Τα παιδιά που χάνουν έναν αγαπημένο τους άνθρωπο, και ειδικά όταν πρόκειται για τον πατέρα ή τη μητέρα τους, βιώνουν τη θλίψη με βαθύτερο τρόπο απ’ ότι οι ενήλικες, γεγονός που σημαίνει ότι τα τυχόν σημάδια κατάθλιψης που μπορεί να παρουσιάζουν είναι πιο δύσκολο να εντοπιστούν και άρα πιο επικίνδυνα.
Όπως εκτιμούν οι επιστήμονες, ο λόγος είναι πως αδυνατούν να εκφράσουν με λόγια όσα αισθάνονται. Μάλιστα, όπως συμβουλεύουν, είναι καλό οι συγγενείς να κρατούν «ζωντανές» αναμνήσεις των προσώπων που χάθηκαν, ειδικά αν πρόκειται για γονέα, και να μιλούν συνεχώς με τα παιδιά.
Σε μελέτη που εκπόνησαν γιατροί και ψυχολόγοι του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Πέτρας Ολύμπου και παρουσιάστηκε στο 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχιατρικής στο Γενικό Νοσοκομείο, που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη, εκτιμήθηκαν οι αντιδράσεις και η διαδικασία πένθους 10 παιδιών και ισάριθμων γονέων τους, που απευθύνθηκαν στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Πέτρας Ολύμπου.
Από τα 10 παιδιά μόνο τα δύο ξεσπούσαν σε κλάμα στη διάρκεια των συνεδριών στο νοσοκομείο και η συμπεριφορά τους ήταν η ίδια και στο σπίτι. Τα άλλα οκτώ έπαιζαν το ρόλο του «υποστηρικτικού ενήλικα» στο γονιό που θρηνούσε και δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους να εκφράσει τα συναισθήματα θυμού, θλίψης ενοχής αλλά και άλλους φόβους.
Μάλιστα αυτά τα 8 τα παιδιά δεν ζητούσαν υποστήριξη από κανένα διότι δεν ήθελαν να επιβαρύνουν την οικογένεια. Ωστόσο οι γονείς παρατήρησαν αλλαγές στις συνήθειες ύπνου, διατροφής και συμπεριφοράς.
Από τους γονείς, οι οκτώ ζήτησαν και έλαβαν ιατρική υποστήριξη και φαρμακευτική αγωγή ενώ δύο άρχισαν την κατανάλωση αλκοόλ. Οι έξι απέφευγαν τις συζητήσεις με τα παιδιά τους και το συναισθηματικό μοίρασμα, τρεις ανέφεραν αδυναμία να συνεχίσουν τη ζωή τους, ενώ ένας δεν εκφράστηκε.