Ο γίγαντας των ρωσικών γραμμάτων και κορυφαία μορφή του λογοτεχνικού στερεώματος χάρισε στην ανθρωπότητα μια σειρά από εμβληματικά θεατρικά του κλασικού πλέον δραματουργικού ρεπερτορίου.

Ο πιο διορατικός δραματουργός που ξεπήδησε ποτέ από τη Ρωσία και μέγας ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής άφησε έργο ζηλευτό, στο οποίο περιλαμβάνονται οι σταθμοί του παγκόσμιου θεάτρου «Ιβάνοφ», «Πλατόνοφ», «Γλάρος», «Θείος Βάνιας», «Τρεις Αδελφές», «Βυσσινόκηπος», την ίδια στιγμή που τα διηγήματά του ήταν αρκετά να τον ενθρονίσουν στο πάνθεο του ιδιαίτερου αυτού λογοτεχνικού είδους.

Με έργο που ξεχωρίζει για την αυθεντικότητα αλλά και τη λεπτότητα της καταβύθισης στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, ο γιατρός Τσέχοφ συνδύασε ρεαλισμό και φιλοσοφική ενατένιση διατηρώντας πάντα την απαράμιλλη αίσθηση του ανθρωπισμού του.

Ο Τσέχοφ αναγνωρίζεται πια στα πέρατα του κόσμου ως μαέστρος του διηγήματος και κυρίως ως μια από τις ηγετικές μορφές της δραματουργίας του 19ου και 20ού αιώνα, ασκώντας καθοριστική επιρροή στους μεταγενέστερους συγγραφείς.

Έβαλε εξάλλου στο δραματουργικό του στόχαστρο την ανθρώπινη παρακμή και τη φθορά που καραδοκεί σε μια καθημερινότητα ανοίκεια, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για μια ολόκληρη θεατρική σχολή σκέψης: «Η ψείρα τρώει τα φυτά, η σκουριά το σίδερο, αλλά η ψευτιά την ψυχή».

Τα βάθη της ανθρώπινης φύσης, η κρυμμένη σημασία φαινομενικά ασήμαντων καθημερινών γεγονότων αλλά και η λεπτή γραμμή που χωρίζει την κωμωδία από την τραγωδία σπάνια έχουν ξαναβρεί καλύτερη θεατρική ενσάρκωση…

Πρώτα χρόνια

Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ γεννιέται στις 29 Ιανουαρίου 1860 σε ένα λιμάνι της Νότιας Ρωσίας ως το τρίτο από τα έξι παιδιά ενός αλκοολικού παντοπώλη. Από τα μικράτα του μπαίνει λοιπόν στη συνεχώς δοκιμαζόμενη πατρική επιχείρηση, την ώρα που κάνει τα πάντα για να βρίσκει χρόνο να παρακολουθεί τα σχολικά του μαθήματα.

Ο μέθυσος πατέρας ήταν ένας άνθρωπος ιδιαιτέρως αυστηρών αρχών και βαθύτατα θρησκευόμενος (αν όχι θρησκόληπτος), μεγαλώνοντας τα παιδιά του όσο πιο αυστηρά και απόμακρα μπορούσε.

Όσο για τη μητέρα του, αυτή απολάμβανε να διαβάζει παραμύθια και διηγήματα στα παιδιά της, παραμένοντας εν πολλοίς απούσα από την ακραία πειθαρχημένη ανατροφή των μικρών. Ο πατέρας αναγκάστηκε το 1875 να βάλει λουκέτο στο μαγαζί και μετέφερε τη φαμίλια του στη Μόσχα, αφήνοντας τον μικρό Αντόν στη γενέτειρα για να ολοκληρώσει τις σχολικές του υποχρεώσεις. Ο πιτσιρικάς συντηρείται παραδίδοντας κατ’ οίκον μαθήματα και κάνοντας ό,τι δουλειά του έπεφτε στα χέρια.

Το 1879, ο Αντόν επανασυνδέθηκε με την οικογένειά του στη Μόσχα και παρά την καταραμένη φτώχεια κατάφερε να γίνει δεκτός στην Ιατρική Σχολή του τοπικού πανεπιστημίου. Με τον πατέρα του να παραδέρνει στην ανέχεια και να κρύβεται πια από τους πιστωτές του, ο φοιτητής Αντόν γράφει με ψευδώνυμο τα πρώτα του χιουμοριστικά διηγήματα (τα οποία παράγει κατά δεκάδες!), τα οποία δημοσιεύει επ’ αμοιβή σε περιοδικά και επιθεωρήσεις…

Πρώτα έργα



Από τη δεκαετία του 1880, όταν και πήρε το πτυχίο του στην ιατρική δηλαδή, ασκεί το λειτούργημα καθημερινά, κάτι που θα συνεχίσει για όλη του τη ζωή. Ως γιατρός ήταν εξάλλου γνωστός στα χρόνια του, ως γιατρός που απλά έγραφε! Τον ανησυχούσε εξάλλου η πανδημία χολέρας που χτύπησε τη Ρωσία εκείνη την εποχή και εργάστηκε ακούραστα για την καταπολέμησή της. Κι έτσι όπου εγκαθίσταται εξυπηρετεί ως γιατρός αμέτρητα χωριά και βιομηχανικές μονάδες, παρέχοντας συχνά τις υπηρεσίες του δωρεάν.

Παρά την ολοήμερη ενασχόλησή του με το λειτούργημα του γιατρού, την εποχή αυτή αρχίζει να δοκιμάζει πια τις συγγραφικές του δυνάμεις πιο σοβαρά, εκδίδοντας έργα με το δικό του όνομα πλέον. Τα πρώτα του διηγήματα εμφανίζονται στον καθημερινό Τύπο αλλά και σε λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ δημοσιεύονται και ως μέρος συλλογικών έργων (αρχίζοντας από το 1886).

Τα πρώτα αυτά διηγήματα και ιδιαιτέρως το μυθιστόρημα «Η Στέπα» θα του εξασφαλίσουν σύντομα φήμη ως συγγραφέα, καθώς το τελευταίο θα του φέρει το σπουδαίο ρωσικό Βραβείο Πούσκιν το 1888. Την εποχή αυτή είναι βαθύτατα επηρεασμένος από τον ρεαλισμό των γιγάντων των ρωσικών γραμμάτων Τολστόι και Ντοστογιέφσκι, κάτι που αποκαλύπτεται στη γραφή του.

Ταυτοχρόνως, δοκιμάζει και τις δυνάμεις του στη δραματουργία, με τα πρώιμα αυτά θεατρικά να είναι μονόπρακτες φάρσες και κωμικά σκετσάκια. Αν και δεν θα του έπαιρνε πολύ να αναπτύξει το απόλυτα δικό του στιλ, ένα ιδανικό μείγμα τραγωδίας και κωμωδίας. Τα πρώτα του αυτά θεατρικά, όπως ο σπουδαίος «Ιβάνοφ» (1887), διηγούνται ιστορίες πτώσης και παρακμής μορφωμένων ανθρώπων της ανώτερης τάξης, που έχουν να παλέψουν με τα χρέη, την αρρώστια και άλλα συγκρουσιακά γεγονότα.

Είναι εξάλλου και ο ίδιος ασθενής: οι κακουχίες των παιδικών και νεανικών του χρόνων του κληροδότησαν τη φυματίωση, η οποία έμελλε να τον ταλαιπωρήσει για το υπόλοιπο του βίου του, νικώντας τον τελικά πριν κλείσει τα 45 χρόνια ζωής. Παρά την επίγνωση της ασθένειάς του και την εύθραυστη υγεία του όμως, ο Τσέχοφ δουλεύει πυρετωδώς συνδυάζοντας με το ίδιο πάθος την ιατρική και την τέχνη.

Άλλωστε τόσο η σύζυγος όσο και η ερωμένη του, όπως περίφημα τις αποκαλούσε, εξυπηρετούσαν πάντα τον ίδιο σκοπό: τη θεραπεία του ανθρώπου μέσα στο σώμα και την ψυχή του…

Κορυφαία έργα

Τα περισσότερα από τα κλασικά σήμερα αριστουργήματα του ρώσου δραματουργού θα γραφτούν από τη δεκαετία του 1890 μέχρι και τις τελευταίες κυριολεκτικά ημέρες του. Έχοντας ήδη επιδείξει το πόσο καλός ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής και των παθών της είναι με τα ανεπανάληπτα διηγήματά του (όπως τα «Στο Σούρουπο», «Η Κυρία με το Σκυλάκι», «Στο Φαράγγι», «Ο Επίσκοπος», «Η Αρραβωνιαστικιά» κ.λπ.), που του εξασφάλισαν εντωμεταξύ φήμη και κύρος στους λογοτεχνικούς κύκλους της Ρωσίας, ήταν πια ώρα να στραφεί στο θέατρο συγκεντρώνοντας εκεί τις δυνάμεις του.

Παρά ταύτα, τα θεατρικά του δεν είχαν αρχικά απήχηση στο κοινό, καθώς η φόρμα τους ήταν καινοτόμα: δεν φαινόταν να συμβαίνουν και πολλά στους μοναχικούς και απελπισμένους χαρακτήρες των έργων του, παρά το γεγονός ότι η υποδήλωση των σημαντικών συμβάντων ήταν εκεί. Ο Τσέχοφ έδινε έμφαση στις εσωτερικές συγκρούσεις των ηρώων του και αυτό είναι που κάνει σήμερα διαχρονικές τις θεατρικές του συνθέσεις. Παρά το γεγονός δηλαδή ότι τοποθετούνται στην προεπαναστατική Ρωσία, τα μηνύματά τους είναι πανανθρώπινα και έξω από χρονικά πλαίσια: «Χρειαζόμαστε νέους τρόπους έκφρασης. Χρειαζόμαστε νέους τρόπους, κι αν δεν μπορούμε να τους δημιουργήσουμε καλύτερα να μην κάνουμε τίποτα», έλεγε ο Τσέχοφ δια στόματος του ήρωά του στον «Γλάρο».

Παρά ταύτα, εμπορικά ήταν σχεδόν αποτυχίες, τουλάχιστον μέχρι να γνωρίσει τον παγκοσμίου φήμης καινοτόμο θεατρικό σκηνοθέτη Κονσταντίν Στανισλάφσκι, ο οποίος αγκάλιασε το ρεπερτόριο του Τσέχοφ ολόθερμα και άρχισε να το παρουσιάζει με τον πρωτοποριακό του τρόπο στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας! Η ευτυχής για τα χρονικά του παγκοσμίου θεάτρου συνεργασία εγκαινιάστηκε το 1898, όταν ο Στανισλάφσκι ξαναανέβασε τον θρυλικό σήμερα «Γλαρο» (1895), ο οποίος στην προηγούμενη παρουσίασή του είχε αποτύχει παταγωδώς.

Αυτή η συνεργασία θα σημάνει την αρχή μιας εξαιρετικά επιτυχημένης πορείας του Τσέχοφ: ακολουθούν «Ο Θείος Βάνιας» (1897), «Οι Τρεις Αδελφές» (1901) και «Ο Βυσσινόκηπος» (1904), που ενθρονίζουν τον διακριτικό γιατρό στην εμπροσθοφυλακή της θεατρικής πρωτοπορίας της Ρωσίας! Η ευρεία αναγνώρισή του επισφραγίζεται το 1899, όταν εκλέγεται μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας (θέση από την οποία αργότερα θα παραιτηθεί ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την αποπομπή του Γκόρκι).

Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι τα καινοτόμα θεατρικά του έργα αναδείχθηκαν μόνο μέσα από τη συνεργασία του με τον οραματιστή Στανισλάφσκι, ο οποίος πρότεινε επίσης έναν νέο τρόπο υποκριτικής και αναπαράστασης των γεγονότων πάνω στη σκηνή.

Η μυθική σήμερα συνεργασία του με τον Στανισλάφσκι θα του προσφέρει παράλληλα και ένα αναπάντεχο δώρο: τον έρωτα! Στον θίασο του οραματιστή σκηνοθέτη γνώρισε την ηθοποιό Όλγα Κνίπερ, την οποία ερωτεύτηκε παράφορα και παντρεύτηκε τελικά το 1901…

Κατοπινά χρόνια και θάνατος



Η φήμη και η προσωπική ευτυχία έμελλε ωστόσο να μη μακροημερεύσουν. Η φυματίωση που τον ταλαιπωρούσε από τα μικράτα του επιδεινώθηκε και η υγεία του ήταν πια σε κακό χάλι. Αναγκάστηκε λοιπόν να εγκαταλείψει τη θεατρική Ρωσία για μακροχρόνια θεραπεία σε κλινική-θέρετρο της Γερμανίας, αμέσως μετά την πρεμιέρα της ανεπανάληπτης μάλιστα επιτυχίας του «Βυσσινόκηπου» το 1904.

Κι έτσι πριν προλάβει καλά-καλά να εγκατασταθεί στο θεραπευτήριο της Γερμανίας, θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 15 Ιουλίου 1904, σε ηλικία 44 ετών. Και βέβαια το παροιμιώδες χιούμορ με το οποίο αντιμετώπιζε τη ζωή έμελλε να τον συντροφεύσει και στον θάνατο: η σορός του μεταφέρεται μέσα σε ένα βαγόνι με στρείδια, την ίδια ώρα που από τραγικό λάθος οι παριστάμενοι για την υποδοχή του ακολουθούν έναν άλλο νεκρό, έναν στρατιωτικό, τον οποίο συνοδεύουν με την μπάντα του δήμου!

Ο κορυφαίος δραματουργός ενταφιάστηκε στο κοιμητήρι Νοβοντέβιτσι, με τα κλαριά μιας κερασιάς να γέρνουν ράθυμα πάνω από το μνήμα του (ο πραγματικός τίτλος του αριστουργηματικού «Βυσσινόκηπου» ήταν «Ο Κήπος Με Τις Κερασιές»)…

Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr