Την ευθύνη για την επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα στην Τράπεζα της Ελλάδος ανέλαβε με επιστολή του από τις φυλακές Διαβατών ο Νίκος Μαζιώτης.
Η επίθεση στην τράπεζα είχε γίνει στις 10 Απριλίου του 2014.
Ο Νίκος Μαζιώτης υπογράφει ως μέλος του Επαναστατικού Αγώνα. Μάλιστα κάνει αναφορά και στη σύντροφο και μητέρα του παιδιού του, Π. Ρούπα: «για μένα και τη συντρόφισσα Ρούπα τίποτα δεν τελείωσε με τις συλλήψεις μας».
Διαβάστε το πλήρες κείμενο της επιστολής που δημοσιεύεται στο indymedia:
«Αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη ως μέλος του Επαναστατικού Αγώνα για την επίθεση της οργάνωσης με 75 κιλά εκρηκτικά στις 10 Απριλίου του 2014 στη Διεύθυνση Εποπτείας της Τράπεζας της Ελλάδας, όπου στεγάζεται και το γραφείο του μόνιμου αντιπρόσωπου του Διεθνούς Νομισματικού ταμείου στην Ελλάδα. Η επίθεση αυτή είναι μια απάντηση στην πολιτική γενοκτονίας που έχει επιβληθεί στο λαό εδώ και τέσσερα χρόνια από το υπερεθνικό κεφάλαιο μέσω του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του ελληνικού κράτους. Η πολιτική ευστοχία αυτής της ενέργειας ήταν τέτοια που έπληξε όχι μόνο ένα μηχανισμό επιβολής της πολιτικής λεηλασίας του υπερεθνικού κεφαλαίου, αφού η Τράπεζα της Ελλάδας είναι παράρτημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που έχει έδρα τη Φρανκφούρτη, αλλά και τα κεντρικά γραφεία της Τράπεζας Πειραιώς, η οποία έχει εξελιχθεί σε μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές συστημικές τράπεζες και πρωταγωνίστησε στη λεηλασία του λαού, επωφελούμενη από τα μνημόνια.
Αυτή η επίθεση είναι συνέχεια της στρατηγικής της οργάνωσης, η οποία είχε εκπονηθεί το 2008 και είχε ως αιχμή τη συστημική κρίση. Η στρατηγική αυτή αποσκοπεί να χτυπήσει υποδομές του υπερεθνικού και ντόπιου κεφαλαίου, θεσμούς και πρόσωπα που ευθύνονται για την κρίση και την πολιτική διάσωσης του συστήματος. Η πολιτική διάσωσης του συστήματος και της ελληνικής οικονομίας δεν αφορά παρά μόνο το μεγάλο κεφάλαιο, αφορά την υπερεθνική άρχουσα τάξη και τους ισχυρούς δανειστές της χώρας, αφορά τις δομές και τους θεσμούς του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, αφορά τα κράτη και το πολιτικό προσωπικό στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, αφορά τους κάθε λογής λακέδες του καθεστώτος που το στηρίζουν με κάθε τίμημα. Αφορά μια αισχρή μειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Αυτούς που δεν αφορά αυτή η σωτηρία, και που αντιθέτως πλήρωσαν και πληρώνουν με αίμα τη σωτηρία του συστήματος από την κρίση, είναι η πλειοψηφία του λαού.
Βάσει αυτής της στρατηγικής επιδιώκαμε χτυπήματα όχι τόσο συμβολικά, όσο χτυπήματα σαμποτάζ που στόχευαν την όσο γίνεται μεγαλύτερη καταστροφή υποδομών του συστήματος, όπως παραδείγματος χάριν τραπεζών ή εταιρειών. Γι’ αυτό και στις επιθέσεις που ακολούθησαν χρησιμοποιήθηκαν μεγάλες ποσότητες εκρηκτικών με σκοπό να σαμποτάρουμε και να υπονομεύσουμε τη δραστηριότητα τραπεζών ή εταιρειών κολοσσών στη χώρα. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής καμπάνιας, ο Επαναστατικός Αγώνας πραγματοποίησε το 2009, πέρα από την ένοπλη επίθεση εναντίον των αστυνομικών των ΜΑΤ στα Εξάρχεια που είχε γίνει ως αντίποινα στη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, τέσσερις επιθέσεις: την απόπειρα ανατίναξης των κεντρικών γραφείων της Citibank στην Κηφισιά με 125 κιλά εκρηκτικά, την επίθεση σε υποκατάστημα της Citibank στη Νέα Ιωνία, την ανατίναξη υποκαταστήματος της Eurobank στην Αργυρούπολη, την επίθεση με 150 κιλά εκρηκτικά στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Τον Μάρτιο του 2010, η απόπειρα απαλλοτρίωσης αυτοκινήτου στη Δάφνη, κατά την οποία σκοτώθηκε ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας, έγινε για να πραγματοποιηθεί μια επίθεση στα πλαίσια της ίδιας στρατηγικής. Ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας αγωνίστηκε και έδωσε τη ζωή του για να μην περάσει το μνημόνιο, για να μην περάσει η σύγχρονη χούντα του υπερεθνικού κεφαλαίου, η χούντα της Τρόικας και του ελληνικού κράτους. Ο Λάμπρος Φούντας αγωνίστηκε και έδωσε τη ζωή του για να γίνει η κρίση ευκαιρία για την κοινωνική επανάσταση στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και η επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας είναι αφιερωμένη σε αυτόν και η ανάληψη έγινε στο όνομά του, Κομάντο Λάμπρος Φούντας. Γιατί η καλύτερη απόδοση τιμής σε ένα σύντροφο που έδωσε τη ζωή του στον αγώνα είναι η συνέχιση του ίδιου του αγώνα για τον οποίο έπεσε πολεμώντας.
Η επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας, στις 10 Απρίλη 2014, επιλέχθηκε να γίνει την ίδια μέρα που το ελληνικό κράτος, μετά από πέντε χρόνια αποκλεισμού, βγήκε στις αγορές να δανειστεί, παίρνοντας έτσι την επιβράβευση για την πολιτική κοινωνικής γενοκτονίας που εφαρμόστηκε τα τέσσερα τελευταία χρόνια από τους φασίστες της Τρόικας και του ελληνικού κράτους. Ήταν μια απάντηση-υποδοχή στην εκπρόσωπο της επιβολής των πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών και της λιτότητας που επιβάλλονται στην Ευρώπη, στη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, η οποία θα ερχόταν την επομένη για να επιβραβεύσει την «επιτυχία» του ελληνικού πειράματος, χαϊδεύοντας τα αυτιά του Έλληνα υποτελούς κουίσλινγκ, πρωθυπουργού Σαμαρά.
Η επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας ήταν μια απάντηση στην πολιτική της μαζικής κοινωνικής εκκαθάρισης πλεονάζοντος πληθυσμού και πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού, αυτούς που το σύστημα δεν τους χρειάζεται και τους πετά στα σκουπίδια, θεωρώντας τους περιττούς. Ήταν μια απάντηση στην πολιτική των μαζικών δολοφονιών, των ανθρωποθυσιών και της κοινωνικής ευθανασίας, όπου 4.000 άνθρωποι θέτουν τέρμα στη ζωή τους γιατί τους στέρησαν τα πάντα και μαζί την αξιοπρέπειά τους, ενώ χιλιάδες αργοπεθαίνουν από τη φτώχεια, την εξαθλίωση, τις αρρώστιες, τη στέρηση ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Ήταν μια απάντηση στην πολιτική που οδήγησε 5.000.000 ανθρώπους στα όρια της φτώχειας, 2.500.000 στην απόλυτη εξαθλίωση, 1.500.000 στην ανεργία, τη στιγμή που χιλιάδες τρέφονται από τα σκουπίδια και τα συσσίτια, χιλιάδες είναι οι άστεγοι, ενώ αρκετές χιλιάδες ακόμα έχουν χάσει τα σπίτια τους λόγω χρεών.
Ο ελληνικός λαός υφίσταται απώλειες πολέμου σε καιρό ειρήνης την ίδια ώρα που οι δανειστές του υπερεθνικού κεφαλαίου, τα μέλη των κλιμακίων της Τρόικας, οι εγχώριοι τραπεζίτες, μεγαλοεπιχειρηματίες, πολιτικοί, ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί, οι μνημονιακοί βουλευτές, ζουν πλουσιοπάροχα, προστατευόμενοι από τα ένοπλα σκυλιά της αστυνομίας. Όσο λοιπόν και αν το καθεστώς και οι λακέδες του προσπαθούν να με παρουσιάσουν ως εγκληματία και τρομοκράτη και να πείσουν ότι η δράση του Επαναστατικού Αγώνα στρέφεται κατά της κοινωνίας, πολλοί από το λαό δεν ξεγελιούνται και γνωρίζουν ότι αυτοί που τους τρομοκρατούν, τους ληστεύουν, τους δολοφονούν, τους καταδικάζουν στη φτώχεια, την εξαθλίωση και τον αργό θάνατο είναι η κυβέρνηση, το κράτος, οι καπιταλιστές και οι τραπεζίτες, η ντόπια και διεθνής οικονομική και πολιτική ελίτ. Επιπλέον, αναγνωρίζουν ότι η δράση του Επαναστατικού Αγώνα είναι προς όφελος των φτωχών και του λαού και στρέφεται κατά των δημίων του. Ότι η δράση του Επαναστατικού Αγώνα είναι αντίσταση, είναι μια απάντηση, μια προσπάθεια να επιστραφεί η βία και η τρομοκρατία εναντίον των εχθρών του λαού.
Από το 2003 αγωνίζομαι με συνέπεια στις τάξεις του Επαναστατικού Αγώνα. Ο Επαναστατικός Αγώνας πραγματοποίησε μέχρι σήμερα 17 επιθέσεις βομβιστικές ή ένοπλες. Επιθέσεις σε δικαστήρια, σε αστυνομικά τμήματα και αστυνομικές δυνάμεις, επιθέσεις στα Υπουργεία Απασχόλησης και Οικονομίας, εναντίον του πρώην υπουργού Δημοσίας Τάξεως Βουλγαράκη, εναντίον της Πρεσβείας των ΗΠΑ, επιθέσεις σε τράπεζες πολυεθνικές και ελληνικές, στο Χρηματιστήριο Αθηνών και στην Τράπεζα της Ελλάδας. Από το 2003 είμαι μέλος μιας ένοπλης επαναστατικής οργάνωσης που διεξάγει ένα δυναμικό αγώνα για την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους, για την κοινωνική επανάσταση. Με τη δράση και το λόγο της η οργάνωση έγραψε και εξακολουθεί να γραφεί σημαντικές σελίδες στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.
Τον Απρίλιο του 2010 συνελήφθηκα στα πλαίσια της κατασταλτικής επιχείρησης του κράτους εναντίον της οργάνωσης, ένα μήνα μετά την ένοπλη συμπλοκή στη Δάφνη μεταξύ μελών του Επαναστατικού Αγώνα και αστυνομικών, κατά την οποία σκοτώθηκε ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας. Ο Λάμπρος Φούντας σκοτώθηκε σε προπαρασκευαστική ενέργεια της οργάνωσης, σε απόπειρα απαλλοτρίωσης αυτοκινήτου που θα χρησίμευε σε επίθεση, σε μια προσπάθεια ανάσχεσης της πολιτικής διάσωσης του συστήματος. Σε μια προσπάθεια ανάσχεσης της πιο άγριας επίθεσης του υπερεθνικού κεφαλαίου και του κράτους εναντίον του λαού.
Από την πρώτη στιγμή της σύλληψής μου ανέλαβα την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής μου στην οργάνωση και υπερασπίστηκα όλες τις επιθέσεις που έχει πραγματοποιήσει, καθώς και το σύντροφο Λάμπρο Φούντα. Για τη στάση μου αυτή καταδικάστηκα, μαζί με τη συντρόφισσα Πόλα Ρούπα, στη δίκη που έγινε εναντίον της οργάνωσης –δίκη η οποία διεξήχθη μετά την παρέλευση του 18μηνου και ενώ είχαμε αποφυλακιστεί– σε πενήντα χρόνια κάθειρξη ή σε 25 χρόνια εκτιθείσα ποινή. Αρκετό καιρό πριν την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, και αφού είχαμε σταθεί απόλυτα συνεπείς απέναντι στο Ειδικό Δικαστήριο υπερασπιζόμενοι τον Επαναστατικό Αγώνα και τις ενέργειες που πραγματοποίησε, υπερασπιζόμενοι τον ένοπλο αγώνα ως άρρηκτο κομμάτι του αγώνα και του κινήματος για την κοινωνική επανάσταση, μαζί με τη συντρόφισσα Ρούπα αποφασίσαμε να σπάσουμε τους περιοριστικούς όρους και να περάσουμε στην παρανομία.
Επιλέξαμε την παρανομία όχι μόνο για να είμαστε ελεύθεροι και να αποφύγουμε τη φυλακή, αλλά πρωτίστως για να συνεχίσουμε τον ένοπλο αγώνα μέσα στις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί μετά την υπαγωγή της χώρας στην εξουσία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Επιλέξαμε την παρανομία για να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για την κοινωνική επανάσταση, για να βοηθήσουμε να αφυπνιστεί ο λαός, να κατανοήσει ότι η επανάσταση, η ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους, είναι η μόνη ρεαλιστική λύση και πρόταση στα δεινά του. Επιλέξαμε την παρανομία για να συνεχίσουμε τον αγώνα για τον ελευθεριακό κομμουνισμό και την αναρχία.
Για μένα και τη συντρόφισσα Ρούπα τίποτα δεν τελείωσε με τις συλλήψεις μας. Αντιθέτως, όχι μόνο διατηρήσαμε ζωντανό τον Επαναστατικό Αγώνα μετά τη σύλληψή μας, κατά τη διάρκεια της προφυλάκισης και της δίκης, αλλά ήμασταν πεπεισμένοι ότι η ένοπλη επαναδραστηριοποίηση της οργάνωσης ήταν και είναι αναγκαία στις υπάρχουσες συνθήκες. Μετά την σύλληψή μου στις 16 Ιουλίου, όπου συνελήφθηκα τραυματισμένος μετά από ένοπλη συμπλοκή και καταδίωξη στο Μοναστηράκι και ως κρατούμενος πλέον, παραμένω μέλος του Επαναστατικού Αγώνα, παραμένω πιστός στις αρχές και στη στρατηγική της οργάνωσης και από τη φυλακή υποστηρίζω τη συνέχιση της δράσης της οργάνωσης.
Η στρατηγική δράσης του Επαναστατικού Αγώνα αποσκοπεί στο να διαμορφώσει ένα ασταθές και ανασφαλές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον για τις επενδύσεις του υπερεθνικού κεφαλαίου στην Ελλάδα, ένα ασταθές και ανασφαλές περιβάλλον για τις ιδιωτικοποιήσεις και το ξεπούλημα της περιουσίας του λαού στα κοράκια της υπερεθνικής και ντόπιας οικονομικής ολιγαρχίας.
Την περίοδο από την υπογραφή του 1ου μνημονίου τον Μάιο του 2010 ως το καλοκαίρι του 2012, οι μεγάλες και μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις, που συνοδεύτηκαν από βίαιες συγκρούσεις κομματιών της νεολαίας και του λαού με τους πραιτοριανούς του καθεστώτος, δεν κατάφεραν στο ελάχιστο να φρενάρουν τα αντιλαϊκά και αντικοινωνικά μέτρα των κυβερνήσεων και την άγρια επίθεση του υπερεθνικού κεφαλαίου. Σε αυτή την περίοδο αποδείχτηκε αφενός η έλλειψη ενός επαναστατικού κινήματος που θα εκμεταλλευόταν τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί από την απονομιμοποίηση του οικονομικού και πολιτικού συστήματος και που θα ήταν ικανό να δώσει απαντήσεις, να έχει προτάσεις και πρόγραμμα, να οργανώσει το λαό και να επιχειρήσει την ένοπλη ανατροπή και επανάσταση και αφετέρου αποδείχτηκε η έλλειψη της ένοπλης δράσης που σε συνδυασμό με τις λαϊκές κινητοποιήσεις θα έπαιζε αποσταθεροποιητικό ρόλο σε ένα ήδη παραπαίον σύστημα.
Ως Επαναστατικός Αγώνας έχουμε διατυπώσει την άποψη ότι ο ένοπλος αγώνας αποσκοπεί στην προοπτική ενός ανατρεπτικού κινήματος που «μπορεί να παίξει το ρόλο της πολιτικής πρωτοπορίας, να διαμορφώσει το αναγκαίο πολιτικό έδαφος για να μπορεί να αναπτυχθεί ένα κοινωνικά διευρυμένο ταξικό και πολιτικό ρεύμα ικανό να επιχειρήσει την ένοπλη προλεταριακή αντεπίθεση εναντίον του καθεστώτος και να πραγματώσει την κοινωνική επανάσταση». Τη διετία 2010-2012 δεν υπήρξαν πιο ευνοϊκές συνθήκες για μια επαναστατική απόπειρα στην Ελλάδα. Τα επόμενα δύο χρόνια, εφόσον η ευκαιρία της ανατροπής έμεινε ανεκμετάλλευτη, το παραπαίον σύστημα έχει σχετικά σταθεροποιηθεί.
Ο αναρχικός-αντιεξουσιαστικός, αλλά και ο ευρύτερος αντικαπιταλιστικός χώρος, δεν έπαιξαν το ρόλο τους σε αυτές τις συνθήκες ως όφειλαν. Οι μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις και οι συγκρούσεις της περιόδου 2010-2012 εξάντλησαν τη δυναμική τους και έδειξαν τα όριά τους, χωρίς να μπορέσουν να σταματήσουν την πολιτική των μνημονίων. Τραγική υπενθύμιση των αδιεξόδων των κινητοποιήσεων εκείνης της περιόδου και του «κινήματος των αγανακτισμένων» ήταν η αυτοκτονία του αγωνιστή Δημήτρη Χριστούλα, ο οποίος αυτοπυροβολήθηκε τον Απρίλιο του 2012 στο σημείο που γινόταν η Λαϊκή Συνέλευση στην πλατεία Συντάγματος. Ο Χριστούλας πέθανε δίνοντας το ξεκάθαρο πολιτικό μήνυμα ότι μόνο μία ένοπλη κοινωνική επανάσταση μπορεί να ανατρέψει τα αντιλαϊκά μέτρα που λαμβάνονταν και να ανατρέψει το καθεστώς, ευχόμενος ότι «η νεολαία θα πάρει τα καλάσνικωφ και θα κρεμάσει τους προδότες στην πλατεία Συντάγματος…».
Στο αμέσως επόμενο διάστημα τη σκυτάλη πήρε η καθίζηση των κοινωνικών αντιστάσεων, ενώ ο λαός αποσύρθηκε από τους δρόμους. Τη σκυτάλη των κοινωνικών αντιστάσεων πήρε το στημένο κοινοβουλευτικό παιχνίδι όπου αφενός η κυβέρνηση Σαμαρά, σε συνεργασία με τους εταίρους της ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, αναλαμβάνοντας τον Ιούνιο του 2012 τη διαχείριση της κρίσης, συνεχίζει με μεγαλύτερη οξύτητα και σφοδρότητα την αντιλαϊκή και αντικοινωνική επίθεση για λογαριασμό της υπερεθνικής ελίτ και των δανειστών και όπου, αφετέρου, η αξιωματική αντιπολίτευση του τυχοδιωκτικού, αλλοπρόσαλλου και αντιφατικού ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να κεφαλοποιήσει την κοινωνική οργή και δυσαρέσκεια για να αναλάβει αυτός τη διαχείριση της κρίσης και τον «εξανθρωπισμό» του συστήματος.
Δυστυχώς αρκετοί αναρχικοί, αποδεικνύοντας την απουσία ισχυρής πολιτικής βούλησης για αγώνα με προοπτική την ανατροπή και την επανάσταση, είναι διατεθειμένοι να ψηφήσουν ΣΥΡΙΖΑ έχοντας την αυταπάτη ότι μια ενδεχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελεί ανάχωμα στην άνοδο της ακροδεξιάς και ότι θα αλλάξουν ευνοϊκά τα πράγματα σε σχέση με τους πολιτικούς κρατούμενους και τους αντιτρομοκρατικούς νόμους. Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι όταν χάνονται ευκαιρίες για ανατροπή, ή περνούν ανεκμετάλλευτες, τη σκυτάλη παραλαμβάνουν η αντίδραση και η αντεπανάσταση. Η κυβέρνηση Σαμαρά εφάρμοσε μετά την εκλογή της μια φασιστική και ακροδεξιά πολιτική ατζέντα, το δόγμα της «μηδενικής ανοχής» και το «νόμος και τάξη» απέναντι στις κοινωνικές αντιστάσεις. Δεν υπήρξε απεργία εργαζομένων που να μην κηρύχθηκε παράνομη και καταχρηστική, όπως εκείνες στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και τους ναυτεργάτες, ενώ ανακαταλήφθηκε η Χαλυβουργία από τα ΜΑΤ μετά από πολύμηνη απεργία και κατάληψη του εργοστασίου από τους εργαζόμενους.
Το ίδιο διάστημα έχουμε τη ραγδαία άνοδο του νεοναζιστικού κόμματος, της Χρυσής Αυγής, το οποίο μπήκε στη Βουλή συσπειρώνοντας ένα μεγάλο κομμάτι των απογοητευμένων ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας, της ευρύτερης λαϊκής δεξιάς, του κέντρου κ.ά. Παρά τις αντιευρωπαϊκές και αντιμνημονιακές διακηρύξεις της για να ξεγελά τους εθνικά πληγωμένους ψηφοφόρους, ο αποκλειστικός ρόλος της Χρυσής Αυγής είναι αυτός της δύναμης κρούσης στην υπηρεσία του κεφαλαίου για την εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων του και την εξόντωση εξαθλιωμένων μεταναστών εργατών, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Παρά τη σχετική σταθεροποίηση του καθεστώτος στην Ελλάδα τα δύο τελευταία χρόνια, τίποτα δεν τελείωσε. Η καπιταλιστική μηχανή, όχι μόνο στην Ελλάδα και στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως, εξακολουθεί να είναι μπλοκαρισμένη. Παρά τις διακηρύξεις της ελληνικής κυβέρνησης, η πολιτική των μνημονίων ήρθε για να μείνει σε μόνιμη βάση. Το τέλος της κρίσης δεν φαίνεται καν στον ορίζοντα, με το ελληνικό χρέος να μην είναι βιώσιμο, αφού έχει εκτιναχθεί με τα προγράμματα διάσωσης και τα μνημόνια από το 129% του ΑΕΠ το 2009, στο 176% του ΑΕΠ το 2013. Ουσιαστικά, αυτό που διακυβεύεται είναι το τέλος της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, η διαδικασία της οποίας έχει μπλοκάρει με την κρίση, και το τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέσα στο ίδιο το σύμπλεγμα της ευρωπαϊκής οικονομικής και πολιτικής ελίτ, στο εσωτερικό της οποίας υπάρχουν συγκρούσεις και ανταγωνισμοί, πληθαίνουν οι φωνές των ευρωσκεπτικιστών οι οποίο υποστηρίζουν την επαναφορά του status της εθνικής κυριαρχίας και του εθνικού κράτους. Πρωταγωνιστές αυτής της τάσης είναι οι εθνικιστές, ακροδεξιοί και φασίστες, των οποίων η άνοδος φάνηκε στις τελευταίες ευρωεκλογές του περασμένου Μαΐου, όπου το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία βγήκε πρώτο, όπως και οι Βρετανοί ευρωσκεπτικιστές, ενώ στην Ελλάδα η Χρυσή Αυγή βγήκε τρίτο κόμμα αυξάνοντας τα ποσοστά της.
Ως αναρχικοί, ως Επαναστατικός Αγώνας, στην τελευταία προκήρυξη με την οποία αναλάβαμε την ευθύνη για την επίθεση στη Διεύθυνση Εποπτείας της Τράπεζας της Ελλάδας έχουμε καταθέσει τη δική μας οπτική για τις θέσεις και τις προτάσεις που πρέπει να έχει ένα επαναστατικό κίνημα προς την κατεύθυνση της ανατροπής του κεφαλαίου και του κράτους. Κατά την άποψή μας ένα επαναστατικό κίνημα πρέπει να έχει ένα ξεκάθαρο πολιτικό πρόγραμμα, ξεκάθαρες πολιτικές προτάσεις, με σκοπό να πείσει το λαό, τους εργαζόμενους, τους φτωχούς, για την αναγκαιότητα της επανάστασης, αφού τα συμφέροντα του λαού, της τάξης των εργαζομένων και των φτωχών ταυτίζονται με την αναγκαιότητα της ανατροπής του κεφαλαίου και του κράτους. Γι’ αυτό και στην τελευταία προκήρυξη δημοσιεύσαμε μία επαναστατική πλατφόρμα που να περιέχει τις προτάσεις και τις θέσεις που κατά την γνώμη μας πρέπει να έχει ένα αντικαπιταλιστικό επαναστατικό κίνημα, επιδιώκοντας παράλληλα να ανοίξει και ένας διάλογος πάνω στις θέσεις εκείνες που αποτελούν προϋπόθεση για την οργάνωση ενός κινήματος.
Ένα πολιτικό πρόγραμμα είναι απαραίτητο, γιατί πέρα από το γεγονός ότι εμπεριέχει τις θέσεις για μια αταξική κοινωνία, για μια κοινωνία ισότητας, ελευθερίας και αλληλεγγύης, χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, είναι ταυτόχρονα και απαραίτητο όπλο για την καταπολέμηση και αποδόμηση των πολιτικών θέσεων και προτάσεων των καθεστωτικών κομμάτων, όπως π.χ. των σοσιαλδημοκρατικών προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, ή των αδιεξόδων του εναλλακτισμού που χαρακτηρίζουν τάσεις μέσα στον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο. Στην εποχή μας, εν μέσω κρίσης, δεν είναι λίγα τα αυτοδιαχειριζόμενα κοινωνικά εγχειρήματα τα οποία βρίσκονται εκτός κρατικού πλαισίου, όμως η μη σύνδεσή τους με ένα σχέδιο επαναστατικής προοπτικής, καταστροφής του καπιταλισμού και του κράτους και συνολικής ανάληψης της διαχείρισης όλων των κοινωνικών υποθέσεων από το λαό, τα περιορίζει αποκλειστικά στο ρόλο της φιλανθρωπίας και της αυτοδιαχείρισης της φτώχειας. Μια τέτοιου είδους αυτοδιαχείριση είναι ως ένα μεγάλο βαθμό ανεχτή και αφομοιώσιμη, όπως έχει δείξει το παράδειγμα της Αργεντινής, όπως είναι αφομοιώσιμη και από καθεστωτικές δυνάμεις όπως ο ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος συμπεριλαμβάνει την αυτοδιαχείριση μέσα στο πολιτικό του πρόγραμμα.
Οποιοδήποτε εγχείρημα (κατάληψεις, κοινωνικά κέντρα, κοινωνικά ιατρεία κλπ )μπορεί να κοινωνικοποιηθεί, δεν συνδέεται με την κοινωνική βάση, είναι εσωστρεφές και αυτάρεσκο, είναι εναλλακτικό και δεν έχει επαναστατική προοπτική. Ακόμα και ο ένοπλος αγώνας που έχει αναφορά στον ατομικισμό και τον αντικοινωνισμό είναι εσωστρεφής δράση, είναι μεν μια εξεγερτική ατομικιστική δράση δεν θα μπορούσε όμως να έχει επαναστατική προοπτική, αφού η επανάσταση είναι αναγκαστικά κοινωνική και άρα δεν μπορεί παρά να έχει κοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά. Μια τέτοιου είδους δράση δεν μπορεί να κοινωνικοποιηθεί, δεν μπορεί να αποτελέσει κοινωνική πρόταση, άρα δεν μπορεί να διαχυθεί για να θέσει το ζήτημα της προοπτικής της ανατροπής του κεφαλαίου και του κράτους. Η κοινωνική αυτοδιαχείριση για να είναι πραγματικά επαναστατική δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα ρόλο περιφερειακών «νησίδων ελευθερίας» σε έναν ωκεανό καπιταλιστικού εδάφους, αλλά πρέπει να καταλάβει ολόκληρο το κοινωνικό έδαφος.
Είναι μη ρεαλιστικό να πιστεύουμε ότι η ύπαρξη πολλών τέτοιων νησίδων αυτοδιαχειριζόμενων εγχειρημάτων μπορούν να «περικυκλώσουν» το κράτος και το κεφάλαιο και τελικά να ανατρέψουν το καθεστώς. Για να ανατραπεί το καθεστώς είναι απαραίτητη η ένοπλη έφοδος, η ένοπλη επίθεση για την κατάληψη του εδάφους του εχθρού, των οχυρών του εχθρού –κοινοβούλιο, υπουργεία, τράπεζες, επιχειρήσεις–, ενώ είναι απαραίτητος ο αφοπλισμός των αστυνομικών τμημάτων και των ενόπλων δυνάμεων του καθεστώτος. Είναι επίσης μη ρεαλιστικό να πιστεύουμε ότι μια επανάσταση θα είναι βιώσιμη αν επιχειρηθεί και περιοριστεί στα εθνικά σύνορα μιας μικρής χώρας όπως η Ελλάδα. Σε μια τέτοια περίπτωση το υπερεθνικό κεφάλαιο και οι δανειστές θα εξαπέλυαν ένα εξοντωτικό οικονομικό εμπάργκο, ενώ φυσικά δεν αποκλείεται μια ένοπλη επέμβαση. Άλλωστε το ΝΑΤΟ έχει προβλέψει τέτοιου είδους επεμβάσεις στο έδαφος χώρας-μέλους για την αποκατάσταση της τάξης. Γι’ αυτόσε μια τέτοια περίπτωση ο ελληνικός λαός θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος να αποκρούσει με τα όπλα τους μισθοφόρους της υπερεθνικής ελίτ. Μια επανάσταση στην Ελλάδα θα αποτελούσε μια βόμβα στα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα είναι φωτεινό παράδειγμα για τους λαούς της Ευρώπης αλλά και για όλο τον κόσμο.
Ας κάνουμε εμείς εδώ στην Ελλάδα την αρχή για μια διεθνή κοινωνική επανάσταση. Αξίζει να αγωνιστούμε και εν ανάγκη να πεθάνουμε για αυτή».
Νίκος Μαζιώτης, μέλος του Επαναστατικού Αγώνα
Φυλακές Διαβατών