Στην υπόθεση του αστυνομικού που υπηρετούσε στη Βουλή και κατηγορείται για σωματική και σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών του και της συζύγου του εστίασε κατά τη διάρκεια συνέντευξής της το πρωί της Τετάρτης 4/12 η εκπρόσωπος Τύπου της αστυνομίας, Κωνσταντία Δημογλίδου. «Κανείς από το περιβάλλον της οικογένειας δεν είχε αντιληφθεί ότι τα παιδιά κακοποιούνταν» είπε.
«Δυστυχώς αυτός ο άνθρωπος, δεν ανέφερε τίποτα στους αστυνομικούς Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων. Η απολογία του έγινε μόνο στον αρμόδιο ανακριτή χθες, με τη διαδικασία εντός της ψυχιατρικής κλινικής και αποφασίστηκε στη συνέχεια η προφυλάκισή του, οπότε δεν γνωρίζουμε τελικά τι υποστήριξε αυτός ο άνθρωπος στις ανακριτικές αρχές και έκριναν ότι πρέπει να οδηγηθεί στη φυλακή», τόνισε στο ΕΡΤNews.
«Θα γίνει μια εκτεταμένη έρευνα για να δούμε πώς τελικά φτάσαμε στο σήμερα»
Η κα Δημογλίδου εξήγησε πως η διεύθυνση προστασίας ανηλίκων ουσιαστικά μέσα σε μία βδομάδα από τη στιγμή που έλαβε την καταγγελία, κατάφερε να έχει και το ένταλμα σύλληψης για αυτόν τον άνθρωπο.
«Έπρεπε κάποιες διαδικασίες να τρέξουν γρήγορα, γιατί τα παιδιά απομακρύνθηκαν από το οικογενειακό περιβάλλον και καταλαβαίνετε πόσο ψυχοφθόρα είναι αυτή η διαδικασία. Έπρεπε να εξεταστούν από γιατρούς, ιατροδικαστές, από ειδικούς με τη διαδικασία που προβλέπεται από την Ποινική δικονομία στο Σπίτι του Παιδιού. Δεν είναι εύκολη διαδικασία για ένα παιδί. Είναι αρκετά χρονοβόρα για όλα τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, οπότε έτρεξε πολύ γρήγορα αυτή η έρευνα», σημείωσε.
Στη συνέχεια εξήγησε πως, «αυτό δεν σημαίνει όμως ότι από εδώ και πέρα, πάντα με τις οδηγίες των αρμόδιων ανακριτικών αρχών, δεν θα γίνει μια εκτεταμένη έρευνα για να δούμε πώς τελικά φτάσαμε στο σήμερα, όπου κανείς δεν είχε διαπιστώσει από το επαγγελματικό περιβάλλον και των δύο ανθρώπων, από το φιλικό, οικογενειακό, ακόμη και από το σχολικό περιβάλλον των παιδιών, ότι τα παιδιά κακοποιούνται συστηματικά όλα αυτά τα χρόνια».
Για το πώς επιλέχθηκε τον Ιανουάριο του 2019 όπου ήρθε η πρόταση για τη μετακίνησή του αστυνομικού στη Βουλή, ανέφερε πως, «τον έκρινε τότε η υπηρεσία ικανό να υπηρετήσει. Άλλωστε δεν υπήρχε καμία εκκρεμότητα ποινικά και πειθαρχικά σε βάρος του. Και να διευκρινίσουμε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του στην Υπηρεσία Ασφάλειας Βουλής δεν δημιούργησε κανένα πρόβλημα. Δεν υπάρχει κάτι στον ατομικό του φάκελο ώστε να προκαλέσει τη μετακίνησή του», είπε αρχικά.
Πρόσθεσε ωστόσο, πως: «πριν το 2010 είχε κάποιες προσωπικές διαφορές με πολίτες αλλά και με αστυνομικούς. Επιβλήθηκαν οι ποινές που προβλέπονται από το πειθαρχικό δίκαιο από την πλευρά της Αστυνομίας, δεν γνωρίζω ποινικά αν τελικά αθωώθηκε και πώς κατέληξαν οι δικές του διαδικασίες. Ένας αστυνομικός, δεν μπορεί να απομακρυνθεί μόνιμα από το σώμα, αν δεν υπάρχουν καταδικαστικές αμετάκλητες αποφάσεις για βαριά πλημμελήματα ή για κακουργήματα».
«Δεν εξέφρασε ποτέ σε κανέναν συνάδελφο ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα στην οικογένεια, μόνο τον Φεβρουάριο του 2024»
Σχετικά με την 35χρονη σύζυγο του 45χρονου η κα Δημογλίδου επεσήμανε πως απουσίαζε για αρκετά μεγάλο χρονικά διαστήματα λόγω της εγκυμοσύνης και υπηρετούσε σε επιτελική υπηρεσία της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής.
«Δεν εξέφρασε ποτέ σε κανέναν συνάδελφο, καθ΄όλα τα χρόνια της υπηρεσιακής ζωής, ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα στην οικογένεια, παρά μόνο τον Φεβρουάριο του 2024, όπου ήρθε και η πρώτη καταγγελία στην Ελληνική Αστυνομία, την οποία βέβαια τις επόμενες ημέρες θέλησε να πάρει πίσω και να μην ζητήσει την ποινική δίωξη του δράστη. Αυτό δεν σημαίνει ότι σταματά η εισαγγελική έρευνα. Δεν γνωρίζουμε ποινικά αυτή η υπόθεση που βρίσκεται. Η αστυνομία την διαβιβάζει κανονικά στον αρμόδιο εισαγγελέα – επειδή μιλάμε για αυτεπάγγελτα αδικήματα – και κρίνουν οι εισαγγελικές αρχές το πώς πρέπει να προχωρήσει μια υπόθεση, όταν το θύμα παίρνει πίσω την καταγγελία», εξήγησε.
«Οι ψυχολόγοι της αστυνομίας είναι επιστήμονες – Δεν μπορούμε εμείς να κρίνουμε τα αποτελέσματα της δικής τους εξέτασης»
Όσο για τα ψυχομετρικά τεστ, η κ. Δημογλίδου τόνισε πως, «ακολουθήθηκε η διαδικασία που περνούν όλοι οι αστυνομικοί και για τους δύο αστυνομικούς, για την εισαγωγή τους στο σώμα».
Συνέχισε λέγοντας πως από εκεί και πέρα, η διαδικασία της εξέτασης τους από την Επιτροπή Καταλληλότητας Όπλων είναι μια άλλη διαδικασία, η οποία τηρείται για όλους τους αστυνομικούς.
«Έχουν περάσει από αυτή τη διαδικασία και οι δύο αστυνομικοί. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι αυτή η επιτροπή θα μπορούσε να γνωματεύσει ότι υπάρχει κάποια ψυχική ασθένεια – εάν υπήρχε – το διευκρινίζω.
Να σκεφτούμε ότι αυτός ο άνθρωπος παραμένει αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτή τη στιγμή, στην ψυχιατρική κλινική και ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί η διάγνωση του από τους ψυχιάτρους αυτού του νοσοκομείου. Άρα, καταλαβαίνετε ότι είναι μια διαδικασία από την οποία ίσως, δεν θα μπορούσαν να αντιληφθούν οι ειδικοί τι ακριβώς συμβαίνει και αν υπάρχουν ψυχικά νοσήματα, αν θα έπρεπε να διαπιστωθούν ψυχικά νοσήματα. Γίνεται μια διερεύνηση από το Αρχηγείο της Αστυνομίας για την Υπηρεσία Υγειονομικού για το τι ακολουθήθηκε για αυτούς τους ανθρώπους» είπε.
«Οι ψυχολόγοι της αστυνομίας είναι επιστήμονες. Δεν μπορούμε εμείς ως αστυνομικοί ή πολίτες να κρίνουμε τα αποτελέσματα της δικής τους εξέτασης και γνωμάτευσης. Θα γίνει φυσικά διερεύνηση, χωρίς όμως να καλείται ουσιαστικά κάποιος σε απολογία για τις αποφάσεις του, γιατί μιλάμε για επιστήμονες και γιατρούς» δήλωσε κλείνοντας.