Δεν αποδέχονται ο 41χρονος και η σύζυγός του τις κατηγορίες που τους αποδίδονται για τον θάνατο του 64χρονου άνδρα στον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας στα τέλη του περασμένου Ιουλίου, μετά τον καβγά που έγινε έπειτα από κοινωνική εκδήλωση στην οποία έδωσε το παρών το ζευγάρι.
Το δικηγορικό γραφείο του Ιωάννη Γλύκα με ανακοίνωση που εξέδωσε τονίζει ότι «χαρακτηριστική είναι η απουσία οιουδήποτε πρόσφορου κι ενοχοποιητικού εις βάρος του κατηγορουμένου και της συζύγου του για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση», κάνοντας λόγο για «ψευδείς και συκοφαντικές ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις οι οποίες είναι άκρως αποκλίνουσες από την πραγματικότητα».
Η ανακοίνωση αναφέρει:
Την 24/07/2024 απολογήθηκαν οι εντολείς μου για το αδίκημα που διαπράχθηκε στην τ.κ. Αγίου Πέτρου Βόρειας Κυνουρίας.
Ο κατηγορούμενος Κ.Δ. απολογήθηκε ενώπιον της Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Τρίπολης μαζί με την σύζυγό του Α.Λ. με την κατηγορία της τετελεσμένης ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με ενδεχόμενο δόλο, και η σύζυγός του με την κατηγορία της απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με ενδεχόμενο δόλο.
Στον πρώτο επιβλήθηκε η προσωρινή κράτηση. Επιβολή προσωρινής κράτησης με καταφανή και παντελή έλλειψη οιασδήποτε ένδειξης, πολλώ δε μάλλον απόδειξης περί της ενοχής του.
Χαρακτηριστική είναι η απουσία οιουδήποτε πρόσφορου κι ενοχοποιητικού εις βάρος του κατηγορουμένου και της συζύγου του για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, στοιχείου, ιατροδικαστικής έκθεσης δυνάμενης να στοιχειοθετήσει την ανθρωποκτόνο πρόθεσή του στο εν λόγω έγκλημα ή, με μόνες τις ψευδείς και συκοφαντικές ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις οι οποίες είναι άκρως αποκλίνουσες από την πραγματικότητα.
Μετά από ενδελεχή και άκρως εμβριθή εξέταση των ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων, ουδεμία ένδειξη δεν ανέκυψε περί ανθρωποκτόνου πρόθεσης με οιοδήποτε τρόπο αρνούμενοι καθ’ ολοκληρίαν την αποδοθείσα εις αυτών κατηγορία.
Ελλείψει των αποτελεσμάτων νεκροψίας-νεκροτομής, του πορίσματος της ιατροδικαστικής εξέτασης αλλά και των τοξικολογικών και ιστολογικών εξετάσεων δεν μπορεί να συναχθεί με ασφάλεια η αιτία θανάτου του θανόντα εκ των οποίων συνάγεται ότι μπορεί να αποδοθεί σε πτώση του και σε αδυναμία του να διατηρήσει την ισορροπία του εξαιτίας της πιθανής αυξημένης κατανάλωσης αλκοόλ.
Ένα αποτέλεσμα, όμως, που δεν συνιστά πραγμάτωση εκείνου ακριβώς του κινδύνου, εξαιτίας του οποίου είναι άδικη η συμπεριφορά του κατηγορουμένου, αλλά άλλου κινδύνου, τον οποίο αυτός δεν μπορούσε να ελέγξει αντικειμενικά, δεν είναι δικό του το έργο και γι’ αυτό δεν μπορεί να καταλογιστεί στην συμπεριφορά του.
Εν προκειμένω, κρίσιμο είναι να εξεταστεί η συμπεριφορά του κατηγορουμένου Κ.Δ, το ένα λάκτισμα δηλαδή προς τον θανόντα στην περιοχή του ώμου κατά πόσο οδήγησε αυτή στο επελθόν αποτέλεσμα του θανάτου. Κατ’ αρχήν, είναι απαραίτητο να υπογραμμιστεί πως δεν υπάρχει ακόμα ιατροδικαστική έκθεση ώστε να διενεργηθεί νεκροψία – νεκροτομή και αποτελέσματα των ιστολογικών και τοξικολογικών εξετάσεων.
Εξαιρετικά σημαντικό πως στο πιστοποιητικό θανάτου του θανόντα ως αιτία θανάτου κρίνεται απροσδιόριστη εν αναμονή των εργαστηριακών εξετάσεων.
Ως εκ τούτου εκλείπουν οι κατά τεκμήριο αποδείξεις που δημιουργούν ενδείξεις για την ύπαρξη ανθρωποκτόνου δόλου με την μορφή του ενδεχόμενου.
Στις 20-07-2024 ήταν προγραμματισμένη τελετή βαπτίσεως που οργάνωνε συγγενικό πρόσωπο της συζύγου του στον τόπο καταγωγής του. Την ημέρα της τελετής που ήταν προγραμματισμένη η τελετή βαπτίσεως αρχικά παρευρέθησαν στην Ιερά Μονή Μαλεβής Αρκαδίας ενώ μετά το πέρας της ιερής τελετής περί ώρα 13.30 – 14.00 μετέβησαν με την σύζυγο και την ανήλικη θυγατέρα τους στον χώρο της δεξιώσεως.
Περί ώρα 22.30 – 23.00 περίπου και ενώ βρισκόταν με την οικογένειά του στο τραπέζι της τελετής βαπτίσεως εμφανίστηκε ο θανών εμφανώς φαινόμενος πως είχε καταναλώσει αλκοόλ. Περί ώρα 23.30 περίπου μετέβησαν οι δύο κατηγορούμενοι με την παρέα τους σε διπλανό μαγαζί. Ο θανών τους ακολούθησε. Αποχωρώντας και φτάνοντας στο αυτοκίνητό τους, η σύζυγός του έβαλε την ανήλικη θυγατέρα τους στο παιδικό κάθισμα και στην συνέχεια η ίδια μπήκε στην θέση του οδηγού. Ενώ η θύρα της θέσης του συνοδηγού ήταν ανοιχτή ο κατηγορούμενος αντιλήφθηκε τον θανόντα εμφανώς μεθυσμένο και εξαγριωμένο να φωνάζει.
Δίχως να προλάβει ο κατηγορούμενος να εισέλθει στην θέση του συνοδηγού, ο θανών στην αρχή του κράτησε με την βία την πόρτα και στην συνέχεια αιφνιδίως δέχτηκε επίθεση αρπάζοντάς τον βιαίως από τα πόδια και με ορμή τον πέταξε στην θέση του συνοδηγού φωνάζοντάς του και με το να έχει εισέλθει ο ίδιος με το μισό του σώμα απειλητικά και στρεφόμενος βίαια προς την σύζυγό του εξυβρίζοντας προσπαθώντας να την πιάσει από τον λαιμό με την ανήλικη θυγατέρα τους, η οποία καθόταν στο πίσω κάθισμα να ξεσπά σε κλάματα τρομοκρατημένη.
Προσπάθησε και πάλι να επιτεθεί στην σύζυγο του κατηγορουμένου με εμφανή πρόθεση να της προξενήσει κακό εκδηλώνοντας μια άκρως επικίνδυνη συμπεριφορά. Αμυνόμενος ο κατηγορούμενος από την παρούσα, άδικη και επίμονη επίθεση προς εκείνον και την σύζυγό του από έναν εμφανώς μεθυσμένο άντρα και έχοντας την μόλις τριών ετών θυγατέρα του στο όχημα προσπάθησε να τον απωθήσει για να προστατέψει τόσο τον εαυτό του όσο και την σύζυγο και το ανήλικο τέκνο τους.
Στην προσπάθειά του να τον απωθήσει ο θανών τον πέταξε με βία έξω από το αυτοκίνητο, με την επίθεση να είναι ακόμα παρούσα και το αποτέλεσμα να βρίσκονται και οι δύο επί του οδοστρώματος με τον θανόντα να βρίσκεται πάνω από τον κατηγορούμενο.
Η σύζυγος του κατηγορουμένου φωνάζοντας έντρομη για βοήθεια προσπάθησε να απομακρύνει τον θανόντα. Όταν ο κατηγορούμενος προσπάθησε να σηκωθεί, ο θανών κατευθύνθηκε και πάλι με βία προς την σύζυγο του κατηγορουμένου, όπου για να τον αποτρέψει και πάλι τον λάκτισε στην περιοχή του ώμου.
Έντρομοι για την ζωή τους αποχώρησαν παρατηρώντας τον θανών να έχει ακόμα τις αισθήσεις του. Μάλιστα περί ώρα 5.00 οι ίδιοι μετέβησαν στο Αστυνομικό Τμήμα Άστρους προκειμένου να καταγγείλουν την σε βάρος τους επίθεση.
Κανένας από τους δύο κατηγορούμενους δεν επεδίωξε ούτε αποδέχθηκε ως ενδεχόμενο το γεγονός του θανάτου ώστε να πληρούται η ειδική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας. Επρόκειτο για αποκλειστικά αμυντική ενέργεια προκειμένου να σταματήσει η επιθετική, βίαιη συμπεριφορά του θανόντος προς την οικογένειά τους η οποία τους είχε προκαλέσει φόβο για την σωματική τους ακεραιότητα και την ζωή τους.
Δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί σε ουδεμία περίπτωση το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως με ενδεχόμενο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Όλως επικουρικώς του ισχυρισμού της κατάστασης άμυνας όπου θα πρέπει να οδηγήσει στην απαλλαγή των κατηγορουμένων καθώς δεν έχουν τελέσει τελικά άδικη πράξη λόγω της παρούσας και άδικης επίθεσης που δεχτήκαν θα πρέπει να γίνει μετατροπή της κατηγορίας σε θανατηφόρα σωματική βλάβη όπου για το αποτέλεσμα του θανάτου απαιτείται η αμέλεια ως μορφή υπαιτιότητας.
Ο κατηγορούμενος ούτε προέβλεψε το ενδεχόμενο του θανάτου, πολλώ δεν μάλλον δεν το αποδέχτηκε, κάτι το οποίο αποτελεί ισχυρισμό μείζονος σημασίας.
Ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, Ιωάννης Γλύκας, επεσήμανε ότι πρόκειται προδήλως για επονείδιστη σε βάρος των εντολέων του προσπάθεια καθυπόδειξής τους ως δραστών με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και απλή συνέργεια στο αδίκημα αυτό ως προς την σύζυγό του, χωρίς καμία αποδεικτική βάση.
Το χρονικό της υπόθεσης
Σύμφωνα με τα όσα έγιναν γνωστά, ο 41χρονος και η 34χρονη φέρονται να διαπληκτίστηκαν με τον 64χρονο, μετά το πολύωρο γλέντι βάφτισης στο χωριό.
Υπήρξε λογομαχία μεταξύ του θύματος του και του 41χρονου συλληφθέντα η οποία πήρε ανεξέλεγκτη τροπή και οδήγησε στον θάνατο του 64χρονου.
Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν πως ο δράστης ισχυρίστηκε ότι ο 64χρονος υπό την επήρεια μέθης παρενόχλησε με λεκτικά υπονοούμενα την 34χρονη και ο σύζυγός της του ζήτησε τον λόγο, ενώ άρχισε να τον χτυπά. Σύμφωνα με μαρτυρίες, στον ξυλοδαρμό του 64χρονου συμμετείχε και ένα ακόμη άτομο από την παρέα των συλληφθέντων.
Μάλιστα, κατά τις ίδιες μαρτυρίες, ο 41χρονος άφησε αρχικά ημιλιπόθυμο τον 64χρονο, αποχώρησε για λίγο, επέστρεψε στο σημείο και άρχισε να τον χτυπά εκ νέου.
Το επόμενο πρωί ο 41χρονος και η 34χρονη πήγαν στο αστυνομικό τμήμα, προκειμένου να καταγγείλουν, σύμφωνα με την Αστυνομία, περιστατικό λεκτικής παρενόχλησης σε βάρος της γυναίκας από το θύμα.
Αμέσως μετά οι αστυνομικοί συνέλαβαν τον 41χρονο και την 34χρονη.