«Είναι μαχαίρι επαγγελματικό που ξεκοκαλίζει, δεν το αγοράζουν για το σπίτι, το αγοράζουν για κρεοπωλεία». Αυτό κατέθεσε ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, από το οποίο η λεγόμενη «φόνισσα του Κορωπίου» αγόρασε, την παραμονή του εγκλήματος, το μαχαίρι με το οποίο χτύπησε την 35χρονη σύζυγο του συντρόφου της.
Της Μαρίας Ζαχαροπούλου
Ο καταστηματάρχης που πούλησε το φονικό όπλο στην κατηγορούμενη εξήγησε πως το συγκεκριμένο μαχαίρι «έχει στενή η λάμα και χρησιμοποιείται για ξεκοκάλισμα στα κρεοπωλεία» και συμπλήρωσε: «Εκείνη την ημέρα η κατηγορούμενη ήρθε και μου ζήτησε ένα μαχαίρι ξεκοκαλισματος, τίποτα άλλο και εγώ υπέθεσα ότι ήταν από κάποιο μαγαζί. Πρόκειται εξειδικευμένο μαχαίρι».
Το κλίμα φορτίστηκε όταν στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε η ψυχολόγος της αστυνομίας, η οποία το βράδυ του εγκλήματος μίλησε με τα δυο παιδιά του θύματος, 13 και 11 ετών, τα οποία είδαν με τα ίδια τους τα μάτια το φονικό, πάλεψαν με τη γυναίκα που επιτέθηκε στη ημέρα τους και την αφόπλισαν. Εκείνη τη ώρα, όμως, δεν γνώριζαν πως η μητέρα τους έχει ξεψυχήσει.
«Το μωρό στο αυτοκίνητο πρέπει να είναι αδελφάκι του»
«Τα παιδιά ήταν παγωμένα παρά τη ζεστή βραδιά, έτρεμαν… Το μικρό ήταν κουρνιασμένο αλλά ο μεγάλος ήταν ένα παιδί με φοβερή συγκρότηση και δομή», περιέγραψε η ψυχολόγος στο δικαστήριο, σε μια προσπάθεια να δώσει την εικόνα που παρουσίαζαν τα παιδιά τα οποία ήταν αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας της μητέρας τους από την ερωμένη του πατέρα τους.
«Ο μεγάλος είχε όλη την πληροφορία χωρίς να έχει ζητήσει να μάθει. Σιωπηλά είχε πλήρη εικόνα χωρίς κανένας να του έχει μιλήσει ανοιχτά. Μου έδωσε την εικόνα ότι δεν ήταν κάτι συγκλονιστικό, σοκαριστικό αυτό που συνέβη. Ήταν μια γυναίκα που είχε ξανακάνει κακό στη μαμά μου». Άλλωστε, τα παιδιά της εκμυστηρεύτηκαν πως γνώριζαν τη συγκεκριμένη γυναίκα με αφορμή δυο άλλα περιστατικά. «Μια φορά, μου είπε, απειλούσε κρατώντας ένα μπιτόνι λέγοντας “θα σας κάψω” και μια δεύτερη φορά όταν η μητέρα του φορούσε κολάρο γιατί τη χτύπησε».
Το παιδί αφηγήθηκε στην ψυχολόγο τα δραματικά λεπτά της επίθεσης λέγοντας πως η μητέρας τους πότιζε όταν άκουσαν φωνές, έτρεξαν και είδαν «μια γυναίκα πάνω από τη μαμά μας να κρατάει ένα μαχαίρι και κηλίδες αίματος στην αυλή». «Προσπάθησαν, όπως μου είπαν, να πάρουν το μαχαίρι. Ο ένας το κατάφερε και τότε εμφανίστηκε ο πατέρας τους, έβαλαν τη μαμά τους στο αυτοκίνητο του και έφυγαν. Μου είπαν, επίσης, πως μέσα στο αυτοκίνητο υπήρχε ένα μωρό». (σ.σ. πρόκειται για το μεγαλύτερο παιδί που έχει αποκτήσει η κατηγορούμενη).
Η μάρτυρας δήλωσε ότι συγκλονίστηκε όταν άκουσε το παιδί να της λέει πως πιστεύει ότι μπορεί το μωρό στο αυτοκίνητο να είναι αδελφάκι του. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που το παιδί μου είπε “σκέφτομαι ότι δεν φταίει ούτε αυτό και ότι θα ζήσει όλα όσα έζησα και εγώ”», κατέθεσε η μάρτυρας και οι συγγενείς του θύματος ξέσπασαν σε κλάματα, μέσα στη δικαστική αίθουσα.
«Φτάνω στο σπίτι και βλέπω αίματα, ήταν σαν να είχε σφάξει μοσχάρι»
Την εικόνα της πάλης μεταξύ των δυο γυναικών μετέφερε στο δικαστήριο και ο γείτονας του θύματος ο οποίος ακούγοντας τις φωνές από τον καυγά πλησίασε στην άκρη του οικοπέδου του. «Πάω προς το συρματόπλεγμα και βλέπω ότι είναι οι δύο κοπέλες που λογομαχούν. Η πόρτα είναι ανοιχτή. Επειδή είχε ησυχία άκουσα ότι βρίζονταν “φύγε από το σπίτι μου», έλεγε το θύμα… Η μία έλεγε την άλλη βρώμα και π… Έβλεπα και κινήσεις των χεριών τους, όπως χτυπά κάποιος κάποιον άλλον.
Τα δυο αγόρια κλαίνε και φωνάζουν στη αυλή», περιέγραψε ο μάρτυρας ο οποίος στη συνέχεια είδε τον πατέρα των παιδιών, που διατηρούσε συνεργείο λίγα μέτρα μακρύτερα, να φτάνει στο σπίτι και να βρίζει την κατηγορούμενη, η οποία έφυγε τρέχοντας προς το αυτοκίνητο της.
«Η μαμά έχει αίματα», φώναξε το αγόρι. Αποφάσισα να πάω εκεί, άκουσα το αυτοκίνητο να φεύγει με το Γιάννη, ίσως θα έπρεπε να πάω πιο νωρίς, νιώθω κάποιες τύψεις. Τα παιδιά φωνάζαν «μαμά, μαμά», είπε ο μάρτυρας συμπληρώνοντας: «Εδώ ήρθα μόνο για τη σκοτωμένη την κοπέλα. Θα ήταν αμαρτία να μην ερχόμουν αφού το είδα, το είχα πει στον πατέρα της ότι θα ερχόμουν».
Σοκαριστική ήταν η περιγραφή του μάρτυρα για τον τόπο του εγκλήματος.
«Φτάνω στο σπίτι και βλέπω αίματα, ήταν σαν να είχε σφάξει μοσχάρι. Όλο το τσιμέντο και το τοιχίο είχε αίμα. Βλέπω αίμα, παντόφλες γυναικείες, γυαλιά ηλίου και 2-3 σουβλάκια πεταμένα…».
«Εσύ ήσουν ο ψεύτης σε όλα»
Τις αφηγήσεις των μαρτύρων ,για τους ομηρικούς καυγάδες που είχαν προηγηθεί του εγκλήματος, παρακολουθούσε μέσα στη δικαστική αίθουσα ο Γιάννης Θεοδώρου, ο άνδρας που αποτέλεσε το μήλον της έριδος μεταξύ των δυο γυναικών. Τώρα ισχυρίζεται πως εξακολουθεί να αγαπά την κατηγορούμενη την οποία σε μια διακοπή της δίκης πλησίασε για να της μιλήσει. «Εσύ ήσουν ο ψεύτης σε όλα» του είπε εκείνη για να τον ακούσει να της απαντά, λίγο πριν απομακρυνθεί από κοντά της: «Δεν θέλω να τσακωθούμε…». «Να κάτσεις εδώ να τα ακούσεις όλα», του φώναξε η κατηγορούμενη.
Σε… όλα αναφέρθηκε καταθέτοντας στο δικαστήριο η δικηγόρος του θύματος η οποία είχε χειριστεί την υπόθεση του διαζυγίου μετά από πρωτοβουλία της άτυχης γυναίκας. Απειλητικά τηλεφωνήματα, επεισόδια, ακραίοι καυγάδες που έφτασαν μέχρι το αυτόφωρο συνέθεταν το παζλ της ζωής των τριών πρωταγωνιστών. Η δικηγόρος, μάλιστα, έδειξε στο δικαστήριο μια τούφα από τα μαλλιά του θύματος την οποία της είχε αφαιρέσει, πάνω σε καυγά, η κατηγορούμενη. «Η κατηγορούμενη συμπεριφερόταν σαν νόμιμη σύζυγος.
Το θύμα είχε φόβο, ένα φόβο για το που μπορεί να φτάσει αυτή η γυναίκα, πίστευε ότι θα κάνει κακό. Πιστεύω ότι η κατηγορουμένη είχε μίσος για το θύμα, τη θεωρούσε εμπόδιο στο να ζήσει τον ερωτά της με το Γιάννη. Πιστεύω ότι φοβόνταν μήπως ο Γιάννης ξαναγυρίσει στη γυναίκα του γιατί ήταν πολύ καλύτερή της. Το θύμα πείθονταν από το Γιάννη, ίσως γιατί είχε ανάγκη να τον πιστέψει», κατέθεσε η δικηγόρος.
Η δίκη συνεχίζεται.