Γεννήθηκε στη Βραζιλία από Έλληνες γονείς. Σπούδασε, μιλάει πέντε γλώσσες, έγινε τεχνίτης, δούλεψε σκληρά και απέκτησε οικογένεια.
Όμως η μοίρα ήθελε να βιώσει τον πρώτο «Τιτανικό» του, στην Αργεντινή της κατάρρευσης το ’97. Ο δεύτερος ήταν στην Ελλάδα της κρίσης το 2009, όπου άνεργος, άστεγος και χαμένος βρήκε κάποια στιγμή σωτηρία από τον Δήμο Αθηναίων.
Όπως αναφέρει η Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, ο Λ. Μ. εργάστηκε δώδεκα χρόνια στην Αργεντινή όταν χτυπήθηκε από την κρίση και έμεινε άνεργος. Η οικογένεια τότε διαλύθηκε καθώς το 1997 αναζήτησε μια καλύτερη τύχη στην τότε εύπορη πατρίδα μας, καθώς, όπως του έλεγε ένας συγγενής «εδώ δεν έχουμε αγελάδες όπως στην Αργεντινή, έχουμε ανθρώπους».
Στη χώρα μας εργάστηκε σε ξενοδοχείο, όμως το 2009 η κρίση χτυπά και τη χώρα μας, αυτό κλείνει και εκείνος ζει για ένα χρόνο με το επίδομα των 410 ευρώ. Πληρώνει ενοίκιο, ρεύμα, κοινόχρηστα και του έμεναν 150 ευρώ για να ζήσει. Σύντομα όμως άρχισε να χρωστά στον ιδιοκτήτη κι έτσι αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι.
Βγήκε στο δρόμο και πέρασε είκοσι νύχτες σε μια καρέκλα στην πλατεία Βικτωρίας, ενώ συχνά σήκωνε το κεφάλι προς τον ουρανό ζητώντας απαντήσεις από τον «Μεγάλο» στην ερώτηση «Πες μου τι λάθος έκανα κι έφτασα σε αυτό το σημείο; Μια ζωή δούλευα, δεν μου έλειψε ποτέ κρεβάτι, ποτέ ένα ποτήρι νερό. Και τώρα…». Μέχρι που κάποιος ενημέρωσε τις υπηρεσίες του Δήμου Αθηναίων και βρέθηκε θέση στον ξενώνα του Κέντρου Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων.
Η επικοινωνία με τις κόρες του γίνεται πλέον μέσω ίντερνετ ενώ εδώ και ένα χρόνο ζει για τη θεατρική ομάδα των αστέγων και βοηθά εθελοντικά στο συσσίτιο του ιδρύματος.