Όταν παίχτηκε στο φεστιβάλ των Κανών το μνημειώδες «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» (1957), το διαχρονικό βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη που μετέφερε στον κινηματογράφο ο Ζιλ Ντασέν, ο Ζαν Κοκτό, μέλος της κριτικής επιτροπής, λιποθύμησε από θαυμασμό! «Και έπρεπε να τον συνεφέρουν για να συνεχίσει η διαδικασία», παρατήρησε λακωνικά ο Ντασέν. Αυτός ήταν ο σπουδαίος αμερικανός σκηνοθέτης που θα κατέληγε στο τέλος της ζωής του επίτιμος έλληνας πολίτης: από υποψήφιος για Όσκαρ (σκηνοθεσίας και σεναρίου) και προσωπικός βοηθός του Χίτσκοκ, η ζωή του θα έπαιρνε άσχημη τροπή όταν κυνηγήθηκε από τον μακαρθισμό και βρήκε καταφύγιο στην Ευρώπη και τη φιλόξενη ελληνική αγκαλιά στο τέλος. Ο ίδιος βέβαια ισχυριζόταν ότι «Ήμουν Έλληνας πριν γνωρίσω τη Μελίνα» και αν κρίνουμε από τη μαχητικότητα, την προοδευτικότητα και το πείσμα του, αυτό πιθανότατα ήταν αλήθεια! Ο γαλλικής καταγωγής αμερικανός μαέστρος της έβδομης τέχνης χάρισε σπουδαίες ταινίες, κυνηγήθηκε για τα πιστεύω του, έγινε παντοτινός σύντροφος της Μελίνας Μερκούρη και κράτησε στην καρδιά του την Ελλάδα, γινόμενος τελικά «δικός μας» με τα όλα του. Αν και στην Ιστορία θα έμενε γι’ αυτό ακριβώς που ήταν, ο μεγάλος σκηνοθέτης δηλαδή του «Ποτέ την Κυριακή» (1960), του «Τοπκαπί» (1964) και του «Ριφιφί» (1954)… Πρώτα χρόνια Ο Ζιλ Ντασέν γεννιέται στις 18 Δεκεμβρίου 1911 στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ ως ένα από τα 8 παιδιά του ρωσοεβραίου εμιγκρέ (γαλλικής καταγωγής) Σάμιουελ Ντασέν, που έβγαζε τα προς το ζην στον Νέο Κόσμο ως κουρέας. Λίγο μετά τη γέννηση του Ζιλ, ο πατέρας πήρε την οικογένεια και μετακόμισαν στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, όπου και θα φοιτήσει ο μικρός στο σχολείο και μάλιστα στο σκληρό περιβάλλον του Μπρονξ, αν και δεν έμελλε να αποφοιτήσει εξαιτίας της οικογενειακής ανέχειας. Στη δεκαετία του 1930 έμελλε να κάνει την κίνηση που θα του άλλαζε τη ζωή: προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο ίδιος δήλωσε το 2002 στον «Guardian» για την ιδεολογική απόφασή του να στραφεί στον κομμουνισμό: «Μεγαλώνεις στο Χάρλεμ, όπου έχεις μεγάλο πρόβλημα να τραφείς και να κρατήσεις τις οικογένειες ζεστές, και ζεις δίπλα στην Πέμπτη Λεωφόρο, όπου είναι κομψή. Δυσφορείς, ακούς ιδέες, βλέπεις πολλή φτώχεια γύρω σου και είναι έτσι μια φυσιολογική διαδικασία»… Ο ίδιος εγκατέλειψε ωστόσο το 1939 το Κομμουνιστικό Κόμμα, όταν ένιωσε απογοητευμένος από το σύμφωνο που υπέγραψε η ΕΣΣΔ με τη ναζιστική Γερμανία. Παρά ταύτα, για τον μακαρθισμό και τα πρωτοπαλίκαρά του στο Χόλιγουντ θα ήταν πάντα σκληροπυρηνικός κομμουνιστής! Από μικρός ήθελε να γίνει ηθοποιός, έχοντας ήδη ανέβει στο σανίδι σχολικών παραστάσεων με αξιώσεις, γι’ αυτό και στα μέσα της δεκαετίας του 1930 πετάχτηκε στην Ευρώπη να σπουδάσει υποκριτική, πριν επιστρέψει στη Νέα Υόρκη και βρει δουλειά ως θεατρικός ηθοποιός. Ταυτοχρόνως, ήταν και καλή πένα και άρχισε να σκαρώνει ιστορίες για το ραδιόφωνο, με πολλά σκετσάκια του να βρίσκουν πράγματι τον δρόμο της ραδιοφωνικής παραγωγής. Το κυνήγι της υποκριτικής θα τον φέρει στο Χόλιγουντ λίγο πριν ξεσπάσει στην Ευρώπη ο φονικός πόλεμος που θα έμενε στην Ιστορία ως Β’ Παγκόσμιος και θα μαθητεύσει δίπλα στον μεγάλο Άλφρεντ Χίτσκοκ! Από τη θέση του βοηθού σκηνοθέτη άρχισε να κάνει πια άλλα όνειρα και σύντομα θα έφτιαχνε τις δικές του ταινίες… Πρώτες δουλειές και μαύρη λίστα Ο Ζιλ Ντασέν πριν καλά-καλά το καταλάβει θα βρεθεί να σκηνοθετεί ταινίες για λογαριασμό της MGM. Από τις πρώιμες αυτές δουλειές του ξεχωρίζει το «Reunion in France» (1942), με πρωταγωνιστές τους Τζόαν Κρόφορντ και Τζον Γουέιν…
Πριν μπει στη μαύρη λίστα του Χόλιγουντ, κατάφερε να γίνει όνομα στην αμερικανική κινηματογραφία με το γνωστό φιλμ νουάρ «Brute Force» (1947) αλλά και το υπέροχο δράμα με τον Μπαρτ Λάνκαστερ «The Naked City» (1948), για το οποίο απέσπασε υποψηφιότητα για Όσκαρ Σκηνοθεσίας και Μοντάζ.
Ο Ντασέν συνέχισε τις ταινίες δράσης με το «Thieves’ Highway» (1949) και η τελευταία του χολιγουντιανή δουλειά έμελλε να είναι το «Night and the City» (1950), ένα φιλμ για το γύρισμα του οποίου θα βρεθεί στο Λονδίνο. Για μερίδα κριτικών, αυτό είναι το μεγάλο του αριστούργημα. Ο μεγαλοπαραγωγός Ντάριλ Ζάνουκ είχε εμπιστευτεί τη σκηνοθεσία στον Ντασέν την ώρα που ο τελευταίος εγκαλούνταν από τη διαβόητη Επιτροπή Αντι-Αμερικανικών Ενεργειών για τις σχέσεις του με την «κόκκινη απειλή». Παρά το γεγονός ότι δεν εμφανίστηκε ποτέ να καταθέσει ενώπιον του Μακάρθι, είχε ήδη καταδικαστεί ερήμην από τους καλοθελητές, οι οποίοι θυμούνταν πάντα τη ληγμένη εδώ και χρόνια κάρτα μέλους του στο Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ. Η καριέρα του βυθίστηκε έτσι στο σκοτάδι και ο ίδιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αμερική το 1953 καθώς πια ήταν «μη δυνάμενος να εργαστεί», όπως το έλεγε γλαφυρά ο ίδιος. Το μακαρθικό κυνήγι μαγισσών δεν το ξέχασε ποτέ ο Ντασέν ούτε και συγχώρεσε φυσικά τον Ηλία Καζάν, έπειτα από καταγγελία του οποίου μπήκε ο σκηνοθέτης στη μαύρη λίστα ως κομμουνιστής: «Ο Καζάν ήταν κάποιος που αγαπούσα και ποτέ δεν ξεπέρασα αυτό που έκανε», δήλωσε χρόνια αργότερα για να συνεχίσει: «Υπάρχουν πράξεις μετά τις οποίες κάποιες πόρτες και κυρίως κάποιες αγκάλες δεν πρέπει ποτέ να ξανανοίγουν»… Ευρώπη, Ελλάδα και άλλα πολλά Γεμάτος πικρία, βρήκε καταφύγιο στη Γαλλία το 1953, παρά το γεγονός ότι τα γαλλικά του εξαντλούνταν σε μια χούφτα φράσεων. Εκεί πέρασε δύσκολες ώρες ανεργίας για τα επόμενα 5 χρόνια, παρά το γεγονός ότι η φήμη του προηγούνταν. Κι έτσι συμφώνησε κάποια στιγμή να γυρίσει μια ταινία χαμηλού προϋπολογισμού, τελείως διαφορετική συνθήκη δηλαδή από αυτή που είχε συνηθίσει στο πολυδάπανο Χόλιγουντ, για μια ληστεία κοσμημάτων. Μιλάμε φυσικά για το υπέροχο «Ριφιφί» (1955) που θα τον κάνει όνομα και στην Ευρώπη! Ο ίδιος εμφανίστηκε στην ταινία, με ψευδώνυμο πάντα (Perlo Vita), παίζοντας έναν ιταλό μαέστρο στα χρηματοκιβώτια… Παρά τον χαμηλό προϋπολογισμό, η ταινία τού έφερε το μεγάλο βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Κανών. Και τότε γνωρίζει την ελληνίδα ηθοποιό Μελίνα Μερκούρη και αλλάζει πλήρως ρότα στη ζωή του, γνωρίζοντας μια δεύτερη καριέρα στην Ευρώπη με τη μούσα του και πιστή πια συνεργάτιδά του! Κι έτσι στις Κάνες, πέρα από το λαμπρό βραβείο σκηνοθεσίας, κέρδισε και τη γυναίκα της ζωής του, την οποία ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά: η καταστενοχωρημένη Μερκούρη, που δεν είχε κερδίσει το βραβείο ηθοποιίας για τη «Στέλλα« του Κακογιάννη, ήταν απαρηγόρητη και ο Ντασέν θεοπαρακάλεσε τον έλληνα σκηνοθέτη να τους γνωρίσει. Ήταν η πρώτη πράξη ενός ασύλληπτου έρωτα που θα μετατρεπόταν σε σχέση ζωής. Ο ίδιος ήταν ήδη παντρεμένος με την Beatrice Launer από το 1937 και είχε 3 παιδιά (μεταξύ των οποίων ο γνωστός γάλλος τραγουδιστής Τζο Ντασέν και η ηθοποιός Ζιλί Ντασέν). Η Μερκούρη τον έφερε σε επαφή με το δεύτερο πλέον πάθος του, τον Νίκο Καζαντζάκη, κι έτσι το 1957 θα γυρίσει το φιλμ «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», η τολμηρή κινηματογράφηση του οποίου θα του φέρει ειδική μνεία στις Κάνες!
Η μεγάλη του δουλειά παραμένει ωστόσο το «Ποτέ την Κυριακή» (1960), ένα κινηματογραφικό όραμα που είχε πριν εκδιωχθεί άρον-άρον από το Χόλιγουντ και είχε έρθει επιτέλους ο καιρός για να το υλοποιήσει. Για το σπουδαίο φιλμ, ο Ντασέν (τι ειρωνικό!) απέσπασε υποψηφιότητα για Όσκαρ Σκηνοθεσίας και Σεναρίου! Δεν θα μπορούσε φυσικά να τιμηθεί στην Αμερική, η ταινία απέσπασε όμως το Όσκαρ Μουσικής για «Τα Παιδιά του Πειραιά» του Μάνου Χατζιδάκι…
Το φιλμ έσπασε κυριολεκτικά τα ταμεία και το σάουντρακ γνώρισε τη δική του ζωή. Το 1966 παντρεύτηκε τη Μερκούρη, δύο χρόνια δηλαδή μετά την επόμενη συνεργασία τους στο «Τοπκαπί» (1964), άλλη μια ταινία δράσης με ληστεία κοσμημάτων…
Ντασέν και Μερκούρη γύρισαν μαζί 9 ταινίες, μεταξύ των οποίων και η Φαίδρα (1962), αν και πλέον ο σκηνοθέτης είχε συντάξει τις δυνάμεις του με το όραμα της Μελίνας για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα αλλά και κατόπιν, στον γνωστό αντιδικτατορικό της αγώνα. Τα ζευγάρι ανέπτυξε δράση στα χρόνια της ελληνικής Χούντας των Συνταγματαρχών και μπόρεσε να επιστρέψει στην Ελλάδα μόνο μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974 (ζούσαν μόνιμα στο Παρίσι καθώς ήταν αμφότεροι εχθροί του καθεστώτος!). Ο ίδιος είχε δηλώσει αργότερα: «Ζούσα μια διαφορετική εξορία από το 1967 έως το 1974. Σκηνοθέτησα μόνο μία ταινία, γιατί η καρδιά μου είχε μόνο απογοήτευση για τη δικτατορία στην Ελλάδα. Αφοσιώθηκα στη Μελίνα, μένοντας πλάι της όσο το δυνατόν περισσότερο. Οι ταινίες δεν βρίσκονταν καν στο μυαλό μας, γυρίσαμε μία, απλώς και μόνο επειδή είχαμε υπογράψει συμβόλαιο». Ο Ντασέν επέστρεψε ωστόσο κάποια στιγμή στις ΗΠΑ θριαμβευτής, τόσο με θεατρικό έργο στο Μπρόντγουεϊ («Illya Darling», που βασιζόταν στο «Ποτέ την Κυριακή») όσο και με τη μόνη ταινία που έκανε στην ύστερη αυτή φάση χωρίς τη Μερκούρη: το «Up Tight!» του 1968 ήταν ένα ριμέικ στο κλασικό φιλμ του Τζον Φορντ «The Informer». Επιστρέφοντας στην Αθήνα από την αυτοεξορία, η Μερκούρη ασχολήθηκε με την πολιτική και ο Ντασέν σκηνοθέτησε μπόλικα θεατρικά έργα, όπως την «Όπερα της Πεντάρας», τον «Γλάρο» και τον «Θάνατο του Εμποράκου». Πάντα μεγάλη του αγάπη το θεατρικό σανίδι, είχε πει: «Ξεκίνησα από το θέατρο και λόγω του θεάτρου είχα αρχίσει από νωρίς να σέβομαι και να αγαπώ την Ελλάδα»… Τελευταία χρόνια Κοντά στα τέλη της ζωής του και μετά τον θάνατο της παντοτινής του μούσας, ο Ντασέν δημιούργησε στη μνήμη της το Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη με στόχο την προώθηση της δημιουργίας του νέου Μουσείου της Ακρόπολης και την προβολή του ελληνικού πολιτισμού. Όντας πρόεδρος του ιδρύματος, παραχώρησε τα έσοδα από τις ταινίες του προκειμένου να ενισχυθεί ο αγώνας για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο! Ο ίδιος είχε αποχαιρετίσει ουσιαστικά τη σκηνοθετική του καριέρα με ένα απλό σημείωμα πριν φτάσει στα 70 χρόνια ζωής, όταν η ταινία του «Circle of Two» (1980) με τον επίσης γηραλέο Ρίτσαρντ Μπάρτον δεν τα πήγε καθόλου καλά στα ταμεία. Ήταν η τελευταία του δουλειά στο σινεμά.
Το 1962, με τις καλύτερες ταινίες του να είναι πια παρελθόν, ο ίδιος είχε δηλώσει στο περιοδικό «Cue»: «Από τις ταινίες μου, μόνο μία μου αρέσει πραγματικά: ‘‘Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται’’ … Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι είμαι τελείως ικανοποιημένος. Αν μπορούσα, θα την ξαναγύριζα αλλιώς»… Ο Ζιλ Ντασέν άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της Αθήνας στις 31 Μαρτίου 2008… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr