, της Διεύθυνσης Αστυνομίας Αργολίδος και της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, στις περιοχές Αθήνας, Ασπροπύργου, Κινέττας, Αχαρνών, Γέρακα, Κορυδαλλού Αττικής, καθώς και Νέας Κίου Αργολίδος και Θεσσαλονίκης.
Ως προς τη μεθοδολογία που ακολουθούσαν οι εγκληματικές οργανώσεις, αναφέρεται ότι κατά κύριο λόγο τα αρχηγικά μέλη, εντόπιζαν μέσω αγγελιών (στο διαδίκτυο ή στον έντυπο τύπο) προϊόντα προς πώληση. Στη συνέχεια, προσποιούμενοι τους ενδιαφερόμενους αγοραστές έρχονταν σε επαφή με το υποψήφιο θύμα και αφού το έπειθαν, συμφωνούσαν προφορικά για την αγοροπωλησία του προϊόντος.
Προκειμένου να γίνουν ακόμα πιο πειστικοί, κατάρτιζαν πλαστό αποδεικτικό κατάθεσης χρηματικού ποσού σε τραπεζικό λογαριασμό με αποδέκτη το υποψήφιο θύμα, μέσω ηλεκτρονικής διαδικασίας ( e – banking ). Έπειτα, απέστελλαν με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή μέσω διαδικτυακών εφαρμογών το πλαστό αποδεικτικό στον παθόντα, στο οποίο ουδέποτε αναφέρονταν τα πραγματικά στοιχεία του καταθέτη.
Αξίζει να τονιστεί ότι, οι δράστες εκμεταλλευόμενοι τη διαδικασία VALEUR του τραπεζικού συστήματος, φρόντιζαν πάντα η υποτιθέμενη κατάθεση χρημάτων να γίνεται από διαφορετική τράπεζα σε σχέση με αυτή που διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό το θύμα, ώστε να είναι αδύνατο να ελεγχθεί η πίστωση του χρηματικού ποσού στο λογαριασμό του, εφόσον το χρονικό διάστημα που απαιτείται σε αυτή τη διαδικασία είναι περίπου δύο ημέρες.
Μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι φορές που οι δράστες στα πλαστά αποδεικτικά ηλεκτρονικής πληρωμής που απέστελλαν στους παθόντες, σκοπίμως ανέγραφαν μεγαλύτερο χρηματικό ποσό από αυτό που είχε ήδη συμφωνηθεί, προσποιούμενοι ότι πρόκειται για λάθος χρηματική κατάθεση, ζητώντας από το θύμα να καταβάλλει, πέραν του βασικού αντικειμένου της απάτης και το ποσό της διαφοράς μετρητοίς.
Η παράδοση των εμπορευμάτων – προϊόντων γινόταν είτε από τους ίδιους τους παθόντες, είτε σε προκαθορισμένα σημεία, καθ’ υπόδειξη των άμεσων και βασικών μελών των εγκληματικών οργανώσεων, οι οποίοι ακολούθως απέστελλαν άλλο μέλος της εγκληματικής οργάνωσής να παραλάβει το εμπόρευμα – προϊόν και να το μεταφέρει.
Το μέλος αυτό ήταν επιφορτισμένο αποκλειστικά με αυτό το ρόλο στη λειτουργία των οργανώσεων (κατά κανόνα επρόκειτο για ανήλικα άτομα ή γυναίκες).
Χαρακτηριστικό στοιχείο του υψηλού επαγγελματισμού των εν λόγω εγκληματικών οργανώσεων, είναι ότι τα μέλη που ενεργούσαν τις παραλαβές και μεταφορές των εμπορευμάτων γνώριζαν μόνο τα ψευδώνυμα των αρχηγών και των άμεσων συνεργατών τους, ενώ πολλές φορές εμπλέκονταν τρίτα άτομα, επίσης μέλη της οργάνωσης, τα οποία το άτομο που πραγματοποιούσε τη μεταφορά δεν γνώριζε.
Επιπλέον τα αρχηγικά μέλη συντόνιζαν τη δράση των οργανώσεων αποκλειστικά μέσω τηλεφωνικών συσκευών, τις οποίες άλλαζαν αρκετά συχνά, καθιστώντας έτσι αδύνατη την αναγνώρισή τους.
Επίσης, αφού πραγματοποιούνταν η συναλλαγή τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων φρόντιζαν να απενεργοποιήσουν την τηλεφωνική σύνδεση που χρησιμοποιούσαν για την επικοινωνία τους με τα θύματα.