Στον αβάσταχτο πόνο των γονιών που έχασαν τα παιδιά τους στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι αναφέρθηκαν, καταθέτοντας στο δικαστήριο, δυο άνθρωποι που βίωσαν «τον χειρότερο εφιάλτη για κάθε γονέα».
«Αναγκάστηκα να ζήσω με αυτό που δεν ζεις…», είπε συντετριμμένος ο Ιωάννης Φιλιππόπουλος, ο οποίος συγκλόνισε περιγράφοντας πώς τα εννιάχρονα δίδυμα κοριτσάκια του βρέθηκαν νεκρά μαζί με τους γονείς του στο κτήμα Φράγκου. «Βρέθηκαν και οι τέσσερις αγκαλιασμένοι. Η μητέρα μου από κάτω, τα κορίτσια ανάμεσα και ο πατέρας μου από πάνω», είπε «ραγίζοντας καρδιές» και συμπλήρωσε: «Μου είπαν ότι τα κορίτσια πέθαναν νωρίτερα, γιατί είχαν πιο μικρά πνευμόνια, και οι γονείς μου πέθαναν μετά. Αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί… Τους κύκλωσε η φωτιά και αυτό ήταν… Και εγώ πρέπει όλο αυτό να το ανεχτώ. Να ζήσω με αυτό, που δεν ζεις… Όταν όλος ο κόσμος φεύγει για διακοπές, εγώ πάω στο νεκροταφείο. Μου στέρησαν τις αγκαλιές των παιδιών μου…».
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε και στον απαράδεκτο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι δικοί του άνθρωποι. «Ξανακάναμε δεύτερη κηδεία, γιατί βρέθηκαν τα πόδια της μητέρας μου πιο μακριά σε διαφορετική μέρα. Μου έδωσαν τους γονείς μου για ταφή, αλλά δεν μου έδιναν τα παιδιά, γιατί δεν μπόρεσαν να τα ξεχωρίσουν, και το κάναμε με βάση τα εκμαγεία από τα μασελάκια, που είχε κρατήσει η γυναίκα μου… Ζήτησα να σφραγίσουν τα φέρετρα τους και δεν άφησα κανέναν… Τα κατέβασα εγώ στον τάφο τα φέρετρα των παιδιών μου», κατέθεσε σε μια δικαστική αίθουσα όπου επικρατούσε απόλυτη σιωπή, ενώ σημείωσε πως οι γονείς και τα κοριτσάκια του θα ζούσαν, αν δεν τους είχαν στείλει και αυτούς στην παγίδα θανάτου μέσα στο Μάτι…
«Έπρεπε να αφήσω το ένα μου παιδί στη θάλασσα, για να σώσω το άλλο»
Η Αθηνά Μουτάφη είδε τον γιο της να χάνεται μέσα στη θάλασσα την ώρα που έδινε μάχη, για να σώσει την κόρη της.
«Σας παρακαλούμε πολύ, να κάνετε το καθήκον σας και να μας λυτρώσετε από τον πόνο. Μόνο εσείς μπορείτε να το κάνετε αυτό», είπε η μάρτυρας απευθυνόμενη στο δικαστήριο και περιέγραψε την τραγωδία που έζησε τη μοιραία ημέρα, όταν μαζί με τα παιδιά της βρέθηκαν στη θάλασσα σε μια προσπάθεια να γλιτώσουν από την πύρινη λαίλαπα.
«Το μόνο πράγμα που έκανε ο κρατικός μηχανισμός ήταν ότι δεν έκανε τίποτα. Δεν είμαι υπερβολική, επειδή έχασα το παιδί μου. Έτσι είναι! Αν τα είχαν κάνει όλα καλά, ούτε θα εκβίαζαν τον πραγματογνώμονα ούτε θα γινόταν παραποίηση στοιχείων», είπε φανερά φορτισμένη και μίλησε με λεπτομέρειες για τις τελευταίες στιγμές δίπλα στον γιο της, Βίκτωρα.
«Τα κύματα ήταν τεράστια. Μας κουκούλωναν. Το μέλημα μου ήταν να μην χαθούμε με τα παιδιά και να είμαστε κοντά. Μετά από δύο τρία κύματα έβλεπα τη Βάσια, αλλά όχι τον Βίκτωρα. Μετά τον είδα μπρούμυτα. Είχε φύγει το παιδί. Η Βάσια ήθελε να τον πάρουμε μαζί. Ο χειρότερος εφιάλτης για κάθε γονέα. Εγώ τον ζούσα μπροστά μου. Αναγκάστηκα να αφήσω το παιδί μου. Είδα το παιδί μου να χάνεται μπροστά μου βασανιστικά και να πρέπει να το αφήσω μέσα στη θάλασσα, για να σώσω το άλλο μου παιδί. Είχαμε κουραστεί πολύ. Κάποια στιγμή έβγαλα το στηθόδεσμο μου και έδεσα το χέρι μου με το χέρι του παιδιού μου, για να μη χαθούμε. Είμαστε στον ωκεανό μόνες μας. Μετά συναντηθήκαμε με κάποιους άλλους και ενωθήκαμε. Έρχονταν και άλλα επιπλέοντα πτώματα. Αυτά που βλέπετε εσείς στις ταινίες εμείς τα ζήσαμε στην πραγματικότητα», κατέθεσε με δάκρυα στα μάτια και συνέχισε λέγοντας: «Κάποια στιγμή είδαμε φώτα από ένα ψαροκάικο. Μόλις έβαλα το παιδί μου στο καΐκι, εγώ δεν ήθελα να σωθώ. Δεν ένιωθα καμία χαρά που σώθηκα. Βγήκαμε στη Ραφήνα στις δώδεκα. Μας έβγαλαν στο λιμάνι γυμνές και ξυπόλητες. Μας πήραν τα ονόματά μας και μετά μας άφησαν μόνες μας. Οκτώ μέρες μετά βρέθηκε το παιδί μου…».
Μάλιστα, οι τόνοι ανέβηκαν, όταν κατηγορούμενος παρενέβη, λέγοντας πως τις κρίσιμες ώρες το ελικόπτερο δεν μπορούσε να πετάξει, γιατί υπήρχε πρόβλημα ορατότητας εξαιτίας των καπνών. Η κόρη της κυρίας Μουτάφη εξερράγη, καθώς 6 χρόνια μετά δεν έχει καταφέρει να συνέλθει από την απώλεια του αδελφού της, τον οποίο είδε να επιπλέει νεκρός στη θάλασσα πλάι της.