Την αποκρυπτογράφηση του ψυχισμού και των σχέσεων των μελών της οικογένειας Δασκαλάκη, που σημαδεύτηκαν από μεγάλες απώλειες, επιχείρησε, καταθέτοντας ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, η ψυχολόγος Δέσποινα Σαββοπούλου.
Η ψυχολόγος, η οποία είναι ειδική στα παιδιά και τους εφήβους, κλήθηκε ως πραγματογνώμονας να αποκωδικοποιήσει τις ζωγραφιές της Τζωρτζίνας ενώ στο πλαίσιο της έρευνας της μίλησε για πολλές ώρες τόσο με τη Ρούλα Πισπιρίγκου όσο και με το Μάνο Δασκαλάκη.
Η μάρτυρας εξέφρασε τη θέση πως στην οικογένεια δεν υπήρξε επεξεργασία του πένθους μετά τις απώλειες των παιδιών καθώς, όπως φαίνεται, ήταν κάτι που δεν συζητούσαν. «Φοβήθηκε; Αγχώθηκε; Καμία αναφορά είπαν και οι δυο γονείς. Βέβαια, αυτό ήταν απόλυτα συνδεδεμένο με την απουσία επεξεργασίας του πένθους από τους γονείς» ανέφερε η ψυχολόγος η οποία έκανε τη διαπίστωση πως η Ρούλα Πισπισρίγκου είχε αντιληφθεί το ρόλο της ως μητέρα «αλλά με το δικό της τρόπο».
«Την ενδιέφερε το ζευγάρι και η σχέση μεταξύ τους. Η εγκυμοσύνη της Ίριδας προγραμματίστηκε ως δεύτερη ευκαιρία στο γάμο τους» ανέφερε χαρακτηριστικά .
Εισαγγελέας: Είχε το συναίσθημα να πενθήσει;
Μάρτυρας: Έχει το δικό της τρόπο και μηχανισμούς να σκέφτεται και να νιώθει πράγματα για όσα συμβαίνουν. Είναι μηχανισμοί που δε διευκολύνουν το ρόλο της ως μητέρα έτσι ώστε να φροντίσει με ένα καλό τρόπο τα παιδιά για να καλυφθούν. Κάποιες ψυχικές διεργασίες δεν την έχουν διευκολύνει. Θεωρώ ότι δεν ήταν τυχαία η πρόταση μου για περαιτέρω εξέταση από ειδικούς. Και η ίδια πρέπει να φροντιστεί.
Εισαγγελέας: Σε τι να φροντιστεί;
Μάρτυρας: Όλοι χρειαζόμαστε φροντίδα σε δύσκολες καταστάσεις.
«Επισκέφτηκε τις αδελφές της στα γραφεία τελετών»
Σε αντίθεση με τις αναφορές των γονιών της Τζωρτζίνας ότι δεν υπήρξαν εκφράσεις των συναισθημάτων της φαίνεται πως το παιδί αναζητούσε τρόπους για να βιώσει το πένθος για την απώλεια της αδελφή της Μαλένας, όπως προκύπτει από τις αναφορές των νηπιαγωγών.
Σύμφωνα με τη μάρτυρα, η νηπιαγωγός του παιδιού σε έκθεση της περιγράφει ένα παιδί που βίωνε έντονα την απώλεια της αδελφής της.
«Ζητούσε από τη δασκάλα να της κρατά το χέρι, της έλεγε για την αδελφή της, την αναζητούσε το απόγευμα στα τηλέφωνα. Για να αναζητά ένα παιδί μια μητρική φιγούρα, ενώ υπάρχει η μαμά και ο μπαμπάς στο σπίτι… την έπαιρνε για να βρει ανακούφιση στα συναισθήματα που είχε» κατέθεσε η ψυχολόγος η οποία σημείωσε πως της ανέφεραν ότι το παιδί εκδήλωνε την ανάγκη να κάνει παρέα στο διευθυντή όταν ένιωθε πως είναι μόνος του.
Οι ζωγραφιές της Τζωρτζίνας αποτέλεσαν τον βασικό άξονα των συμπερασμάτων της ψυχολόγου η οποία εστίασε σε μια εικόνα του παιδιού όπου η Μαλένα απεικονίστηκε ως αγγελάκι στη μια όψη και στην άλλη με μουτζουρωμένο πρόσωπο και ήταν αφιερωμένη στη γιορτή της μητέρας. Ο Μάνος Δασκαλάκης , κατέθεσε η μάρτυρας, της είπε πως κάποια ψυχολόγος είχε συμβουλεύσει την κατηγορούμενη να λέει στο παιδί ότι η Μαλενα και η Ίριδα έγιναν αγγελάκια να την προστατεύσουν. «Αυτό μου έκανε εντύπωση να δόθηκε ως συμβουλή από συνάδελφο. Υπάρχει αντίστροφη ρόλων εδώ. Οι γονείς είναι η ασπίδα, όχι ένα νεκρό παιδί» σημείωσε η μάρτυρας και συνέχισε λέγοντας πως «όταν ένα παιδί ζωγραφίζει την οικογένεια του και ζωγραφίζει την αδελφούλα της που δεν ήταν εν ζωή, είναι μια λογική σκέψη να πει κανείς ότι προσπαθούσε να βρει ένα τρόπο να εκφράσει τη θλίψη της».
Στο επίκεντρο της κατάθεσης βρέθηκε και η αναφορά ότι η Τζωρτζίνα αποχαιρέτησε τις αδελφές της στα γραφεία τελετών.
Πρόεδρος: Είπατε για διεργασία πένθους, ποια είναι;
Μάρτυρας: Δεν είναι όλες οι διαδικασίες ετικέτες που θα τις κολλήσουμε σε όλους. Όμως όταν υπάρχουν παιδιά… Και οι δυο γονείς μετέφεραν τον τρόπο που το παιδί αποχαιρέτησε τις αδελφές της. Αυτό ήταν ιδιαίτερα κακό. Επισκέφτηκε τις αδελφές της στα γραφεία τελετών. Αυτό θα ήταν σκληρό για ενήλικα! Από τους δυο γονείς αυτό που περιγράφηκε ήταν να αντικατασταθεί αυτό που χάθηκε και όχι να βιωθεί, αλλά η πρώτη διαδικασία έναρξης του πένθους είναι να βιωθεί. Αν οι γονείς πάνε κατευθείαν σε αντικατάσταση δε μπαίνουμε καν στην είσοδο της επεξεργασίας του πένθους.
Η μάρτυρας μετέφερε την καθημερινότητα της οικογένειας , μέσα από τις αναφορές της κατηγορούμενης σημειώνοντας πως «δεν υπήρχε χώρος για κάθε παιδί ξεχωριστά» ενώ έκανε λόγο για ένα απαιτητικό πρόγραμμα.
«Ο πατέρας ήταν αρκετά απών γιατί δούλευε και φάνηκε να έχει τυφλή εμπιστοσύνη στη σύζυγο του να της έχει αναθέσει την καθημερινή επιμέλεια των παιδιών» κατέθεσε και συμπλήρωσε : «Μου είπε ότι προτιμούσε να πηγαίνουν κάπου που θα μαθαίνουν πράγματα από το να είναι με ένα τάμπλετ. Της εξήγησα ότι στο χέρι μας είναι τι θα δώσουμε στα παιδιά στο σπίτι. Μου έκανε εντύπωση η φράση της «θέλω τα παιδιά μου να είναι στρατιωτάκια, να έχουν όρια». Όμως το όριο πρέπει να μπαίνει με βάση και τις ανάγκες των παιδιών, όχι μόνο των γονιών».
Η ψυχολόγος κατέθεσε πως είχε αντιφατικά μηνύματα από τους γονείς.
«Η μητέρα είπε ότι η Τζωρτζίνα δεν ζωγραφίζει και είναι του χορού και έχει όλες κι όλες 10 ζωγραφιές. Ο πατέρας και τα σχολεία είπαν ότι ζωγράφιζε πολύ και της άρεσε. Ο πατέρας είπε ότι η μητέρα έκανε εκκαθάριση στο σπίτι και πετάχτηκαν οι ζωγραφιές» τόνισε ενώ απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις είπε πως η κατηγορούμενη περιέγραψε την Τζωρτζίνα «ως το αγαπημένο παιδί του πατέρα, γεγονός που της άρεσε».
«Δεν υπήρχε μόνιμος χρόνος μοιράσματος. Όλες οι ερωτήσεις κατέληγαν σε εκείνη ή τη σχέση με το σύζυγο της» είπε ενώ όταν ρωτήθηκε για το σύνδρομο Μινχάουζεν δια αντιπροσώπου εξήγησε πως «ο γονέας χρησιμοποιεί το παιδί και του δημιουργεί ένα σύμπτωμα, ψευδές και κατασκευασμένο ώστε να λάβει νοσοκομειακή περίθαλψη. Ο γονέας θέλει ο ίδιος περίθαλψη και δε μπορεί να τη λάβει».
Αναφερόμενη στη Ρούλα Πισπιρίγκου η ψυχολόγος εκτίμησε πως «αδυνατούσε να συγκεντρωθεί στα μωρά της εξαιτίας των προσωπικών ζητημάτων με τον Μάνο Δασκαλάκη» και στάθηκε στην περίοδο θηλασμού της Τζωρτζίνας και της Μαλένας λέγοντας: «της ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί στα μωρά της γιατί ήταν συγκεντρωμένη στο σύζυγο της και την πρώην κοπέλα του. Ανέφερε ότι ήταν αναστατωμένη και της κόπηκε το γάλα γιατί ενοχλούσαν τον άντρα της κάποιες πρώην σχέσεις του, υποτιμώντας τες».
Η μάρτυρας μετέφερε στους δικαστές το συναίσθημα της αδικίας που είχε κυριεύσει τη Ρούλα Πισπιρίγκου κατά τη διάρκεια των συναντήσεων τους στη φυλακή. «Μου μίλησε για αδικία που την έπνιγε επειδή ήταν άδικα στη φυλακή. Μου είπε, επίσης, ότι δεν πρόλαβε να βιώσει το πένθος για την Ίριδα και τη Τζωρτζίνα. Είπε ότι νιώθει μόνη, ότι πνίγεται από το δίκιο. Αναφέρθηκε σε δημοσιογράφους και εκπομπές που προβάλλουν την υπόθεση της και η ίδια κλεισμένη δε μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της και τα παιδιά της» κατέθεσε και πρόσθεσε πως, κατά τη διάρκεια των συναντήσεων τους η κατηγορούμενη της αφηγήθηκε την ιστορία του στραγγαλισμού της γιαγιάς από τον παππού της. «Μας ενδιαφέρει ο τρόπος της αφήγησης γιατί αποτυπώνει και τον δικό του τρόπο σκέψης. Περιέγραψε έναν στραγγαλισμό με έναν τρόπο αρκετά ιδιαίτερο. Τον συνέδεσε με τα τρυφερά συναισθήματα του παππού προς τη γιαγιά και την αγωνία του ότι θα τον εγκαταλείψει. Το συναίσθημα της εγκατάλειψης υπάρχει γενικά στα λόγια της. Περιέγραφε τον πνιγμό με τρυφερά λόγια» είπε η ψυχολόγος και συνέχισε λέγοντας πως η κατηγορούμενη «τελικά τον συγχώρεσε γιατί έτσι της μεταφέρθηκε από τους παππούδες. Κρατούσε έξω ένα κομμάτι της εξωτερικής πραγματικότητας γιατί ο πατέρας της έμεινε ορφανός από μητέρα και χωρίς πατρική φροντίδα αφού μπήκε στη φυλακή ο πατέρας του. Αυτός ο τρόπος λειτουργίας της επηρέασε και τον τρόπο που μεγάλωσε τα παιδιά της».
«Με ρώτησε για κάμερες»
Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε ο νοσηλευτής Νίκος Γκότσης, ο οποίος είχε καταθέσει στην ανάκριση ότι η 34χρονη τον ρωτούσε αν το νοσοκομείο έχει κάμερες. «Μου φάνηκε περίεργο, στις κλινικές δεν υπάρχουν κάμερες, υπάρχουν προσωπικά δεδομένα…» είπε ο μάρτυρας τονίζοντας πως για τον ίδιο αυτό ήταν αυτονόητο.
Υπεράσπιση: Είχε γίνει γνωστό ότι υπήρχε περιστατικό κλοπής; Είχε γίνει φασαρία;
Μάρτυρας: Απλά αναφέρθηκε και έγιναν οι απαραίτητες ενέργειες.
Υπεράσπιση: Στο επεισόδιο βγήκε και σας φώναξε ή σας είπε απλώς ελάτε στο δωμάτιο;
Μάρτυρας: Ήταν ήρεμη. Έχω δει ανθρώπους να φωνάζουν, να είναι αναστατωμένοι.
Στην κατάσταση της Τζωρτζίνας την ημέρα της εισαγωγής της στο Παίδων Αγλαΐα Κυριακού αναφέρθηκε στην κατάθεση της η νοσηλεύτρια Μαρία Κορρέ. Η μάρτυρας ανέφερε πως το παιδί «ήταν αιμοδυναμικά σταθερό με καλή ανάσα και χρώμα» και θυμήθηκε πως στο πλευρό του ήταν και οι δυο γονείς του.