Τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα που τον οδήγησαν στο έγκλημα έδωσε ο 74χρονος ο οποίος ομολόγησε ότι πυροβόλησε και σκότωσε την εν διαστάσει σύζυγο του, στην Αγία Βαρβάρα. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος θα βρεθεί αύριο πρόσωπο με πρόσωπο με τον ανακριτή, στην προανακριτική του απολογία μιλά για ένα δύσκολο διαζύγιο με το θύμα με το οποίο γνωριζόταν περισσότερα από 40 χρόνια.
Ο κατηγορούμενος κάνει λόγο για οικονομικές διαφορές που αφορούσαν την πολυκατοικία στην Αγία Βαρβάρα αλλά και τα καθαριστήρια που διατηρούσαν, ενδοοικογενειακή βία, εξωσυζυγικές σχέσεις και απαξιωτικές συμπεριφορές.
«Η συμπεριφορά της προς εμένα ήταν τελείως απαράδεκτη. Κάθε τόσο μου έκανε μήνυση χωρίς λόγο και χωρίς να την έχω πειράξει ποτέ. Με προσέβαλε συνεχώς και μου πετούσε γλάστρες. Είχε κάνει τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου να μη μου μιλάνε, αποκόβοντας με από αυτά, με είχε χτυπήσει επανειλημμένα και με έβριζε συνεχώς με τα χειρότερα λόγια. Απέναντι σε μένα ήταν πολύ αχάριστη. Όλα αυτά τα χρόνια αισθανόμουν ψυχολογικά χάλια», ανέφερε ο ηλικιωμένος στους αστυνομικούς.
Σύμφωνα με τον κατηγορούμενο η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι την μοιραία ημέρα ήταν η άρνηση του θύματος να του δώσει τα κοσμήματα της αδελφής του που είχαν μεγάλη συναισθηματική αξία για τον ίδιο αλλά και ο τρόπος που του μίλησε. «Μετά απ’ όλα όσα είχα περάσει, τρελάθηκα και μην ξέροντας τι κάνω πυροβόλησα μία ή δύο φορές με το πιστόλι που είχα μαζί μου», ισχυρίστηκε ο 74χρονος προσθέτοντας πως είχε μαζί του το πιστόλι «απλά για να την φοβερίσω».
Έγκλημα στην Αγία Βαρβάρα: «Μακάρι να μην είχε συμβεί αυτό, το μετάνιωσα και ζητώ συγνώμη από τα παιδιά μου»
«Μακάρι να μην είχε συμβεί αυτό, το μετάνιωσα και ζητώ συγνώμη από τα παιδιά μου και από όλους», ανέφερε ο κατηγορούμενος ο οποίος συμπλήρωσε ότι παντρεύτηκε με την άτυχη γυναίκα το 1982 και από το 2017 βρίσκονταν σε διάσταση. Σύμφωνα με τον κατηγορούμενο ο πατέρας του ήταν εκείνος που από το 1960 λειτουργούσε καθαριστήριο, το οποίο λόγω οικονομικών προβλημάτων το 1980 το έγραψε στο όνομα της συζύγου του.
«Εγώ δούλευα στο κατάστημα αυτό και εκείνη βοηθούσε. Από το 1990 επεκτείναμε την δουλειά μας με καθαρισμό χαλιών», περιέγραψε προσθέτοντας ότι το 2003 αγόρασαν με δάνειο ένα οικόπεδο στην Αγία Βαρβάρα και έχτισαν πενταώροφη πολυκατοικία ώστε να έχουν από ένα διαμέρισμα τα παιδιά τους και τα υπόλοιπα να χρησιμοποιηθούν ως αποθήκη για τα χαλιά.
«Πληρώνω όλες τις δόσεις του δανείου έως τον Ιανουάριο του 2018, όταν εκείνη πήρε σύνταξη και τα ήθελε όλα δικά της. Εκείνη αρνούνταν να γράψει το κατάστημα στο όνομα μου, ενώ είχε διάφορες εξωσυζυγικές σχέσεις. Αρνούνταν την επικαρπία στην κόρη μου από το πρώτο γάμο και δεν την άφησε να φτιάξει το διαμέρισμα της, καθώς η πολυκατοικία ήταν και στο δικό της όνομα. Το 2012 έδιωξε την κόρη μου, η οποία δούλευε και εκείνη στο καθαριστήριο μας και προσέλαβε άνδρα, με τον οποίο είχε εξωσυζυγικές σχέσεις κάτι το οποίο εγώ έμαθα αργότερα» είπε ο 74χρονος στους αστυνομικούς.
Ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι έκανε υπομονή ενώ υποστήριξε πως υποχρεώθηκε να αγοράσει καινούργια μηχανήματα για τη δουλειά όταν του τα έκλεψαν προκειμένου η κόρη του να ξεκινήσει τη δική της επιχείρηση με καθαριστήριο. «Η σύζυγος μου πήρε και τα χρυσαφικά της αδερφής μου τα οποία είχα τοποθετήσει στο χρηματοκιβώτιο του μαγαζιού και είχαν ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για μένα. Τα κοσμήματα αυτά της τα είχα ζητήσει επανειλημμένα, αλλά και την επικαρπία της κόρης μου. Είχα, μάλιστα, πλήρως και τα έξοδα του συμβολαιογράφου. Το 2018 την είχα ρωτήσει τι είχε κάνει με την επικαρπία και τα χρήματα του συμβολαιογράφου και εκείνη μου ανέφερε ότι τα είχε ξοδέψει για να επισκευάσει το αυτοκίνητο της», ανέφερε ο κατηγορούμενος ο οποίος ισχυρίστηκε πως η εν διαστάσει σύζυγος του μετά από καβγά του είχε πετάξει απορρυπαντικό στα μάτια έπειτα από διαφωνία που είχαν.
«Φεύγοντας, μου πέταξε τα μάτια ένα πλαστικό κύπελλο με απορρυπαντικό, το οποίο μπήκε στα μάτια μου. Μετά από αυτό πήγα στο Αστυνομικό Τμήμα της Αγίας Βαρβάρας όπως με είχε συμβουλεύσει η δικηγόρος μου και κατέθεσα μήνυση για σωματική βλάβη. Ενώ ήμουν στο Αστυνομικό Τμήμα κάλεσε το 100 και ανέφερε ότι την λήστεψα. Τότε αστυνομικοί πήγαν να με συλλάβουν αλλά ο αξιωματικός υπηρεσίας που μου έπαιρνε κατάθεση είπε ότι έπρεπε πρώτα να ολοκληρώσω και μετά να πάω στο τμήμα Ασφάλειας», ανέφερε ο κατηγορούμενος συμπληρώνοντας ότι ο εισαγγελέας έκρινε πως η πράξη που τον κατηγορούσε τελικά η σύζυγος του δεν ήταν ληστεία αλλά ενδοοικογενειακή βία.
Αναφερόμενος στο μοιραίο απόγευμα της 3ης Ιουνίου ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως πήγε στο σπίτι του θύματος για να της ζητήσει για ακόμη μια φορά τα κοσμήματα της αδελφής του αλλά δεν την βρήκε. «Φεύγοντας, την βλέπω από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου μου να πλησιάζει στο σπίτι της. Εγώ στάθμευσα το αυτοκίνητο μου, γύρισα πίσω και της ζήτησα τα πράγματα της αδερφής μου, λέγοντας ότι η αδερφή μου ήταν σαν μάνα μου. Εκείνη τότε με εξύβρισε με την φράση «χέστηκα μ@@@@@». Εγώ, μετά απ’ όλα όσα είχα περάσει, τρελάθηκα και μην ξέροντας τι κάνω πυροβόλησα μία ή δύο φορές με το πιστόλι που είχα μαζί μου. Το πιστόλι το είχα πάρει μαζί μου απλά για να την φοβερίσω. Μακάρι να μην είχε συμβεί αυτό, το μετάνιωσα και ζητώ συγνώμη από τα παιδιά μου και από όλους», είπε σημειώνοντας πως από τη στεναχώρια του τον Νοέμβριο του 2018 είχε πάθει εγκεφαλικό και από τότε παίρνει φάρμακα.
Όταν ο κατηγορούμενος κλήθηκε να εξηγήσει πού βρήκε το όπλο του εγκλήματος ισχυρίστηκε ότι το είχε στην κατοχή του 8 χρόνια όταν το βρήκε από μια μετακόμιση σε φιλικό σπίτι και δεν είπε τίποτα σε κανέναν. «Είναι παλιό, δεν το έχω χρησιμοποιήσει ποτέ», ανέφερε και στη συνέχεια ισχυρίστηκε πως μετά το φονικό βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση και δεν θυμόταν τι έκανε. «Αργότερα, ενώ βρισκόμουν στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας πεζός, επικοινώνησα τηλεφωνικά με την κόρη μου και της ανέφερα ότι έγινε κάτι τρομερό. Εκείνη μου είπε να περιμένω εκεί που είμαι για να έρθει, αλλά εγώ έφυγα. Όλο το βράδυ περιπλανιόμουνα πεζός και έφτασα μέχρι το Σκαραμαγκά. Δε θυμάμαι κάτι περισσότερο. Δεν επέστρεψα καθόλου στο σπίτι. Το κινητό μου τηλέφωνο το είχα συνεχώς μαζί μου, είχε τελειώσει μπαταρία. Βρισκόμενος σε άθλια ψυχολογική κατάσταση το πρωί, πήγα στο σπίτι της κόρης μου, με την οποία μίλησα και εκδήλωσα την επιθυμία να παραδοθώ στην αστυνομία, καθώς είμαι μετανιωμένος. Εκείνη επικοινώνησε με το δικηγόρο και το απόγευμα της ίδιας μέρας παραδόθηκα στην αστυνομία παραδίδοντας ταυτόχρονα και το πιστόλι με το οποίο είχα πυροβολήσει», υποστήριξε.