Μεταμεληθείς ή αμετανόητος είναι το ερώτημα που προκύπτει στο άκουσμα της αποφυλάκισης ενός κατά συρροή δολοφόνου.
Μπορεί η καλή διαγωγή κατά την παραμονή σε σωφρονιστικό ίδρυμα ή η εξέτιση ενός μέρους της επιβληθείσας ποινής σε συνδυασμό με την εθελοντική εργασία να προάγει έναν δολοφόνο σε πολίτη έτοιμο να ενταχθεί στην κοινωνία;
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι συγγενείς των θυμάτων εκφράζουν απερίφραστα την αγανάκτησή τους στο άκουσμα της «δεύτερης ευκαιρίας», ενώ συχνά πυκνά έρχονται στο φως της δημοσιότητας περιπτώσεις αποφυλακισμένων οι οποίοι «υποτροπίασαν» και προχώρησαν σε νέα εγκλήματα. Ωστόσο, στην πράξη αποδεικνύεται πως οι περισσότεροι από τους «πρωταγωνιστές» του αστυνομικού δελτίου και ειδικά όσοι έχουν καταδικαστεί για ειδεχθή εγκλήματα έχουν μπορέσει και έχουν ενσωματωθεί ομαλά στην κοινωνία ζώντας-κατά κανόνα-φιλήσυχα.
Πόσες είναι όμως οι περιπτώσεις που οι θύτες ειδεχθών εγκλημάτων έχουν αποφυλακιστεί και ποια η πορεία που ακολούθησαν μέχρι σήμερα;
Κάνοντας μια αναδρομή από το έγκλημα για ένα ζεϊμπέκικο του Κοεμτζή μέχρι και την πρόσφατη αίτηση αποφυλάκισης του «σατανιστή», Ασημάκη Κατσούλα, αποδεικνύεται πως η ισόβια κάθειρξη σπανίως αποδεικνύεται ισόβια.
Οι σατανιστές
Η δημοσιοποίηση της αίτησης αποφυλάκισης του Ασημάκη Κατσούλα εγείρει αναμνήσεις τρόμου στην κοινή γνώμη.
Αύγουστος του 1992 και οι παιδικοί φίλοι Ασημάκης Κατσούλας και Μανώλης Δημητροκάλης με το πρόσχημα της σατανιστικής τελετής, στραγγαλίζουν και στη συνέχεια καίνε το πτώμα της 14χρονης Θεοδώρας Συροπούλου. Έπειτα από οκτώ μήνες, παριστάνοντας τους αστυνομικούς, απαγάγουν το δεύτερο θύμα τους, την Γαρυφαλλιά Γιούργα, το οποίο έχει την ίδια κατάληξη. Συνεργός τους η 18χρονη Δήμητρα Μαργέτη.
Τρία χρόνια αργότερα αρχίζει η δίκη. Οι συλληφθέντες έχουν ομολογήσει τις πράξεις τους και μάλιστα με λεπτομέρειες που χαρακτηρίστηκαν τότε ανατριχιαστικές. Η απόφαση καταδικάζει τον αρχηγό των σατανιστών, Ασημάκη Κατσούλα, σε δύο φορές ισόβια και δώδεκα χρόνια κάθειρξης, τον Μάνο Δημητροκάλη σε δις ισόβια και εννέα μήνες κάθειρξης και τη Δήμητρα Μαργέτη, σε κάθειρξη 17 ετών για απλή συνέργεια.
Έπειτα από 8 χρόνια, αποφυλακίζεται πρώτη, η Δήμητρα Μαργέτη. Οι δύο προηγούμενες αιτήσεις αποφυλάκισης απορρίπτονται λόγω αμφιβολιών τόσο για το σωφρονισμό της όσο και για την αποβολή σατανιστικών αντιλήψεων- τα επεισόδια με συγκρατούμενές της, τα πρώτα χρόνια της κράτησής της, συνέβαλαν σε αυτό.
Μετά την αποφυλάκισή της διαμένει στην Παλλήνη, φιλήσυχη και απομονωμένη όπως καταθέτουν οι γείτονές της. Σήμερα, μητέρα δύο παιδιών, απολαμβάνει την οικογενειακή της γαλήνη έχοντας αφήσει πίσω ό,τι θυμίζει το ζοφερό παρελθόν.
Ο συμπρωταγωνιστής της εγκληματικής ιστορίας, Μάνος Δημητροκάλης, κάνοντας χρήση της πρόνοιας του άρθρου 105 του ποινικού κώδικα, αποφυλακίστηκε τον προηγούμενο μήνα, αφού έχει εκτίσει τα 2/3 της ποινής του. Στο άκουσμα της αποφυλάκισής του το συγγενικό περιβάλλον των θυμάτων εκφράζει την αγανάκτησή του.
Σε αντίθεση με τους συνεργούς του, ο Δημητροκάλης φαίνεται να κράτησε χαμηλούς τόνους καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στις φυλακές. Ο πατέρας Μάρκος, ο εξομολόγος των κρατουμένων που τον επισκεπτόταν στις φυλακές, δήλωνε το 2010 πως: «ο Μανώλης έχει ξαναβρεί το δρόμο του Κυρίου. Κατασκευάζει εικόνες, εξομολογείται τακτικά, προτρέπει ακόμα και συγκρατούμενούς του στην εξομολόγηση».
Κάνοντας χρήση του ίδιου άρθρου προσδοκά να αποφυλακιστεί και το αρχηγικό μέλος της ομάδας, Ασημάκης Κατσούλας. Κατά την πρόσφατη αίτηση αποφυλάκισής του δηλώνει στους δικαστές μεταμελημένος και έτοιμος να ενταχθεί στην κοινωνία, απέχοντας από αλληλογραφίες και τηλεφωνικές παρενοχλήσεις που απασχόλησαν τις αρχές κατά τα πρώτα χρόνια του εγκλεισμού του στις φυλακές της Λάρισας. Εκείνη την περίοδο φαίνεται πως ο Κατσούλας παρενοχλούσε τηλεφωνικά δύο ανήλικα κορίτσια ενώ με άλλα διατηρούσε αλληλογραφία, από την οποία δεν έλειπαν τα σατανιστικά σύμβολα, οι προτροπές μύησης στα ιδανικά του σατανισμού, ακόμα και οι απειλές προς τους γονείς των κοριτσιών σε περίπτωση που εμπόδιζαν την εν λόγω επικοινωνία.
Η ματωμένη παραγγελιά
Πάντως η απόλυση υπό όρους κατά συρροή δολοφόνων μετά από μεγάλο διάστημα σωφρονισμού τους δεν είναι πρόσφατη υπόθεση. Το τραγούδι «Βεργούλες» φέρνει στο μυαλό ένα βράδυ του 1973 όπου το νυχτερινό κέντρο «Νεράϊδα», βάφεται «κόκκινο». Ο Νίκος Κοεμτζής σκοτώνει με μαχαίρι τρία άτομα και τραυματίζει άλλα οκτώ για μια παραγγελιά που δεν σεβάστηκαν. Η αφορμή δόθηκε όταν εκτός από τον αδερφό του Δημοσθένη, σηκώθηκαν κι άλλοι θαμώνες του κέντρου στην πίστα για να χορέψουν τη δική του παραγγελιά. Ο Κοεμτζής βγάζει ένα μαχαίρι και σκοτώνει όποιον βρεθεί μπροστά του διεκδικώντας τον σεβασμό.
Το δικαστήριο τον καταδικάζει τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ φορές ισόβια. Το 1977 η ποινή του μετατρέπεται σε ισόβια για να αφεθεί εντέλει ελεύθερος με περιοριστικούς όρους μετά από 23 χρόνια συνεχούς φυλάκισης.
Ο Κοεμτζής, μετανοημένος, για το υπόλοιπο της ζωής του γράφει ποιήματα καθώς και την αυτοβιογραφία του, την οποία και πουλάει έξω από την Ευελπίδων και στο Μοναστηράκι. Στο «Νίκος Κοεμτζής: Το μακρύ ζεϊμπέκικο», όπως ήταν ο τίτλος του βιβλίου, εξιστορεί τη ζωή του αλλά και τους κώδικες της φυλακής όπως τους είχε ζήσει τα 23 χρόνια της κράτησής του. Η ιστορία της ματωμένης παραγγελιάς εμπνέει τους ανθρώπους της τέχνης, γίνεται ταινία του Παύλου Τάσιου και στίχος σε τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου.
Το Σεπτέμβριο του 2011 πεθαίνει στο Μοναστηράκι από ασιτία και κακουχίες.
Ο Δράκος της Δράμας
Δέκα χρόνια μετά, το 1983, ο έφεδρος ανθυπολοχαγός των ΛΟΚ, Κυριάκος Παπαχρόνης, κατηγορείται για βιασμούς και δολοφονίες γυναικών καθώς και για βομβιστικές επιθέσεις. Ο «δράκος της Δράμας» σκορπίζει τον τρόμο φορώντας πάντα την στρατιωτική του στολή. Ο λόγος για τις ειδεχθείς πράξεις του: η τραυματική εμπειρία που αποκόμισε στα 13 του χρόνια, κατά την πρώτη επίσκεψή του σε οίκο ανοχής, όπως δηλώνει ο ίδιος. Τα ειρωνικά λόγια της πρώτης ιερόδουλης θα πλήξουν τον ανδρισμό του σε τέτοιο βαθμό ώστε να ομολογήσει πως θα συνέχιζε τη δράση του αν είχε αποφύγει τη σύλληψη αλλά και πως το μίσος που έτρεφε για το γυναικείο φύλλο, μπορούσε να ικανοποιηθεί μόνο με την κακοποίησή του. «Θόλωνε το μυαλό μου. Ήθελα να χτυπήσω. Έφτανα στο μεγαλείο. Τη χτυπούσα, τελείωνε…», ήταν μερικά από τα λόγια της ομολογίας του.
Η ποινή που του επιβάλλεται είναι δις εις θάνατον και κάθειρξη 23 ετών όπου στη συνέχεια μετατρέπεται σε ισόβια.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της κράτησής του, η συμπεριφορά του δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί υποδειγματική. Συμπλοκές με κρατουμένους και συμμετοχή σε εξεγέρσεις είναι κάποια από τα περιστατικά στα οποία ενεπλάκη. Μετά την πειθαρχική τιμωρία του για όλα τα παραπάνω, η παραβατική συμπεριφορά του σταματά. Ο Παπαχρόνης πια διαβάζει, εργάζεται εθελοντικά, είναι ψάλτης στην εκκλησία της φυλακής, βοηθά στην οργάνωση του σχολείου δεύτερης ευκαιρίας και παροτρύνει τους λοιπούς φυλακισμένους να εγγραφούν.
Μετά από 22 χρόνια εγκλεισμού, το 2004, αποφυλακίζεται υπό όρους, για να ενταχθεί μετανοημένος στην κοινωνία. Από τότε ζει σε ένα προάστιο της Λάρισας. «Αυτοεξόριστος, μειωμένων αντοχών και υποβασταζόμενος, απαγγέλει ποίηση σε άπταιστη καθαρεύουσα χωρίς να ενδιαφέρεται ή να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του» αναφέρουν οι γείτονές τους. Μόνο μια γυναίκα τον επισκέπτεται αργά τη νύχτα τα πρώτα χρόνια, αντιθέτως με τα τελευταία που η κοινωνικοποίηση του παρατηρείται έντονη, τουλάχιστον στο διαδίκτυο. Φωτογραφίες του τότε νεαρού με τη στολή αλλά και πρόσφατες με την σύζυγό του Λίνα, η οποία έχει φιλοξενηθεί και παλαιότερα σε τηλεοπτικές εκπομπές, ανανεώνονται τακτικά στο προφίλ του στο facebook.
Πολίτης υπεράνω πάσης υποψίας
Την ίδια περίπου περίοδο συλλαμβάνεται και ο «δράκος της παραλίας» όπως τον αποκάλεσαν, μιας και έβρισκε τα θύματά του στις παραλιακές περιοχές της Αττικής.
Ο τότε πολίτης υπεράνω πάσης υποψίας, άριστος οικογενειάρχης, επιτυχημένος φυσιοθεραπευτής και πατέρας ενός τρίχρονου κοριτσιού, Σπύρος Μπέσκος, καταδικάζεται σε δύο φορές ισόβια για τον βιασμό και στραγγαλισμό δύο γυναικών στην Πάρνηθα και για απόπειρα εναντίων δεκάδων άλλων.
Κατά τον εγκλεισμό του στο σωφρονιστικό ίδρυμα η συμπεριφορά του ήταν υποδειγματική. Συγκρατούμενοι και φύλακες επιβεβαίωναν την ειλικρινή του μεταμέλεια. Τα πρώτα χρόνια αφότου θεράπευσε το παιδί ενός φύλακα που αντιμετώπιζε κινητικές δυσκολίες, με την άδεια του διευθυντή των φυλακών λειτουργούσε μέσα σε μια αποθήκη, υποτυπώδες θεραπευτήριο. Λίγο πριν την αποφυλάκισή του, απολάμβανε το καθεστώς της ημιελεύθερης διαβίωσης. Δευτέρα ως Παρασκευή έφευγε από τις φυλακές για το ιατρείο του το πρωί και επέστρεφε στις 7:30 το απόγευμα.
Το 2008, αποφυλακίζεται με περιοριστικούς όρους και μέχρι και σήμερα διατηρεί το φυσικοθεραπευτήριό του στην Ηλιούπολη.
Το μοιραίο πάθος
Το 1987 τα πρωτοσέλιδα καταλαμβάνει η είδηση πως ο φοιτητή της ΑΣΟΕΕ, Παναγιώτης Φραντζής, συλλαμβάνεται για τον φόνο της γυναίκας του, Ζωής Γαρμανή. Η Ζωή σύμφωνα με την ομολογία του Φραντζή, χτυπάει θανάσιμα στο κεφάλι κατά τη διάρκεια έντονης συζυγικής διαμάχης που εξελίσσεται σε πάλη. Για να αποφύγει την κατηγορία του μη προσχεδιασμένου φόνου ο Φραντζής, τεμαχίζει το άψυχο σώμα της συζύγου σε δεκαέξι κομμάτια τα οποία πετά σε απομακρυσμένους κάδους απορριμμάτων. Ένας ρακοσυλλέκτης είναι εκείνος που ανακαλύπτει τις σακούλες με το διαμελισμένο πτώμα και μια απόδειξη από κρεοπωλείο της περιοχής όπου διέμενε το ζευγάρι, γίνεται η αιτία για την αναγνώριση του πτώματος, μιας και ο δολοφόνος είχε φροντίσει να παραμορφώσει το κεφάλι του θύματος ώστε να μην αναγνωρίζεται. Οι εκθέσεις των ιατροδικαστών διίστανται, η μια αποφαίνεται υπέρ της κατάθεσης του Φραντζή στο ότι η Γαρμανή πέθανε από τραυματισμό στο κεφάλι, η άλλη υποδεικνύει στραγγαλισμό. Το σίγουρο είναι πως η κατάσταση στην οποία βρέθηκε το άψυχο σώμα της κοπέλας δεν διευκόλυνε την ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη.
Ο Φραντζής εκτίει την ποινή της ισόβιας κάθειρξής του σε διάφορα σωφρονιστικά καταστήματα. Συγκρατούμενοί του μαρτυρούν έναν άνθρωπο που για τα τρία πρώτα χρόνια βρίσκεται σε άλλο κόσμο, προσπαθώντας μάλιστα να αυτοκτονήσει. Γράφει μουσική την οποία αφιερώνει στη «Ζωή». Προσφέρει εργασίες εντός φυλακής, απασχολείται στους φούρνους, στην είσοδο, στη γραμματειακή υποστήριξη καθώς και στο φαρμακείο το οποίο και προστατεύει κατά τη διάρκεια εξέγερσης των κρατουμένων των φυλακών. Μπαίνει σε καθεστώς ειδικών εκπαιδευτικών αδειών με σκοπό να ολοκληρώσει τις σπουδές του στην ΑΣΟΕΕ. Οι συμφοιτητές του τον περιγράφουν ως άκρως κοινωνικοποιημένο άτομο που δύσκολα συνδέεται με το συζυγοκτόνο που άφησε εμβρόντητη την κοινή γνώμη με την φρικαλεότητα των πράξεων του. Η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται επαινετή από σειρά διευθυντών φυλακών, σωφρονιστικών υπαλλήλων και κοινωνικών λειτουργών. Εν τέλει καταφέρνει να αποφοιτήσει αλλά και να αποφυλακιστεί, κατά την 6 σε σειρά αίτηση του, μετά από 18 χρόνια εγκλεισμού.
Σήμερα ο Φραντζής συνεχίζει να γράφει μουσική, διαμένει με την νέα του οικογένεια του και διατηρεί κατάστημα mini market.
Ο φιλεύσπλαχνος δολοφόνος
Μια ιδιαίτερη περίπτωση, που κατέλαβε τους τίτλους στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων είναι αυτή του 40χρονου Ματθαίου Μονσελά, ο οποίος τον Οκτώβριο του 1994, σκοτώνει την συνομήλικη του Γιόλα Βαγενά «μετά από δική της παρότρυνση», όπως θα ομολογήσει κατά την κατάθεσή του. Τα δημοσιεύματα της εποχής μιλούν για φόνο από ανθρωπιστικούς λόγους καθώς σύμφωνα με τις μαρτυρίες του δολοφόνου το θύμα αδυνατώντας να διαχειριστεί την εξωσυζυγική σχέση του άντρα της τον εκλιπαρούσε να την σκοτώσει. Θύτης και θύμα πραγματοποιούν τακτές συναντήσεις όπου συζητούν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε εκείνη την εποχή η Βαγενά. Σε κάποιες από αυτές κάνουν βόλτες με το αυτοκίνητο, προβάροντας από κοινού το σχέδιο της δολοφονίας της, μέχρι τη μοιραία βόλτα που το σχέδιο εφαρμόζεται.
Ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Μονσελάς χαρακτηρίζεται φιλήσυχος άνθρωπος το δικαστήριο δεν αναγνωρίζει ελαφρυντικά ενώ ο ίδιος σχολιάζει την απόφασή του δικαστηρίου για την κάθειρξη των 12 χρόνων και 9 μηνών που του επέβαλε «πολύ σωστή».
Αφού εκτίει τα 3/5 της ποινής του αποφυλακίζεται. Τα πρώτα χρόνια προσπαθεί να εργαστεί αλλά μόλις το παρελθόν του αποκαλύπτεται, απολύεται. Διαμένει σε ένα τροχόσπιτο, σταθμευμένο κάτω από το θέατρο της Δώρας Στράτου, μέχρι να καεί από μέλη της Χρυσής Αυγής σύμφωνα με παλαιότερη συνέντευξή του. Από το 2011 ζει στο άλσος του Φιλοπάππου, απομονωμένος από όλους με μόνη συντροφιά αδέσποτα ζώα της περιοχής.
Ολέθρια σχέση
«Πέθανα τη στιγμή που τον σκότωσα» ήταν η φράση της Κάτιας Γιαννακοπούλου, της γυναίκας που σκότωσε εν ψυχρώ τον αρχιμανδρίτη Άνθιμο. Η ιστορία τόσο της δολοφονίας όσο και της αποφυλάκισης χαρακτηρίστηκε από τα πρωτοσέλιδα της εποχής ως ο επίλογος μιας ολέθριας σχέσης. Τον Ιούλιο του 1997, φορώντας μια ξανθιά περούκα και μαύρα γυαλιά, περίμενε έξω από την πολυκατοικία που διέμενε ο αρχιμανδρίτης στη Νέα Σμύρνη. Την ώρα που εκείνος κατευθυνόταν προς το τζιπ του έβγαλε το περίστροφο και τον πυροβόλησε 7 φορές. Η υπόθεση που πολιτογραφήθηκε ως έγκλημα πάθους θα μείνει στα δικαστικά χρονικά και για τα λόγια που χρησιμοποίησε η Κάτια Γιαννακοπούλου κατά την απολογία της: «Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς, θα το είχα ήδη κάνει».
Η πρωτόδικη απόφαση για την Κάτια επέβαλε ποινή κάθειρξης 20 ετών αλλά το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο των Αθηνών, μη αναγνωρίζοντας τα δύο ελαφρυντικά, του πρότερου έντιμου βίου και αυτό της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος απέναντί της, της επιβάλλει την ισόβια κάθειρξη.
Στο άκουσμα της αποφυλάκισής της ο αδερφός του Αρχιμανδρίτη, Υψηλάντης Ελευθεριάδης, ξεσπά εναντίων υπευθύνων δηλώνοντας πως συμφωνεί με την αποσυμφόρηση των φυλακών αλλά βγάζοντας έξω αυτούς που κατηγορούνται για μικροαδικήματα. Τελικά η Κάτια μετά την αποφυλάκισή της επέστρεψε στην οικογένεια της αποφεύγοντας τα φώτα της δημοσιότητας.
Τα μοιραία τηγανόψωμα της Φαρμακούλας
Βγαλμένη από μυθιστόρημα, η περίπτωση της Μαρίας Σαμπανιώτη, της σύγχρονης Φραγκογιαννούς ή της Φαρμακούλας, όπως την αποκαλούσε το ακροατήριο. Τον Ιανουάριο του 1992 συλλαμβάνεται με την κατηγορία ότι δηλητηρίασε επτά άτομα-τρία εκ των οποίων απεβίωσαν- προσφέροντας τους ζύμη εμποτισμένη με παραθείο με την οποία παρασκεύασαν τηγανόψωμα. «Μου έκανε εντύπωση που το χρώμα του ψωμιού ήταν μπλε και φούσκωσε πάρα πολύ. Ήθελε να μας δηλητηριάσει γιατί δεν θέλαμε την κόρη της για νύφη», δήλωνε η Ελένη Μουστοπούλου, στο δικαστήριο. Η Σαμπανιώτη πρόσφερε τη δηλητηριασμένη ζύμη στις οικογένειες της Ελένης Μουστοπούλου και Ειρήνης Κληματσά, με σκοπό την εκδίκηση μιας και τα θύματα είχαν αρνηθεί να παντρέψουν τους γιους τους με τις κόρες της Μαρίας.
Καταδικάστηκε σε τρεις φορές ισόβια και επιπλέον 25 χρόνια κάθειρξης. Δεν παραδέχτηκε ποτέ μέχρι σήμερα την ενοχή της, επαναλαμβάνοντας πως εκείνος που προσέθεσε το παραθείο απέβλεπε στη δηλητηρίαση της ίδιας και της οικογένειάς της. Στις φυλακές βεβαιώνει πως οι συγκρατούμενές της αγαπούν τα φαγητά που τους μαγειρεύει. Κατά τον εγκλεισμό της εργάζεται στο ταπητουργείο, και τις κενές ώρες σφουγγαρίζει και καθαρίζει.
Τον Ιανουάριο του 2011 γίνεται δεκτή η αίτηση της για υφ’ όρων απόλυση, λόγω της καλής διαγωγής, των πολλών ωρών εργασίας αλλά και της ευεργετικής διάταξης σύμφωνα με την οποία μετά το 65ο έτος της ηλικίας του κρατουμένου, κάθε ημέρα κράτησης υπολογίζεται διπλή.
Σήμερα, η Σαμπανιώτη έχει εγκατασταθεί ξανά με την οικογένεια της στο Περιστέρι, σε διαφορετικό όμως διαμέρισμα.