Πληθωρική σε θωριά, επιβλητική στη φωνή και με ταμπεραμέντο φλογερό, η Σαπφώ Νοταρά κόσμησε τη χρυσή εποχή της εθνικής μας κινηματογραφίας με αλησμόνητους ρόλους που όλοι θυμόμαστε.
Κι αυτό γιατί τα απαράμιλλα υποκριτικά της χαρίσματα δεν κρύβονταν και δεν εξαντλούνταν φυσικά στη χαρακτηριστική φωνή της, ένα υποκριτικό εργαλείο που θα την καθιέρωνε στο καλλιτεχνικό στερέωμα και θα την έβαζε στην καρδιά του Έλληνα.
Το πλατύ κοινό τη γνώρισε και την ξεχώρισε τόσο μέσα από τις πολυθρύλητες ατάκες της στο μεγάλο πανί («μπουρλότο!» ή «εδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορρα») όσο βέβαια και από τον θρυλικό ρόλο της Κλημεντίνης στο «Ημερολόγιο ενός θυρωρού» στο ραδιόφωνο.
Η λατρεμένη θεατρική και κινηματογραφική φιγούρα, η μονίμως φωνακλού Νοταρά, έγινε ένα από τα ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου, ορόσημο μιας εποχής και διαχρονική αγαπημένη μικρών και μεγάλων…
Πρώτα χρόνια
Η Σαπφώ Χανδάνου γεννιέται το 1910 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Μεγαλώνοντας έγινε ένα όμορφο και καλλίγραμμο κορίτσι και από μικρή έβαλε σκοπό να ξεχωρίσει. Ήδη από τρυφερή ηλικία μαθαίνει κλασικό χορό και ρυθμική, μαθήματα που θα τη φέρουν λίγο αργότερα στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές της.
Στην πρωτεύουσα λοιπόν θα περάσει από τα έδρανα της Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου και κατόπιν θα φοιτήσει στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου. Εκεί αποφασίζει ότι το επίθετό της δεν ήταν καλλιτεχνικό και υιοθετεί το «Νοταρά», καθώς αυτό ήταν γραμμένο στο οδόσημο έξω από την πειραϊκή δραματική σχολή!
Ταυτοχρόνως με την ηθοποιία, συνεχίζει να παρακολουθεί μαθήματα μπαλέτου και ρυθμικής, με την καλλίγραμμη κοπέλα σύντομα να μπαίνει στο στόχαστρο των θεατρώνηδων της Αθήνας. Εξάλλου οι ακαδημαϊκές της επιδόσεις στην υποκριτική ήταν πάντα άριστες και το ταλέντο της ξεχείλιζε.
Κι έτσι η Νοταρά θα ανέβει στο επαγγελματικό σανίδι πολύ πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο…
Πρώτες θεατρικές και ραδιοφωνικές δουλειές
Με καλλιτεχνικό εκτόπισμα που δεν μπορούσε να κρυφτεί, η Σαπφώ Νοταρά έγινε σύντομα μόνιμη συνεργάτιδα των μεγαλύτερων θιάσων της πρωτεύουσας, ανεβαίνοντας στη σκηνή με τα ιερά τέρατα της εποχής. Ερμήνευσε ρόλους τόσο του κλασικού ρεπερτορίου όσο και του ελληνικού θεάτρου, με τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή της να την κάνει σύντομα αγαπημένη του θεατρόφιλου κοινού.
Συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος αλλά και τους λαμπρούς ιδιωτικούς θιάσους της εποχής: Νέζερ, Κατερίνας, Λαμπέτη-Χορν κ.ά. Χαρακτηριστικό της υποκριτικής της δεινότητας ήταν οι μέρες της στο θέατρο της Μαρίκας Κοτοπούλη, όπου ερμήνευε όλους τους ρόλους και αντικαθιστούσε τη μεγάλη ηθοποιό στο εναλλασσόμενο ρεπερτόριο του θεάτρου (μαζί με τη Γεωργία Βασιλειάδου), όταν η Κοτοπούλη έλειπε στο εξωτερικό.
Πέρα από τη θεατρική της επιτυχία, το 1960 θα αγγίξει νέα κοινά και φήμη ζηλευτή ως Κλημεντίνη Περπερίδου στο ραδιοφωνικό σίριαλ του Κώστα Πρετεντέρη «Ημερολόγιο ενός θυρωρού». Ο ρόλος αυτός ήταν προσωπικός της θρίαμβος, κάτι που θα την εκτόξευε στην καρδιά των Ελλήνων…
Η μοναδική χροιά της φωνής της δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο τον άλλο μεγάλο της ελληνικής μουσικής, τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος της εμπιστεύτηκε το τραγούδι του φιλοσόφου Ζαν-Πολ Σαρτρ «Στην Οδό του Μπλαμαντώ».
Με τον Χατζιδάκι μάλιστα έμελλε να ξανασυνεργαστεί η μεγάλη κυρία του ελληνικού σινεμά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1982, στην «Πορνογραφία» του Μάνου…
Κινηματογραφική περιπέτεια
Το πλατύ κοινό ωστόσο τη γνώρισε και την αποθέωσε από τους ρόλους που ερμήνευσε στο ελληνικό σινεμά, που είναι πια κλασικοί. Παρά το γεγονός ότι έπαιζε πάντα σε δευτεραγωνιστικούς ρόλους, η υποκριτική της προσωπικότητα ήταν τέτοια που έκλεβε συχνά-πυκνά την παράσταση.
Η Σαπφώ Νοταρά θα κάνει το ντεμπούτο της στην εθνική μας κινηματογραφία με τη «Λύκαινα» (1951), ερμηνεύοντας κατόπιν ρόλους σε περισσότερες από 30 ταινίες, μέχρι και το 1970, όταν εμφανίστηκε στο «Παιδί της μαμάς».
Ξεχωρίζουν φυσικά οι ρόλοι της στα φιλμ «Κυριακάτικο Ξύπνημα» (1954), «Συνοικία το όνειρο» (1961), «Ζήτω η τρέλα» (1962), «Η χαρτοπαίχτρα» (1964), «Δημήτρη μου, Δημήτρη μου» (1967), «Αχ! Αυτή η γυναίκα μου» (1967), με τις ατάκες της «μπουρλότο!» και «εδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορρα» να σφραγίζουν μια εποχή και να παραμένουν ακόμα και σήμερα στα στόματα όλων!
Ο ιδιαίτερος κωμικός τύπος που σκάρωσε και υιοθέτησε η Σαπφώ Νοταρά χαρακτηριζόταν από τη στεντόρεια φωνή και τον αυθορμητισμό στη συμπεριφορά, κάτι που αξιοποιήθηκε ως το μεδούλι του από το ελληνικό σινεμά. Οι δεύτεροι αλλά χαρακτηριστικότεροι ρόλοι της την καθιέρωσαν σε μια από τις σημαντικότερες ελληνίδες κωμικούς, παρά το γεγονός ότι δεν πρωταγωνίστησε ποτέ!
Στην τελευταία περίοδο της καριέρας της, η Νοταρά αραίωσε τους ρόλους της εμφανιζόμενη πια μόνο σε επιλεγμένες παραστάσεις. Ξεχωρίζουν η συμμετοχή της στην παράσταση του Γιάννη Τσαρούχη «Τρωάδες» (1977), στη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» με την επίσης αξέχαστη Έλλη Λαμπέτη (1978), αλλά και στην «Πορνογραφία» του Χατζιδάκι όπως είπαμε, που έμελλε να είναι και η τελευταία της δουλειά.
Η Σαπφώ Νοταρά εμφανίστηκε και στην τηλεόραση, στη σειρά «Εύθυμες Ιστορίες» του 1977, ενώ στο ραδιόφωνο ακολούθησαν κι άλλες δουλειές της…
Προσωπική ζωή
Άνθρωπος βαθύτατα μοναχικός, η μεγάλη κυρία ζούσε σχεδόν σε κατάσταση απομόνωσης σε ένα μικρό σπιτάκι στην αθηναϊκή Πλατεία Κουμουνδούρου, πάμφτωχη και χωρίς πόρους. Το νοίκι της μάλιστα το πλήρωνε ανώνυμος επιχειρηματίας και μεγάλος θαυμαστής της, καθώς ήταν αβοήθητη και χωρίς μέριμνα από κρατικούς και πολιτιστικούς φορείς.
Κλεισμένη στον εαυτό της, ιδιόρρυθμος καθώς ήταν άνθρωπος, η Νοταρά έκανε παρέα με μια χούφτα ανθρώπων, μεταξύ αυτών και ο Τσαρούχης, παραμένοντας κλεισμένη στο προσωπικό της άβατο, το οποίο ελάχιστοι είχαν τη δυνατότητα να διαρρήξουν.
Αντιμετωπίζοντας πολλαπλά προβλήματα υγείας, καθώς υπέφερε από σοβαρή αρθρίτιδα και σάκχαρο, και μαστιζόμενη από τη φτώχεια και την ανέχεια, η μεγάλη ερημίτισσα έφυγε από τη ζωή στις 13 Ιουνίου 1985 χτυπημένη από καρδιακή προσβολή. Τη σορό της βρήκαν δύο μέρες αργότερα ο θυρωρός της πολυκατοικίας και ο εστιάτορας του αγαπημένου της στεκιού. Ήταν 78 χρονών.
Στα στιγμιότυπα της ζωής της πάντοτε αθυρόστομης Νοταρά, έτσι όπως τα έχουν διηγηθεί συνεργάτες και φίλοι ηθοποιοί, ξεχωρίζει το περιστατικό με τον σερβιτόρο του καφενείου που συνήθιζε να συχνάζει, πάντα μόνη. Ο σερβιτόρος λοιπόν γελούσε καθώς τη σέρβιρε, όταν μια μέρα εκείνη του είπε άγρια: «Τι γελάς βρε; Εδώ δεν είμαι ο ρόλος, εδώ είμαι η κυρία Νοταρά. Είναι σαν να σε συναντήσω εγώ στην Πανεπιστημίου, να σε γνωρίσω και να σου πω ‘‘Φέρε μου ένα νερό!’’».
Όσο για την προσωπική της ζωή, ξεχωρίζουν δύο ενσταντανέ. Το πρώτο το διηγήθηκε καλύτερα ο Γιώργος Μανιώτης στην εκπομπή της ΕΡΤ «Αντ’ Αυτού»: «Μου είπε ότι το ’35 στην Αίγυπτο είχε ερωτευθεί έναν εργοστασιάρχη, όχι, την είχε ερωτευθεί ένας εργοστασιάρχης και της έλεγε να τον παντρευτεί και θα της έχτιζε τρία θέατρα, αλλά αυτή δεν τον αγαπούσε και τον είχε διώξει, κι εγώ της είπα: ‘‘Σαπφώ, έπρεπε να θυσιαστείς για την τέχνη βρε παιδί μου, τώρα θα είχες τρία θέατρα’’ και μου είπε ότι είμαι ένας βλαξ, διότι ο εργοστασιάρχης αυτός ήτανε χημικός, είχε κάνει πειράματα κι είχε παραμορφωθεί κι είχε γίνει σαν τον Φρανκενστάιν! Ύστερα μου είπε ότι είχε ερωτευτεί έναν αντάρτη, τον αγαπούσε και ότι αυτός χάθηκε στον εμφύλιο».
Το δεύτερο είναι ακόμα καλύτερο και έχει να κάνει με τον καρδιακό της φίλο Γιάννη Τσαρούχη, που δεν την άφηνε σε ησυχία με τις φάρσες που της σκάρωνε διαρκώς. Την εποχή λοιπόν που γυριζόταν στην Αίγυπτο το «Κυριακάτικο Ξύπνημα», ο μεγάλος μας ζωγράφος την πλησίασε σε κάποιο διάλειμμα και της είπε αναπάντεχα «Σαπφώ, θα ‘θελες να παντρευτούμε και να κάνουμε μαζί ένα παιδί;». Η Σαπφώ του απάντησε με το γνώριμο ύφος της: «Άντε στο διάολο, Γιάννη»! Πίστεψε φυσικά πως επρόκειτο για άλλη μια πλάκα του πάντοτε καλαμπουρτζή Τσαρούχη.
Χρόνια αργότερα λοιπόν, στις πρόβες για τις «Τρωάδες» του, ο Τσαρούχης της είπε και πάλι: «Αν είχες αποδεχτεί την πρότασή μου, που σου έκανα τότε, τώρα το παιδί μας θα ήταν 26 ετών». Η Νοταρά σοκαρίστηκε: «Μα δεν κατάλαβα ότι το εννοούσες. Αλήθεια, το εννοούσες, Γιάννη;». Κι όταν εκείνος της απάντησε πως ναι, το εννοούσε, η συζήτηση πάγωσε…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr