Εικόνες που ξεπερνούν αυτές μεγάλων χολιγουντιανών παραγωγών μεταφέρονται μέσα από τις καταθέσεις των συγγενών θυμάτων της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι.
Η πύρινη λαίλαπα σάρωσε την περιοχή αλλά και τις ζωές των κατοίκων της περιοχής που ξαναζούν μέσα από τις αφηγήσεις τους τη φρίκη, το φόβο και την απώλεια καταγγέλλοντας πως δεν είχαν βοήθεια από το κράτος.
«Η μητέρα μου δεν πέθανε, δολοφονήθηκε» ανέφερε καταθέτοντας στο δικαστήριο ο Νίκος Γιαννόπουλος, ο οποίος έχασε στις φλόγες την 84χρονη μητέρα του. «Παρέλαβα τη μητέρα μου σε μια σακούλα σούπερ μάρκετ» είπε φορτισμένος ο μάρτυρας ο οποίος σημείωσε πως αν και είχε ψάξει πολλές φορές στο καμένο σπίτι τους δεν είχε καταφέρει να εντοπίσει τη μητέρα του.
«Με τις τόσες φορές που μπήκα στο σπίτι για να την ψάξω δε μπορούσα να διανοηθώ ότι αυτό που νόμιζα καμένη κουρτίνα μπάνιου, ήταν η μητέρα μου» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο μάρτυρας έστρεψε τα βέλη του στον δήμαρχο της περιοχής Ευάγγελο Μπουρνούς τον οποίο κατηγόρησε για παραπληροφόρηση που κόστισε ζωές.
«Γύρω στις πέντε παρά δέκα με πήρε η σύζυγος μου πανικόβλητη. «Έλα σπίτι γρήγορα νομίζω θα έχουμε πρόβλημα με τη φωτιά». Φτάνοντας στις 17.20 στα φανάρια της Αττικής Οδού, ακούω τον Μπουρνούς να λέει κατά λέξη ότι υπάρχει φωτιά στο Νταού και εκκενώνεται το Λύρειο Ίδρυμα και αν ξεφύγει θα πάει βόρεια προς Διόνυσο. Πήρα τη γυναίκα μου και της το είπα και πήρα και τη μητέρα μου και ήταν μια χαρά. Ο δρόμος άδειος κι ο κόσμος ήρεμος» περίγραψε και στη συνέχεια ανέφερε πως από την ηρεμία βρέθηκαν στο απόλυτο χάος. «Φτάνω στο σπίτι και βλέπω μια σύζυγο να ουρλιάζει. «Νίκο φεύγουμε!». Της λέω ηρέμησε πάει άλλου η φωτιά. Στις 6 κόβεται το ρεύμα. Έπρεπε να βγάλω το αμάξι από το γκαράζ. Πήραμε δυο αυτοκίνητα και πηγαίναμε προς Αγία Μαρίνα. Βγαίνω στη Μαραθώνος, βρέθηκε αστυνομικός που ήθελε να με στείλει στο Μάτι. Τον αγνόησα βρίζοντας και έφυγα. Πήρα τη μητέρα μου “έρχομαι να σε πάρω μην ανησυχείς”. Ήταν η τελευταία συνομιλία με τη μητέρα μου» είπε ο μάρτυρας συγκινημένος.
«Γύρω στις 20.30 είχε πέσει ο αέρας να πάω προς το Μάτι. Άφησα το αμάξι λίγο πριν τα ξενοδοχεία. Δεν ξέρω πως είναι η κόλαση, αλλά αυτό που αντίκρισα ήταν 10 φορές χειρότερο» είπε και συνέχισε: «Φτάνοντας έξω από το σπίτι βλέπω ένα αμάξι με δυο καμένους μέσα. Βρήκα την πόρτα του σπιτιού σπασμένη. Λέω κάποιος θα μπήκε να τη σώσει. Φώναζα τη μητέρα μου, δεν υπήρχε απόκριση. Πήγα στα νοσοκομεία να την ψάξω. Λέω στη γυναίκα μου με αυτά που είδα στο Μάτι, υπάρχουν νεκροί έχει γίνει χαμός. Μου λέει “τι λες!” Και μου δείχνει το βίντεο με τον πρωθυπουργό και την περιφερειάρχη. Μας κορόιδευαν ότι δεν υπάρχουν νεκροί. Στις 19.30 υπήρχε φίλος που είχε δει 30 καμένους».
«Είδα σάκους με πεθαμένους, αλλόφρονες ανθρώπους να τρέχουν. Δεν υπήρχε κράτος ήμαστε εγκαταλελειμμένοι και σήμερα ζούμε από τύχη… Δεν ξέρω τι σκέφτονταν, ήθελαν να μην υπάρχει κανένας μάρτυρας;» είπε .
«Μας ρώτησαν αν κάηκε από κατσαρόλα με νερό»
Η Μαρίνα Λαμπρίδου, ανεβαίνοντας στο βήμα του μάρτυρα, περιέγραψε πως μόνοι τους, χωρίς καμία βοήθεια, και με οδηγό τον εγκαυματία πατέρα της κατάφεραν να ξεφύγουν από τις φλόγες «που ξεπερνούσαν τα δυο μέτρα» και να φτάσουν στο Κέντρο Υγείας Νέας Μάκρης όπου δεν είχαν ενημερωθεί για την πύρινη λαίλαπα.
«Ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος εγκαυματίας. Στο ΚΥ δεν είχαν ενημερωθεί για τη φωτιά μάλιστα τον ρώτησαν αν κάηκε από κατσαρόλα με νερό» ανέφερε χαρακτηριστικά η μάρτυρας η οποία πρόσθεσε πως πατέρας της έφυγε από τη ζωή λίγες ημέρες αργότερα και η μητέρα της πριν λίγους μήνες από τη στεναχώρια της.
«Ακόμη ζούμε τον πανικό …» είπε και περίγραψε τις εικόνες αποκάλυψης με τις οποίες ήρθαν αντιμέτωποι. «Δεν θεωρήσαμε ότι θα μπορούσε να φτάσει σε εμάς. Φοβηθήκαμε όταν κόπηκε το ρεύμα. Ήμουν μέσα στο σπίτι με την μητέρα μου, έπαθα κρίση πανικού. Ο πατέρας μου ήταν έξω. Όταν κάποια στιγμή μπήκε στο σπίτι φώναζε “καίγομαι πονάω”. Την ώρα που φεύγαμε η φωτιά είχε μπει στο οικόπεδο. «Βγαίνοντας από το σπίτι είχε καύτρες παντού» κατέθεσε και συνέχισε: «Μέχρι την πρώτη είσοδο του Βουτζά δεν ακούσαμε τίποτα. Βρήκαμε μετά ένα περιπολικό και ο πατέρας μου φώναζε “καίγομαι πονάω”. Φτάσαμε στη Νέα Μάκρη στο κέντρο υγείας. Δεν είχαν ιδέα για φωτιά. Μάλιστα τον ρώτησαν αν κάηκε από κατσαρόλα με νερό! Μετά άρχισε να φτάνει κόσμος. Ο μπαμπάς μου κατέληξε στις 26 Ιουλίου στο ΚΑΤ» .
«Θα καούμε ζωντανοί»
Η αδελφή της Βασιλική Λαμπρίδου βίωσε και η ίδια τον τρόμο έχοντας στην αγκαλιά της το μόλις 8 μηνών μωρό της.
«Ο σύζυγος μου στις 17.45 μου λέει “πάμε να φύγουμε από το σπίτι γιατί θα καούμε ζωντανοί“. Από το παράθυρο του σαλονιού έβλεπα το σπίτι των γονιών μου. Δεν έβλεπα σπίτι πλέον, μόνο μαύρους πυκνούς καπνούς. Πήραμε το παιδί και βγήκαμε έξω. Έπεφταν καύτρες. Είχε πέσει το ρεύμα. Προσπάθησα να καλέσω τους γονείς μου αλλά τίποτα. Μπήκα με το παιδί στο αμάξι, ο σύζυγός μου στο δικό του. Οδηγούσα σαν μια τρελή ένα smart με ένα 8 μηνών παιδί και δεν ήξερα που πηγαίνω. Φτάσαμε στο Ματι, ξεκίνησε το μποτιλιάρισμα αλλά ήμασταν από τους τυχερούς» είπε η μάρτυρας και περίγραψε πως έμαθε για τον πατέρα της.
«Μετά τις 6 βρίσκω την αδελφή μου και μου λέει ότι είναι στο κέντρο υγείας και ο μπαμπάς έχει καεί. Πήγα εκεί και δεν είχαν ιδέα για τη φωτιά! Τον παρέλαβαν στο ΚΑΤ και τον έριξαν σε κώμα για να μη νιώθει τον πόνο. Ήταν μέσα κι έξω καμένος περίπου στο 67%. Εμείς μάθαμε το θάνατο του πατέρα μας από τις ειδήσεις, δεν μας ενημέρωσαν έγκαιρα από το νοσοκομείο. Τον είχε κάψει το θερμικό κύμα και θεώρησε ότι έπρεπε να μπει στην πισίνα για να ηρεμήσει, οι γιατροί μας είπαν ότι ήταν λάθος αυτό βέβαια» ανέφερε.