Ο «έρωτας της ζωής» του Γιώργου Καΐρη χάθηκε μέσα στις φλόγες στο Μάτι. Η πολυαγαπημένη του Τάνια εγκλωβίστηκε μέσα στο σπίτι τους όπου παρέμεινε ζωντανή για περίπου μια ώρα ζητώντας βοήθεια η οποία δεν ήρθε. «Έζησε το θάνατο της» ανέφερε ο μάρτυρας σε μια σπαρακτική κατάθεση που συγκλόνισε.
«Της έδωσα το λόγο μου και της είπα: “Μη φοβάσαι θα ανέβω να σε πάρω”. Πώς μπορεί να συνεχίσεις να ζεις όταν έχεις δώσει το λόγο σου στον έρωτα της ζωής σου και δεν τον τήρησες; Δεν ξέρω πως υπάρχω…» είπε κλαίγοντας με λυγμούς ενώ αφηγήθηκε την συγκλονιστική στιγμή του τελευταίου «αντίο» όταν άγγιξε «τα παγωμένα χείλη της» λίγο πριν την μεταφέρουν μέσα σε ένα κίτρινο σάκο.
Ο μαυροφορεμένος άνδρας περιέγραψε τις τελευταίες στιγμές με τη σύντροφό του μέσα στο σπίτι τους στο Ν. Βουτζά όταν εκείνη την ημέρα «η Τάνια μου ζήτησε να φάμε στη τραπεζαρία. Ίσως διαισθάνονταν ότι θα ήταν το τελευταίο γεύμα που θα κάναμε μαζί».
«Γύρω στις 5:15 ακούσαμε ότι η φωτιά έχει πάει στο Νταού Πεντέλης. Κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά. Στις 5:20 της είπα «ντύσου εσύ, θα πάω στον Άγιο Ιωάννη να δω τι γίνεται» κατέθεσε ο μάρτυρας ο οποίος είπε πως στην συνέχεια έβαλε το αμάξι μέσα στο γκαράζ λέγοντας στους γείτονες , οι οποίοι είχαν ένα βρέφος 3 μηνών, «να φεύγουμε καιγόμαστε».
«Φωνάξαμε τα σκυλιά ήταν εκπαιδευμένα, μπήκαν αμέσως στο αμάξι. Η Τάνια μου ζήτησε να μπει μέσα στο σπίτι για να πάρει τα πράγματα της. Κοσμήματα, χρήματα και χαρτιά. Έβγαλα το αμάξι και μπήκα μέσα στο σπίτι δεν την έβλεπα. Φώναζα «Τάνια, Τάνια».
Νόμιζα ότι θα είχε βγει από την άλλη μεριά του σπιτιού. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχαν πάρει φωτιά τα πάντα. Δεν υπήρχε νερό, είχε κοπεί. ….Τα πάντα είχαν μαυρίσει. Η μέρα είχε γίνει νύχτα. Κανείς δεν υπήρχε. Με έκαιγε το θερμικό φορτίο, δεν μπορούσα να μπω στο σπίτι. Έχω στο μυαλό μου εικόνα να κάνω βήματα στον αέρα και να φωνάζω την Τάνια χωρίς η φωνή μου να βγαίνει» περιέγραψε ο μάρτυρας και συνέχισε αναφερόμενος στις προσπάθειες του να βρει βοήθεια χωρίς αποτέλεσμα. Δεν υπήρχε τίποτα, ούτε αστυνομία, ούτε πυροσβεστική, ούτε κανείς από το Δήμο, ανέφερε χαρακτηριστικά σημειώνοντας πως το μόνο που κατάφερε ήταν να βρει ένα τηλέφωνο από το οποίο τηλεφώνησε στη γυναίκα του. «Μου είπε: «Καίγονται τα πάντα, δεν ξέρω τι να κάνω». Ίσως είναι το πιο τραγικό σημείο. Της είπα: «Μη φοβάσαι, της έδωσα το λόγο μου: «Θα ανέβω να σε πάρω». Πως μπορείς να συνεχίσεις να ζεις όταν έχεις δώσει το λόγο σου στον έρωτα της ζωή σου και δεν τον έσωσες. Δεν ξέρω πως υπάρχω. … Κάποια στιγμή γύρω στις 8 εμφανίστηκε ένα βανάκι της Πυροσβεστικής. Κλαίγοντας και ουρλιάζοντας το σταμάτησα. «Βοήθησε με. Η γυναίκα μου ζει πάμε να την πάρουμε» τους είπα. Γύρισε και μου είπε: «Εγώ είμαι εδώ για άλλη δουλειά και σηκώθηκε και έφυγε» είπε κλαίγοντας.
«Πώς να φιλήσεις τον έρωτα της ζωής σου»
Ο μάρτυρας μίλησε για την σοκαριστική στιγμή που εντόπισε τη σύζυγο του νεκρή. «Μπήκαμε στο σπίτι …Ούρλιαζα και ένας πυροσβέστης με έβγαλε έξω. …Έμεινε αβοήθητη μια ολόκληρη ώρα. Κάποιοι την ώρα που εμείς καιγόμαστε είχαν πάει με τις φιλενάδες τους βόλτα και πηγαίνανε για καφέ ενώ ξέρανε τι συνέβη… Εν καιρώ ειρήνης στην Ανατολική Αττική έγινε πόλεμος από την ανυπαρξία του κράτους και όλων των υποδομών του. Μας αφήσανε να καούμε παντελώς. Μόνο ένα γιατρό είδα, διασώστη. Πάνω στη μηχανή του να πετάει το κράνος του κάτω και να λέει «δεν μπορώ είναι ο τέταρτος νεκρός και δεν πρόλαβα…».
Ράγισαν καρδιές όταν ο μάρτυρας περιέγραψε πως την ώρα που η Πυροσβεστική περισυνέλεξε τη σορό της, εκείνος τους ζήτησε να ανοίξουν το σάκο για να τη χαιρετήσει. «Ο ήχος του φερμουάρ τρυπάει το κεφάλι μου. Και πώς να φιλήσεις τον έρωτα της ζωής σου για 21 ολόκληρα χρόνια; Τα χείλια της ήταν παγωμένα…» είπε ο μάρτυρας τρέμοντας και συνέχισε λέγοντας: «Μετά από όλο αυτό δεν είχα που να μείνω. Κοιμόμουν τέσσερις ημέρες στο αυτοκίνητο. Πήγα στο πολιτιστικό κέντρο Νέας Μάκρης να πάρω εσώρουχα. Η απόλυτη ξεφτίλα. Και βρέθηκε ένας άνθρωπος και δυο κυρίες που μας επέτρεψαν δωρεάν να μείνουμε σε ένα ξενοδοχείο. Αυτό όφειλε να το κάνει το κράτος. Αυτό το κράτος της ντροπής θα έπρεπε να έχει σκεφτεί να χορηγηθούν οι τάφοι δωρεάν ώστε να μην υπάρχουν εκταφές. Διανοείστε ότι έχουν ξεκινήσει οι εκταφές; Υπάρχει άνθρωπος που από το Δήμο Αθηναίων του είπαν να κάνει εκταφή αλλιώς «θα πληρώσεις». Έκαιγε η φωτιά 77 λεπτά μέχρι να μπει μέσα στον οικισμό. Οι κατασκηνώσεις στις 5 εκκενώθηκαν. Ένας δεν υπήρχε να μας πει «φύγετε;». Ξέρετε τι μου έμεινε κυρία πρόεδρε; Αυτό εδώ; (σ.σ. δείχνει στην έδρα ένα σακουλάκι). Είναι ότι απέμεινε από τον έρωτα της ζωής μου. Είναι αυτά που φόραγε. Να το ρολόι της. Η περιουσία μου είναι αυτή η σακούλα τίποτα άλλο».
Ο κ. Καίρης συγκίνησε όταν κλείνοντας την κατάθεση του διάβασε λίγους στίχους στη μνήμη της γυναίκας του.
«Πέθανε σαν ποντίκι μες στη φάκα»
Ο γιός της Τάνιας, Έκτωρας Διαμαντίδης μίλησε στο δικαστήριο για τις απεγνωσμένες προσπάθειες τους να την εντοπίσουν μέσα στο χάος που επικρατούσε. «Από την ημέρα που την έχασα, έχασα το χαμόγελο από τα χείλη μου. Ήμουν δεμένος μαζί της. Κάποιος της στέρησε τη δυνατότητα να γνωρίσει την εγγονή της» κατέθεσε συγκινημένος ο μάρτυρας ο οποίος αφηγήθηκε πως όταν τη μοιραία ημέρα κατάλαβε ότι η μητέρα του κινδυνεύει την κάλεσε στο τηλέφωνο. «Δεν απαντούσε. Γύρω στις 6:40 την βρήκα. Κατάλαβα ότι τίποτα δε πάει καλά. Άκουγα ουρλιαχτά από μέσα. «Έκτωρα τρέχω να σωθώ καίγομαι» μου είπε.» περιέγραψε και στη συνέχεια αναφέρθηκε στην προσπάθεια του να επικοινωνήσει με τον πατριό του. «Τίποτα. Δεν κατάφερα να επικοινωνήσω, ούτε με την Πυροσβεστική, ούτε με την Αστυνομία. Κανείς δεν απαντούσε. Ήταν όλοι απών. Γύρω στις 9 το βράδυ κατάφερα να βρω τον πατριό μου. Με τρεμάμενη φωνή μου είπε να φανώ δυνατός και ότι η μητέρα μου έχει πεθάνει εντός της σπιτιού» κατέθεσε συμπληρώνοντας πως έπαθε κρίση πανικού και ζητούσε να της μιλήσει.
Ο μάρτυρας επεσήμανε πως στη διαδρομή που έκανε με συγγενικά του πρόσωπα προς τη Νέα Μάκρη δεν είδε κάποιο περιπολικό ή πυροσβεστικό όχημα που να ενημερώνει τους πολίτες. « Είπαμε να δηλώσουμε τη μητέρα μου αγνοούμενη, τα κινητά της χτυπούσαν ακόμη. ……. Ξεκινήσαμε για το σπίτι δεν υπήρχε κανένας να μας σταματήσει» είπε δίνοντας στο δικαστήριο την εικόνα που αντίκρισαν όταν έφτασαν στο σπίτι τους. «Σπίτια και αμάξια καιγόντουσαν. Δεν υπήρχε ρεύμα. Την ώρα που φτάσαμε ένα κομμάτι του σπιτιού σιγοκαίγονταν. Ο πατριός μου και εγώ μπήκαμε μέσα. Δεν ξέραμε που πατούσαμε αν θα υποχωρήσει το σπίτι ολόκληρο Είχαμε ανοίξει τα φλας των κινητών για να βλέπουμε. Κάποια στιγμή ο θείος έστρεψε το φακό προς τη κουζίνα. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ο πατριός μου να ουρλιάζει στον πατέρα μου «Γιώργο μη». Έχω κενό μνήμης μου τα είπαν μετά. Με άρπαξαν και με έβγαλαν έξω. Στις 5 το πρωί εμφανίστηκε ένα πυροσβεστικό που έτυχε να περνάει από τη περιοχή. Ο ένας πυροσβέστης πήγε με το πατριό μου μέσα στο σπίτι για να του υποδείξει που είναι η μητέρα μου. Κάποια στιγμή μας είπαν «θα έρθουν τα ΕΜΑΚ με πυροσβέστες να τη βγάλουν. Ήρθαν στις 7 το πρωί» κατέθεσε.
«Παίζανε μπαλάκι τους νεκρούς»
Συγκινημένος ο μάρτυρας συνέχισε λέγοντας: «Να βλέπεις τη μητέρα σου να βγαίνει σε ένα φορείο πάνω σε πορτοκαλί σακούλι δεν είναι ότι πιο ευχαριστώ. Δεν ήρθε να τη παραλάβει ασθενοφόρο. Πήγαμε στο Γουδί. Η κατάσταση εκεί ήταν εφιαλτική. Γονείς και άνθρωποι ούρλιαζαν. Τότε μας είπαν να πάμε στο Σχιστό. Μας παίζανε μπαλάκι. Εκεί δε θα ξεχάσω μια μάνα πανιασμένη να ψάχνει τα παιδιά της. Ήταν 11 παιδιά που πέθαναν, τα οποία σύμφωνα με το κράτος έχουν 95% ευθύνη γιατί τα σκότωσαν. Όταν μετά από μια εβδομάδα πήγε να πάρει τη μητέρα μου μας είπαν να μην τη δω γιατί ήταν σε αποσύνθεση επειδή ήταν εκτός ψυγείου. Η προσβολή των νεκρών συνεχίζονταν. Πέθανε σαν ποντίκι μες στη φάκα. Στο Μάτι ήμασταν μόνοι μας χωρίς βοήθεια. Όλοι ήταν στη Κινέττα λόγω της Motor Oil έμειναν εκεί για να μην ξαναπιάσει…. Όπως και ο κατηγορούμενος, ο κ. Π. Είχε πάρει το δεσμό του να πάει για καφέ. Άνθρωποι καιγόντουσαν και αυτός είχε πάει για καφέ. Ποτέ δεν θα βγάλω αυτό το ηχητικό από το κεφάλι μου. Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη ούτε στο Κράτος, ούτε στην αστυνομία. Κανένας δεν μας βοήθησε. Ζήσανε μόνοι τους πεθάνανε μόνοι τους. Θα μπορούσαν να έχουν ενημερώσει τον κόσμο ότι κινδυνεύει, να έχουν φτιάξε ένα πλάνο για τη ασφαλή διαφυγή τους».
«Τράβηξα τον πατέρα μου από τις φλόγες έρποντας»
Τη συγκλονιστική προσπάθεια του να σώσει μέσα από τις φλόγες στο Μάτι τον τραυματισμένο πατέρα του ενώ η μητέρα του ήταν ήδη νεκρή περιέγραψε καταθέτοντας στο δικαστήριο ο Ευάγγελος Κωστόπουλος.
«Τον τράβηξα έρποντας» είπε ενώ αναφέρθηκε στις αγωνιώδεις προσπάθειες του να φτάσει με το μηχανάκι του στο Μάτι παραβιάζοντας τις απαγορεύσεις καθώς ήθελε να βοηθήσει τους γονείς του που είχαν ΧΑΠ. Η εικόνα που αντίκρισε ήταν απόκοσμη.
«Στην κατηφόρα προς το κόκκινο λιμανάκι είδα τον πρώτο νεκρό. Κάρβουνο. Ένας άλλος με μηχανάκι είχε κοκαλώσει και κοίταζε. Έφτασα κοντά στο σπίτι. Το τοπίο ήταν τρομακτικό. Δεν καταλάβαινες αν το σπίτι σου υπάρχει ή όχι. Δυο αμάξια καιγόντουσαν έξω από το σπίτι μας. Έτρεχαν όλα αλουμίνια ζάντες. … Σταμάτησα κάποια στιγμή από τις φλόγες. Δεν έβλεπα τίποτα. Τρομακτικό το τοπίο. Τέτοιες εικόνες ούτε σε ταινία δεν έχω δει» είπε προσθέτοντας πως το διπλανό σπίτι από το δικό τους είχε τυλιχτεί στις φλόγες που έφταναν τα είκοσι μέτρα. Ήταν ένα θέαμα που τον ακινητοποίηση αλλά η αγωνία να εντοπίσει τους γονείς του που κινδύνευαν τον έκανε να συνέλθει.
«Βρήκα τη μητέρα μου πεσμένη πίσω από το σπίτι. Κάηκε από το θερμικό κύμα. Είχε μουμιοποιηθεί. Η φλόγα ήταν 5 μέτρα από εκείνη. Προσπάθησα να πλησιάσω κι έπεσα κάτω. Έμεινα δέκα λεπτά. Ο αρχηγός της πυροσβεστικής μου είπε ότι βίωσα 300 βαθμούς τουλάχιστον…» περιέγραψε φορτισμένος και στη συνέχεια μίλησε για τη στιγμή που εντόπισε τον πατέρα του μέσα στο σπίτι.
«Απομακρύνθηκα και φώναζα στον πατέρα μου. Εκείνος φώναζε αλλά ήταν κάτω, καιγόταν η κουζίνα… Ήταν καμένος στα χέρια και τα πόδια. Μπήκα έρποντας, τον τράβηξα…». Ο μάρτυρας κατέθεσε πως για καλή τους τύχη το μοναδικό αυτοκίνητο που δεν είχε καεί ήταν το δικό τους και ο πατέρας του είχε στην τσέπη του τα κλειδιά.
«Τον πήρα στην πλάτη. Τον έβαλα μέσα και ξεκινήσαμε. Μεγάλο δώρο γιατί και τα κλειδιά τα είχε στην τσέπη .Αν τα είχε κάπου αλλού δεν θα προλαβαίναμε.» τόνισε συμπληρώνοντας πως πήγε τον πατέρα του που ήταν σε άσχημη κατάσταση στο Σωτηρία, δεν τον δέχτηκαν και στη συνέχεια στον Ευαγγελισμό όπου αμέσως τον διασωλήνωσαν. «Πέρασαν δύο μήνες στο νοσοκομείο. Τώρα είναι πολύ δύσκολη η κατάσταση του. Θα ήθελε να έχει φύγει….» είπε αναφερόμενος στον πατέρα του που εξακολουθεί να δίνει αγώνα.
«Απαρνήθηκα την ίδια τη μητέρα μου! Δεν την αναγνώριζα»
Στη βήμα του μάρτυρα ανέβηκε και η Παναγιώτα Μαλαίνου η οποία έχασε στην πύρινη λαίλαπα τη μητέρα της η οποία ήταν 73 ετών και βρισκόταν στο Μάτι μαζί με την εγγονή της η οποία κινδύνευσε.
Πέντε, περίπου, χρόνια μετά η γυναίκα εξακολουθεί να ψάχνει απαντήσεις στα μεγάλα «γιατί» που τη βασανίζουν. Η μάρτυρας περιέγραψε στο δικαστήριο πώς η μητέρα της με τη μικρή ανιψιά της έφυγαν από το σπίτι και πήγαν σε μια φιλική οικογένεια που είχε αυτοκίνητο για να φύγουν για Αθήνα. Ο δρόμος, όμως, είχε κλείσει και η φωτιά πλησίαζε οπότε αποφάσισαν να πάνε στην Αργυρά Ακτή. «Εκεί έπεφταν πέτρες, καύτρες, ξύλα.
Μπήκαν στην ακρογιαλιά για να σωθούν αλλά έρχονταν πράγματα στο κεφάλι τους. Άνεμος τράβηξε σαν σκούπα όλα όσα έπεφταν. Η ανίψια μου διασώθηκαν από ένα ψαράδικο. Η θάλασσα τη μητέρα μου την παρέσυρε στη Λούτσα, τη συνέλεξε κι εκείνη το ψαροκάικο, αλλά ήταν νεκρή…» είπε κλαίγοντας με λυγμούς και συνέχισε «Η μαμά μου κατέληξε. Το παιδί, η Ειρήνη μας , πέρασε πολύ άσχημα. Το παρακολουθούσαν παιδοψυχολόγοι…».
Η μάρτυρας κατέθεσε πως αν και γνώριζαν οι Αρχές το θάνατο της μητέρας της από τις πρώτες ώρες, της το είπαν μέρες μετά. «Αν μου το έλεγαν τότε, θα την αναγνώριζα εκείνη τη στιγμή, όχι ένα ανθρωπάκι της Μισελέν που μου έδειξαν μετά. Την είδα έπειτα από μέρες και απαρνήθηκα την ίδια τη μητέρα μου! Δεν την αναγνώριζα» είπε και ξέσπασε σε κλάματα.
«Γιατί έκλεισαν οι δρόμοι; Τα αυτοκίνητα ήταν μάζες λιωμένες. Είπα είμαι στη Βυρηττό; Δεν περίμενα να δω τέτοιες εικόνες. Τα πάντα σβηστά και λιωμένα. Ένιωσα τον τρόμο που βίωσε αυτό το παιδάκι, που έχασε τη γιαγιά της. Η οικογένεια μας ζει με αυτή τη σκιά αυτά τα 4 χρόνια. Η Ειρήνη μου τα δυο πρώτα χρόνια άφησε το σχολείο κι έκανε εκπαίδευση κατ’ οίκον» ανέφερε η μάρτυρας και μίλησε για το γολγοθά που έζησε αναζητώντας τη μητέρα της.
«Πήγα στο λιμεναρχείο να ρωτήσω για τη μητέρα μου και την ανιψιά μου. Έλεγα τα ονόματα. Την ανιψιά μου τη βρήκαν αμέσως, μου είπαν ότι την έχουν βρει. Όταν έλεγα το όνομα της μητέρας μου πηγαινοέφερναν έναν χαρτί και μου έλεγαν δεν ξέρουμε ψάξτε. Τότε όταν ήμουν στο Λιμεναρχείο δε μπορούσα να φανταστώ ότι θα έχει παρασυρθεί τόσο στη θάλασσα. Είχε φτάσει στη Λούτσα. Πήγα στη Ραφήνα στο αστυνομικό τμήμα, ξαναγύρισα στο Λιμεναρχείο κατά τις 9 μου είπαν ότι ήταν νεκρή» ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Ο γιος μου εγκλωβίστηκε στο δρόμο του θανάτου»
Κάνοντας την ευχή «να μη ξαναγίνει τέτοιο πράγμα» ο Ευάγγελος Χαμηλοθώρης κατέθεσε στο δικαστήριο πως τη μοιραία ημέρα έχασε το γιο του ο οποίος επέστρεφε από τη δουλειά του και εγκλωβίστηκε και στη συνέχεια τη σύζυγο του που δεν άντεξε την απώλεια.
Όπως είπε ήταν στο σπίτι με τη σύζυγο του όταν έμαθε για τη φωτιά
«Ο γιος μου εργαζόταν και σχόλασε στις 6. Μιλήσαμε και του είπαμε να προσέχει γιατί έχει φωτιά. Γύρω στις 18.30 είχαμε μια επικοινωνία. «Μπαμπά μας έμπλεξαν με τη φωτιά». Εκείνη την ώρα ακούστηκε ένα μπαμ και κόπηκε η επικοινωνία.» περιέγραψε και συνέχισε μιλώντας για τις ώρες αγωνίας που ακολούθησαν. «Θεωρήσαμε ότι έπεσαν οι γραμμές λόγω της φωτιάς. Έπειτα από μια ώρα πήγαμε στη αστυνομικό τμήμα της Ραφήνας να ρωτήσουμε αν υπάρχει εικόνα για τραυματίες ή νεκρούς. Αρχίσαμε την αναζήτηση του σε όλα τα νοσοκομεία. Συνεχίσαμε να ψάχνουμε και η κόρη μου έδωσε dna. Έδωσα κι εγώ και μου ανακοίνωσαν ότι ταυτοποιήθηκε η σορός. Ο γιος μου επέστρεφε από την εργασία του στο σπίτι μας στο Μαραθωνα.
Εγκλωβίστηκε στο δρόμο του θανάτου, όπως τον λέμε πια» κατέθεσε ενώ αναφέρθηκε στον ιατροδικαστή που του είπε πως το παιδί του δεν ταλαιπωρήθηκε γιατί είχε προηγουμένως λιποθυμήσει από τον καπνό. «Αυτό υποτίθεται είναι μια παρηγοριά. Η σύζυγος μου δεν είχε κανένα πρόβλημα υγείας. Από εκείνη την ημέρα κλείστηκε στον εαυτό της. Ύστερα από λίγο καιρό έπαθε καρδιακή προσβολή την ώρα του ύπνου. Γι’ αυτό δεν είναι εδώ. Μια ευχή μόνο, να μη ξαναγίνει τέτοιο πράγμα» κατέθεσε έντονα φορτισμένος