Αποκαλυπτικοί είναι οι διάλογοι των μελών της οργάνωσης, στην οποία συμμετείχαν τέσσερις εφοριακοί και ένας λογιστής που φέρονται να εκβίαζαν επιχειρηματίες στο νησί της Κέρκυρας, λαμβάνοντας μεγάλα χρηματικά ποσά για να τους εξυπηρετήσουν.

Η αντίστροφη μέτρηση για τη σύλληψή τους ξεκίνησε μετά από την καταγγελία ενός επιχειρηματία, από τον οποίο το κύκλωμα ζητούσε 60.000 ευρώ για την τακτοποίηση υπόθεσής του.

«Αν ακουστεί οτιδήποτε και με εκθέσεις, δύο είναι οι επιπτώσεις»

Σε μία από τις συνομιλίες, τα μέλη του κυκλώματος συζητούν για έναν λογιστή και τις συνέπειες σε περίπτωση που μιλήσει για τη δράση τους.

Υποδιευθυντής: Τι μιλάμε τώρα, μ… λέμε τώρα του λέω; Μου λέει για τι λες; Εγώ θέλω να τον ενημερώσω. Όχι όχι μου λέει να τα πούμε. 20 τον χρόνο του λέω. Πολλά λέει. Τι πολλά ρε, είσαι καλά του λέω;

Επόπτης: 600 τον χρόνο είναι πολλά; (ακατάληπτο).

Υποδιευθυντής: Είναι πολλά λέω, μας δουλεύεις του λέω; Είσαι καλά του λέω; Εσύ κλέβεις καλά τόσα χρόνια.

Επόπτης: (ακατάληπτο)

Υποδιευθυντής: Μόνο τα πρόστιμα να σφίξουν οι κ..λοι, δεν πειράζει πιάνεις το μεγάλο ψάρι σου έρχονται άλλα δέκα μικρά (ακατάληπτο) εσύ λέω (ακατάληπτο). Εσύ ένα πράγμα σου λέω, εάν λέω ακουστεί το οτιδήποτε, αλλού ακουστεί το οτιδήποτε, επειδή ξέρω λέω (ακατάληπτο) εκεί κάτω της Μυκόνου, αν ακουστεί οτιδήποτε λέω και με εκθέσεις, δύο είναι οι επιπτώσεις. Πρώτη επίπτωση λέω να του βγάλω εντολή τα επόμενα χρόνια που να ναι έλεγχος για όλα, θα τα ελέγξω όλα και για (ακατάληπτο). Η πρώτη επίπτωση. Η δεύτερη επίπτωση του λέω δεν θα ξαναπεράσεις την πόρτα της Εφορίας, έχει κοπεί σαν λογιστής, τελείωσες.

«Εγώ να γεμίσω την τσέπη μου θέλω»

Σε μια άλλη συνομιλία, ο υποδιευθυντής μιλά με τον επόπτη κααι αναφέρει πως το μόνο που θέλει να κάνει είναι να γεμίσει την τσέπη του

Υποδιευθυντής: Και έχουμε πει σ’ αυτούς 40 έτσι;

Επόπτης: 30 είχαμε πει. Δεν είχε οριστεί ακόμα.

Υποδιευθυντής: Είχε πει 30 αυτός μετά είχαμε πει να τα ανεβάσει λίγο πιο πάνω.
(…)

Υποδιευθυντής: Εγώ να γεμίσω την τσέπη μου θέλω, το έχω πει και. Εγώ της έχω πει, έχω πει και στην Ν. της λέω Ν. μου να πάει το μαγαζί καλά θέλω, θέλει η άλλη να να μια ζωή Διευθυντής στα … μου της λέω. Ξέρεις τι με ενδιαφέρει; Η ουσία. Δεν με ενδιαφέρει λέω κάντε ότι θέλετε στα … μου της λέω. Εγώ να χω τα παιδιά τα δικά μου θέλω ευχαριστημένα και να μια και εγώ ευχαριστημένος συνεννοηθήκαμε; Μου λέει απόλυτα. Λοιπόν. Χέ… ας το παίζει διευθύντρια δεν με απασχολεί. Από τη στιγμή που μας αφήνει κάνουμε τη δουλειά μας.

Ο υποδιευθυντής εξηγεί πως πρέπει να αφήσει τα χρήματα στο γραφείο χωρίς κανείς να υποψιαστεί οτιδήποτε.

Υποδιευθυντής: Λοιπόν θα της πει λίγο το άλλο, πες να έρθει εδώ, σε ένα ντοσιέ, ντοσιές τέτοιος, ο κλασσικός πες της, φέρε τα ισοζύγια, τα έγγραφα σου πες της φέρτα από το γραφείο, να τα βάλουμε στον φάκελο πες, να κλείσουμε την υπόθεση. Πες της αυτό, που έχεις (ακατάληπτο) όταν έρθει εκεί πέρα, πες πήγαινε δίπλα να πάρεις έναν καφέ, πες της, (ακατάληπτο) θα μου το αφήσεις εδώ, γράψε απ’ έξω «ισοζύγιο», «ισοζύγια-παραστατικά» από δεν ξέρω αλλού, και τα φέρνεις εδώ μέσα (ακατάληπτο), βάζει τα λεφτά της στον φάκελο στα φέρνει εκεί πέρα, τον αφήνεις πάνω στο γραφείο σου, δεν τον αγγίζεις καθόλου εσύ. Τον αφήνεις επάνω για δύο μέρες. Μέχρι τις τελευταίες (ακατάληπτο) ο φάκελος παραμένει πάνω στο γραφείο σου εκεί δεν τον πειράζεις καθόλου, αν υπάρχει μια στο εκατομμύριο που δεν υπάρχει (ακατάληπτο) θα εμφανιστούνε, όταν ο φάκελος δεν έχει βρεθεί στο συρτάρι, δεν έχει (ακατάληπτο) είναι εκεί πέρα, που βρέθηκαν τα λεφτά; Που να ξέρω εγώ, «ισοζύγια» έγραφε πάνω, δεε, κάθε (ακατάληπτο) χρεώνομαι οχτακόσια πράγματα εγώ δεν ξέρω κάτι. Ο φάκελος, θα τον αγοράσουμε εμείς και θα μας τον δώσει (ακατάληπτο) γράψε απ’ έξω «έγγραφα – ισοζύγια – αποδείξεις» και τα λοιπά (ακατάληπτο) πήγαινε μια βόλτα, βάλε μέσα ότι χαρτιά έχεις πες να μας φέρεις και φέρτα. Θα τα φέρει, όπως πάλι στα δώσει χέρι χέρι εντάξει δεν πειράζει άστα εκεί στο γραφείο πες αυτό πίσω και το αφήνεις εκεί δύο μέρες. Αν υπάρχει μία στο εκατομμύριο να μας μπει κάποιος, θα εμφανιστεί εκείνη την ώρα. Ποιος;

Επόπτης: (ακατάληπτο).

Υποδιευθυντής: Ρε συ δεν υπάρχει περίπτωση.