Να κριθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, Μανώλης Σοροπίδης, όπως και πρωτοδίκως για τη δολοφονία της Δώρας Ζέμπερης ζητά η εισαγγελέας της έδρας του Μικτού Ορκωτού Εφετείου της Αθήνας.
Η 32χρονη εφοριακός, Δώρα Ζέμπερη βρέθηκε δολοφονημένη τον Οκτώβριο του 2017 στο Β’ νεκροταφείο της Αθήνας με 14 μαχαιριές και σύμφωνα την εισαγγελέα δεν χωρεί καμία αμφιβολία για την ταυτότητα του δολοφόνου της, του ανθρώπου που έχει καταδικαστεί και πρωτόδικα για την υπόθεση.
«Είναι απολύτως βέβαιο ότι είναι ο δολοφόνος της Δώρας. Τα πλήγματα αυτά έγιναν με μανία, με ιδιαίτερο μίσος, από κάποιον που ήθελε να κάνει φόνο. Θα μπορούσε με κάποια επιπόλαια πλήγματα να απομακρυνθεί. Τα πλήγματα όπως βεβαιώνει ο ιατροδικαστής έγιναν από τον ίδιο άνθρωπο, με τα ίδια όργανα. Αυτός που δολοφόνησε τη Δώρα ήταν ένα πρόσωπο κι ήταν ο κατηγορούμενος. Θεωρώ ότι το ασφαλές συμπέρασμα είναι ότι η Δώρα δολοφονήθηκε από το συγκεκριμένο πρόσωπο. Κατά την άποψη μου υπάρχουν κάποια θολά σημεία στην υπόθεση τα οποία ωστόσο δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ένα συμπέρασμα που να την διαφωτίζει» επεσήμανε η εισαγγελέας.
Η δολοφονία της Δώρας Ζέμπερη
Στην έναρξη της αγόρευσης της αναφέρθηκε στο ιστορικό της υπόθεσης και στους αντιφατικούς και αλληλοσυγκρουόμενους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. «Ο κατηγορούμενος ο οποίος βρισκόταν ανάμεσα στα μνήματα της επιτέθηκε. Δεν γνωρίζουμε τις ακριβές συνθήκες. Το κίνητρο ήταν η αρπαγή της τσάντας της. Η Δώρα αντέδρασε πολύ έντονα. Είχε μέσα στην τσάντα το κινητό της και πιθανώς κάποια στικάκια από την εργασία της. Η Δώρα θέλησε να πάρει πίσω την τσάντα της. Έτσι ακολούθησε πάλη μεταξύ τους. Ο κατηγορούμενος είχε μαχαίρι και της κατέφερε αλλεπάληλα πλήγματα. 14. Δεν ήταν όλα θανατηφόρα. Θανατηφόρα ήταν στην καρδιά και πνεύμονες» επεσήμανε η εισαγγελέας.
Στο νεκροταφείο, όπως τόνισε η εισαγγελέας δεν υπήρχαν μάρτυρες ενώ στη συνέχεια είπε «ο δράστης πέταξε την τσάντα της σε ένα παρακείμενο οικόπεδο και έφυγε. Πούλησε το κινητό της στην Ομόνοια και πήρε και πέντε ευρώ που είχε στην τσάντα της».
Η εισαγγελέας εστίασε και στον χαρακτήρα της Δώρας αλλά και στις δυσκολίες που αντιμετώπιζε. «Ήταν νεαρή υπάλληλος στην Α ΔΟΥ Πειραιά, εξαιρετική, ευσυνείδητη. Ήταν ήσυχος άνθρωπος το απόλυτο στήριγμα για την οικογένεια της. Βοηθούσε τη μητέρα της, τα αδέλφια της και τον πατέρα της, οικονομικά. Η Δώρα έπαιρνε δάνεια για να εξοφλεί τα χρέη του πατέρα της. Στο σπίτι έφταναν τοκογλύφοι λόγω των χρεών του πατέρα. Ήταν εξαιρετική, ξεχωριστή κοπέλα η οποία ενώ ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος, όταν συνέβη ένα εργατικό ατύχημα σε ένα φίλο της και έφυγε από τη ζωή, βυθίστηκε στη θλίψη» είπε η εισαγγελέας.
Η εισαγγελική λειτουργός υπογράμισε ταυτόχρονα ότι η εφοριακός όπως καταθέτουν οι δικοί της άνθρωποι είχε κάποιες φοβίες για την εργασία της. «Φοβόταν μην κάνει κάποιο λάθος. Ο προιστάμενος της λέει ότι της ανέθετε τις πιο απλές υποθέσεις, δεν ήταν ακριβώς έτσι. Οι υποθέσεις οι σοβαρές που είχε αναλάβει η Δώρα, ήταν ενός εργολάβου από τη Σάμου, του είχαν επιβληθεί πρόστιμα. Αυτά τα πρόστιμα αποτελούν υποθέσεις με βάρος διότι θίγονται συμφέροντα. Αναφέρεται επίσης ότι κάποια στιγμή η Δώρα έχασε κάποιο αρχείο.
Τα αδέλφια της καταθέτουν ότι έδειχνε φοβισμένη. Μέσα σε ένα βιβλίο είχε τοποθετήσει 500 ευρώ και είχε δώσει pin κινητού. Είχε αναφέρει γεγονότα που την είχαν προβληματίσει ενώ την Κυριακή πριν γίνει π φόνος, λέγεται ότι είχε δεχθεί μήνυμα από άγνωστο να μην πάει ξανά στο νεκροταφείο. Είχε υποβάλει και αίτημα να φύγει από ΔΟΥ Πειραιά. Ο προιστάμενος λέει ότι δεν έχει σχέση θάνατος με φορολογικούς λόγους. Αυτό είναι μία άποψη» δήλωσε η εισαγγελέας σχετικά με τις συνθήκες εργασίας της Δώρας.