Τα μέλη της δεύτερης ομάδας των κατηγορουμένων στην υπόθεση της εγκληματικής οργάνωσης που φέρεται να συνδέεται με τη δολοφονία του αστυνομικού Γιώργου Λυγγερίδη, τον περασμένο Δεκέμβριο, στου Ρέντη δίνουν σήμερα εξηγήσεις ενώπιον της δικαιοσύνης.
Συνολικά 32 κατηγορούμενοι πέρασαν νωρίς το πρωί το κατώφλι της Ευελπίδων προκειμένου να απολογηθούν, σε τρεις ανακριτές που χειρίζονται την υπόθεση, αντιμέτωποι κατά περίπτωση με 28 κατηγορίες οι 12 εκ των οποίων τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος.
Πέντε από τους κατηγορούμενους έχουν απολογηθεί μέχρι τώρα και κάποιοι, σύμφωνα με πληροφορίες, έχουν ήδη φύγει από τα δικαστήρια καθώς αφέθηκαν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους.
Χθες πήραν το δρόμο για τη φυλακή επτά κατηγορούμενοι από τους 31 που απολογήθηκαν σε μια μαραθώνια διαδικασία η οποία διήρκησε μέχρι λίγο πριν τα μεσάνυχτα.
Μεταξύ των κατηγορουμένων που κρίθηκαν προφυλακιστέοι βρίσκονται και πρόσωπα που, σύμφωνα με τις αρχές, ανήκουν στην ηγετική ομάδα των καθοδηγητών που έδρασε τη βραδιά της δολοφονικής επίθεσης εναντίον των αστυνομικών δυνάμεων.
Ανάμεσα τους, ο 27χρονος μάνατζερ γνωστού τράπερ στον οποίο αποδίδεται κατηγορία για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης και οδηγήθηκε στις φυλακές Άμφισσας. Στην απολογία του ο νεαρός κατηγορούμενος φέρεται να αρνήθηκε τις κατηγορίες ισχυριζόμενος πως υπάρχει βιντεοληπτικό υλικό που τον δείχνει το βράδυ της επίθεσης να βρίσκεται σε ταχυφαγείο και όχι στο κλειστό γήπεδο στον Ρέντη.
Ο κατηγορούμενος σύμφωνα με πληροφορίες , κατήγγειλε ότι ξυλοκοπήθηκε άγρια από τους αστυνομικούς τον περασμένο Δεκέμβριο , όταν μετά τα επεισόδια, είχε προσαχθεί. Μάλιστα, ο 27χρονος φέρεται να είπε ότι του προτάθηκε να μπει σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων, αλλά αρνήθηκε.
Από τότε, όπως φέρεται να ισχυρίζεται, στοχοποιήθηκε από τις αρχές καθώς δεν θέλησε να καταθέσει επιβαρυντικά στοιχεία για πρόσωπα και γεγονότα που ο ίδιος δεν γνωρίζει. Επιπλέον, ο κατηγορούμενος σύμφωνα με πληροφορίες, φέρεται να λέει ότι έχει στοχοποιηθεί και από οπαδούς της ομάδας του.
Στη φυλακή οδηγήθηκε ο 31χρονος με το προσωνύμιο «Κοκός» που εμφανίζεται να έδινε «εντολές» αλλά και ο 33χρονος με το προσωνύμιο «ΟΜΛΕ» ο οποίος, σύμφωνα με την κατηγορία, ανήκει , επίσης, στην διευθυντική ομάδα της εγκληματικής οργάνωσης..
Οι κατηγορούμενοι , σύμφωνα με πληροφορίες, στις απολογίες τους αρνήθηκαν τις κατηγορίες που τους αποδίδονται με τους συνηγόρους τους, μάλιστα, να κάνουν λόγο για «ανύπαρκτο αποδεικτικό υλικό» και «ελλιπέστατη δικογραφία».
«Ουδέποτε εξήλθα του γηπέδου»
Πληροφορίες αναφέρουν ότι ο «ΟΜΛΕ» αρνήθηκε με κατηγορηματικό τρόπο την εμπλοκή του στην υπόθεση σημειώνοντας πως «οι αστυνομικές Αρχές μέχρι και την 26.02.2024 δεν με συγκαταλέγουν ουχί μόνον ως ηθικό αυτουργό ή φυσικό αυτουργό αλλά ούτε και ως άτομο που «διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην υλοποίηση του σχεδίου»!!!» . Μάλιστα, φέρεται στο απολογητικό του υπόμνημα να ανέφερε ότι δεν συμμετείχε στα επεισόδια επικαλούμενος σχετικές φωτογραφίες και βιντεοληπτικό υλικό για να στηρίξει τον ισχυρισμό του.
«Το βιντεοληπτικό υλικό της δικογραφίας αποδεικνύει ότι από την έναρξη του αγώνα εγώ ευρίσκομαι στην κερκίδα. Δεν χρησιμοποιώ το κινητό μου τηλέφωνο, δεν έχω την οιαδήποτε συζήτηση με τρίτα πρόσωπα, κρατώ ανά χείρας τηλεβόα, απευθύνομαι στην κερκίδα, φωνάζω συνθήματα και προτρέπω να εμψυχώσουμε την αγαπημένη μας ομάδα. Αυτή είναι η μόνη μορφή επικοινωνίας μου, και δη με αόριστο αριθμό ατόμων. Όταν αναφέρει η διωκτική αρχή ότι η κερκίδα αδειάζει εγώ δεν μετακινούμαι από την θέση μου και εξακολουθώ να φωνάζω συνθήματα στην κερκίδα» φέρεται να ισχυρίστηκε τονίζοντας ότι κατά τη διάρκεια των επεισοδίων κινήθηκε μόνο μέσα στο γήπεδο. «Κατέβηκα από τις κερκίδες στον αγωνιστικό χώρο για να ενημερωθώ για την κατάσταση εκτός γηπέδου και να ρωτήσω τι θα γίνει με εμάς που έχουμε εγκλωβιστεί εντός γηπέδου. Ευρίσκομαι πάντα εντός γηπέδου και φυσικά ουδέποτε «έσπασα πέτρες. Περαιτέρω καταδεικνύεται ότι ουδέποτε εξήλθα του γηπέδου αλλά κινήθηκα μόνον στον αγωνιστικό χώρο και μόνον όταν διεκόπη ο αγώνας» φέρεται να είπε.
Ο κατηγορούμενος , σύμφωνα με πληροφορίες, ανέφερε πως βρέθηκε στο γήπεδο με νοικιασμένο αυτοκίνητο όχι για «να καταστεί δυσχερέστερη η ενδεχόμενη ταυτοποίηση» του αλλά επειδή είχε παρουσιάσει πρόβλημα το αυτοκίνητο του για το οποίο προσκόμισε σχετικά έγγραφα.
«Απογευματινές ώρες της 07.12.2023 πράγματι μετέβην με το όχημα που είχα ενοικιάσει σε προηγούμενο χρόνο και μόνον για τις ανάγκες μετακίνησης εμού και τις οικογένειας μου, εγγύς του αποθηκευτικού χώρου στο γήπεδο «Γεώργιος Καραϊσκάκης». Αφού πήρα τα «πανιά – λάβαρα» τα τοποθέτησα στο αυτοκίνητό μου. Δεν έδωσα καμία «οδηγία» για πρόκληση επεισοδίων» περιέγραψε , σύμφωνα με πληροφορίες, στο απολογητικό του υπόμνημα ο κατηγορούμενος.
Είκοσι τέσσερις από τους κατηγορούμενους που απολογήθηκαν , χθες, αφέθηκαν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους. Στην πλειονότητα των κατηγορουμένων επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι της εμφάνιση σε αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους, της απαγόρευσης παρακολούθησης αθλητικών εκδηλώσεων οποιασδήποτε ομάδας και της απαγόρευσης συμμετοχής σε δραστηριότητες αθλητικών συνδέσμων.
«Πρώτη φορά στη ζωή μου έπιανα φωτοβολίδα»
Ανάμεσα στους κατηγορούμενους που μετά την απολογία τους αφέθηκαν ελεύθεροι με όρους είναι ο 16χρονος αδελφός του 18χρονου που κρατείται προσωρινά για τη δολοφονία του 31χρονου αστυνομικού.
Ο ανήλικος, σύμφωνα με πληροφορίες , απολογούμενος ισχυρίστηκε πως για πρώτη φορά στη ζωή του έπιασε φωτοβολίδα εκείνο το βράδυ όταν του την έδωσε ένα άγνωστο σε εκείνον πρόσωπο.
«Φτάνοντας στο στάδιο είχε ξεκινήσει ο αγώνας. Ξαφνικά, μετά το πρώτο σετ άνοιξε η πόρτα του γηπέδου και είδα περίπου 100 άτομα να βγαίνουν προς τα έξω τρέχοντας» φέρεται να περιέγραψε ο 16χρονος στην απολογία του συμπληρώνοντας πως ο 18χρονος αδελφός του ακολούθησε «για να δει τι συμβαίνει». «Έτσι βγήκα και εγώ έξω για να διαπιστώσω τι συμβαίνει. Στην προσπάθεια μου να προσεγγίσω τον αδερφό μου, ο οποίος βρισκόταν αρκετά πιο μπροστά από μένα, παρέμεινα στο σημείο κάποια λεπτά μέσα στο πλήθος, όταν κάποιος άγνωστος μου έδωσε να κρατήσω μία φωτοβολίδα» ανέφερε στην απολογία του ο ανήλικος συμπληρώνοντας «Πρώτη φορά στη ζωή μου έπιανα φωτοβολίδα, δεν ήξερα τι ακριβώς είναι και πώς λειτουργεί. Μόλις συνειδητοποίησα ότι στο χέρι μου υπάρχει κάποιο επικίνδυνο αντικείμενο φοβήθηκα, αμέσως την άφησα από το χέρι μου και την πέταξα αμέσως κάτω».