«Αντιμέτωπες με ένα οργανωμένο έγκλημα, τη διακίνηση ναρκωτικών από την Αλβανία προς την Ελλάδα, βρίσκονται καθημερινά οι διωκτικές αρχές στην Ήπειρο, η οποία αποτελεί φυσική γέφυρα, καθώς συνορεύει με τη γειτονική χώρα, σε μήκος 240 χιλιομέτρων, ενώ το ανάγλυφο του εδάφους υποστηρίζει παράνομες δραστηριότητες», δήλωσε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, ο αστυνομικός επιθεωρητής Ηπείρου, ταξίαρχος Κωνσταντίνος Τρομπούκης.
Το πρώτο τρίμηνο του 2013 έχουν κατασχεθεί κοντά στην ελληνοαλβανική μεθόριο 2,5 τόνοι χασίς στη Θεσπρωτία και 1,1 στα Ιωάννινα.
Ο κ. Τρομπούκης κάνει λόγο για μια δομημένη οργανωτικά μαφία, με ρόλους, ομάδες, ιεραρχία, η οποία δρα μεθοδικά και με σχεδιασμό, ανάλογα με την περίπτωση.
Από τη Σαγιάδα της Θεσπρωτίας, μέχρι τα ακριτικά χωριά της Κόνιτσας, τα μπλόκα της Αστυνομίας, οι ένοπλες ομάδες κακοποιών, οι ενέδρες της Δίωξης Ναρκωτικών, οι συλλήψεις λαθρέμπορων και οι μεγάλες ποσότητες ινδικής κάνναβης που κατάσχονται συγκροτούν το θέατρο της καθημερινής μάχης στον «πόλεμο των ναρκωτικών» στην Ήπειρο.
Τις παράνομες δραστηριότητες διευκολύνουν τα δάση, τα μονοπάτια στο βουνό και οι δύσβατες περιοχές των συνόρων, που δεν είναι άλλες από τα «green borders», τα παράνομα περάσματα συνόρων, όπως έχουν χαρακτηριστεί σε έκθεση του Γραφείου Ναρκωτικών και Εγκλημάτων των Ηνωμένων Εθνών, το Νοέμβριο του 2011.
Μάλιστα, στην ίδια έκθεση αναφερόταν ότι «η Αλβανία εξακολουθεί να αποτελεί χώρα προέλευσης για την κάνναβη και τα παράγωγά της – μαριχουάνα, χασίς, χασισέλαιο». Επίσης ότι, «η Ελλάδα και η Ιταλία είναι οι κυριότεροι προορισμοί για τη μαριχουάνα και το χασίς και οι χώρες αυτές χρησιμεύουν ως ενδιάμεσοι σταθμοί για την αποστολή των ναρκωτικών στην Ευρώπη».
Τον Μάρτιο του 2013, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, σε έκθεσή του για τον έλεγχο των ναρκωτικών επισημαίνει: «Η Αλβανία είναι ενδιάμεσος σταθμός και προορισμός για την κάνναβη, την ηρωΐνη και την κοκαΐνη. Είναι χώρα-πηγή για την κάνναβη, η οποία μεταφέρεται στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών της Europol σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, «η Αλβανία, η Τουρκία και το Πακιστάν είναι οι τρεις χώρες που είναι κυρίαρχες στη διακίνηση των ναρκωτικών».
Οι συλλήψεις εμπόρων ναρκωτικών στην Ήπειρο οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, τα κυκλώματα της παρανομίας αποτελούνται από μαφιόζικες ομάδες Ελλήνων και Αλβανών.
Η αστυνομική έρευνα αποκαλύπτει ότι το χασίς φτάνει σε περιοχές των συνόρων από Αλβανούς, ενώ στη συνέχεια, για να μεταφερθούν σε προορισμούς στη χώρα μας, αναλαμβάνουν δράση οι Έλληνες συνεργοί τους.
Κατά μήκος της συνοριακής γραμμής, οι κακοποιοί έχουν ανοίξει μονοπάτια, ακόμη και στα πιο δύσβατα σημεία.
Η μεταφορά των ναρκωτικών προς την Ήπειρο γίνεται από ομάδες ενόπλων Αλβανών, οι οποίοι είτε τα κρύβουν σε «καβάτζες» στο βουνό, είτε τα φορτώνουν σε αυτοκίνητα των Ελλήνων συνεργών τους.
Σε κάποιες περιπτώσεις, οι λαθρέμποροι χρησιμοποιούν ακόμη και γαϊδουράκια, εκπαιδευμένα στους ορεινούς δρόμους, τα οποία φορτώνουν με το παράνομο εμπόρευμα για να περάσουν τα σύνορα.
Οι κάτοικοι των χωριών της μεθορίου, στα Κτίσματα, και τη Χαραυγή – όπως λένε – συχνά αντιλαμβάνονται τα παράνομα περάσματα. Μάλιστα, μας υπέδειξαν και σημεία τα οποία έχουν σηματοδοτήσει οι κακοποιοί, με χρωματιστές πλαστικές σακούλες.
Για την κάθε λαθραία μεταφορά, πέραν των διακινητών, σημαντικό ρόλο έχουν και οι «προπομποί» ή τα «μάτια», οι οποίοι ελέγχουν τον δρόμο, για τυχόν αστυνομική παρουσία. Συνήθως είναι δύο αυτοκίνητα, που προπορεύονται εκείνου που είναι φορτωμένο με τα ναρκωτικά.
Πάντως, οι άνδρες της Δίωξης Ναρκωτικών, λόγω των καθημερινών συλλήψεων εμπόρων ναρκωτικών, είτε με μικρές είτε με μεγάλες ποσότητες, γνωρίζουν πλέον τις τακτικές των παρανόμων ομάδων, οι οποίες διαφοροποιούνται ή προσαρμόζονται ανάλογα με την ποσότητα του χασίς.
Το Γραφείο Ναρκωτικών και Εγκλημάτων των Ηνωμένων Εθνών, το Νοέμβριο του 2011, ανέφερε πως «η καλλιέργεια κάνναβης γίνεται κατ΄εξοχήν στο Λαζαράτι, γεγονός που εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό θέμα».
Το Λαζαράτι είναι μια κωμόπολη μερικών χιλιάδων κατοίκων, στον αλβανικό νότο. Απέχει μόλις 25 χιλιόμετρα από τον ελληνικό συνοριακό σταθμό της Κακαβιάς. Όσοι γνωρίζουν την περιοχή, κάνουν λόγο για μια κλειστή κοινωνία, που δύσκολα μπορεί κάποιος να διεισδύσει σ’αυτήν, με έντονο θρησκευτικό συναίσθημα, με τους δικούς της άγραφους νόμους και κανόνες, όπου τον πρώτο λόγο έχουν τα όπλα.
Η είσοδος της κωμόπολης βρίσκεται τρία χιλιόμετρα πριν από το Αργυρόκαστρο και πάντα εκεί υπάρχει ο «έλεγχος» σε ό,τι κινείται προς την πλαγιά του βουνού, όπου βρίσκονται ο οικισμός και οι απέραντες χασισοφυτείες. Οι περισσότεροι είναι ένοπλοι, ενώ κάθε οικογένεια διαθέτει κι ένα οπλοστάσιο στο σπίτι της.
Οι Λαζαρατινοί προσεύχονται δύο φορές τη μέρα, στον τεκέ, με τις ευλογίες του «μπεκτασή μπαμπά». Μέρος των χρημάτων από την παράνομη δραστηριότητά τους λέγεται πως έχει διατεθεί για την αναστήλωση των τζαμιών της περιοχής.
Τη στιγμή που ο μέσος μισθός στην Αλβανία είναι 250 ευρώ τον μήνα, οι εργαζόμενοι στις χασισοφυτείες έχουν μεροκάματο 20 ευρώ την ημέρα και είναι κυρίως γυναίκες. Αλβανικές πηγές αναφέρουν ότι τα χρήματα από την πώληση των ναρκωτικών «ξεπλένονται» από τους νονούς, με επενδύσεις είτε στο εσωτερικό της χώρας είτε στο εξωτερικό.
Τα δύο τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η οργανωμένη καλλιέργεια και παραγωγή χασίς έχει επεκταθεί σε διάφορες περιοχές της γειτονικής χώρας, όπως στην Αυλώνα, τη Σκόδρα και στα σύνορα με το Κόσοβο και την ΠΓΔΜ, με αποτέλεσμα να έχει διπλασιαστεί η παραγωγή.