Το Χόλιγουντ πενθεί άλλο έναν μύθο του: μετά τα νέα για τον θάνατο του Πίτερ Ο’Τουλ, η κινηματογραφική βιομηχανία αποχαιρετά άλλη μια σταρ, τη θρυλική πρωταγωνίστρια της δεκαετίας του ’40 Τζόαν Φοντέιν.
Η κορυφαία ηθοποιός άφησε την τελευταία της πνοή το βράδυ της 16ης Δεκεμβρίου στο σπίτι της στην Καλιφόρνια, την ώρα που κοιμόταν. Ήταν 96 ετών.
Οσκαρικών διαστάσεων ηθοποιός και άσπονδη αδελφή της άλλης περίφημης πρωταγωνίστριας, Ολίβια Ντε Χάβιλαντ, η θανάσιμη κόντρα των δύο σταρ θα άγγιζε ιστορικό υψηλό στο Χόλιγουντ και θα κρατούσε από τις αρχές του ’40 μέχρι τον θάνατό της(!), μαγνητίζοντας το κοινό πιο πολύ λες και από τις ταινίες που εμφανίστηκαν!
Και βέβαια, πέρα από τους σπουδαίους σκηνοθέτες που συνεργάστηκε (Μαξ Οφίλς, Όρσον Γουέλς, Τζορτζ Κιούκορ κ.λπ.), ήταν ο Χίτσκοκ που θα εκτόξευε την υποκριτική της φήμη σε δυσθεώρητα επίπεδα, κι εκείνη βέβαια θα του το ξεπλήρωνε γινόμενη η μόνη πρωταγωνίστριά του που τιμήθηκε ποτέ με Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για ερμηνεία σε ταινία του.
Αυτή ήταν η Τζόαν Φοντέιν, ένας πραγματικός θρύλος της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ που έζησε τη ζωή ως το μεδούλι και μας χάρισε μια σειρά από έξοχες, εύθραυστες και γεμάτες ένταση ερμηνείες…
Πρώτα χρόνια
Γεννημένη στο Τόκιο της Ιαπωνίας στις 22 Οκτωβρίου 1917 από βρετανική οικογένεια, η Τζόαν Ντε Μπουβουάρ Ντε Χάβιλαντ ήταν ένα παιδί φιλάσθενο. Η μητέρα της, βλέποντας την κακή κατάσταση της υγείας της, αποφασίζει να μετακομίσει η οικογένεια στην ηλιόλουστη Καλιφόρνια μπας και βελτιωθεί η ζωή της μικρής. Η μετανάστευση στις ΗΠΑ όμως αφήνει το στίγμα της στη φαμίλια: οι γονείς χωρίζουν.
Η Τζόαν και η μεγαλύτερη αδελφή της, Ολίβια (Ντε Χάβιλαντ), είχαν τεταμένες σχέσεις ήδη από παιδιά, καθώς τσακώνονταν και έριζαν διαρκώς για την προσοχή και την αγάπη της μητέρας τους. Και σύμφωνα με οικείους και φίλους, η μητέρα τους, Λίλιαν, έδειχνε αδυναμία στην Ολίβια.
Κι έτσι το 1932 η Τζόαν εγκαταλείπει τη μητρική θαλπωρή και επιστρέφει στην Ιαπωνία για να ζήσει με τον πατέρα. Η επανένωση θα αποδεικνυόταν ωστόσο βραχύβια και έπειτα από έναν χρόνο το νεαρό κορίτσι επιστρέφει και πάλι στις ΗΠΑ.
Γυρίζοντας στην Καλιφόρνια, βλέπει με ζήλια την αδερφή της να έχει ήδη ξεκινήσει την καριέρα της στο θέατρο και το σινεμά και αποφασίζει να τη μιμηθεί. Σπουδάζει ηθοποιία στην ίδια σχολή, στο πλευρό του σπουδαίου δασκάλου Μαξ Ράινχαρτ, υιοθετεί το επίθετο-ψευδώνυμο «Μπάρφιλντ» για να μην την μπερδεύουν με την άλλη Ντε Χάβιλαντ και βάζει πλώρη για τα θεατρικά σανίδια και τα κινηματογραφικά πλατό…
Κινηματογραφική καριέρα
Ως Τζόαν Μπάρφιλντ λοιπόν, η σπουδαία ηθοποιός -έπειτα από κάποιους ρόλους στο θέατρο- κάνει το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο στο φιλμ του 1935 «No More Ladies», με πρωταγωνίστρια την Τζόαν Κρόφορντ. Την ίδια εποχή υιοθετεί το πατρικό της επίθετο «Φοντέιν» και συνεχίζει την καριέρα της στο Χόλιγουντ, ακολουθώντας πιστά τα βήματα της Ολίβια.
Η Φοντέιν έπαιξε κατόπιν στο πλευρό του Φρεντ Αστέρ στο μιούζικαλ «A Damsel in Distress» του 1937, με την ερμηνεία της να την εγκαθιδρύει στο Χόλιγουντ.
Αν και βέβαια ήταν κομμένη και ραμμένη για δραματικό ρεπερτόριο, γεγονός που θα φανεί περίτρανα στα φιλμ «Gunga Din» (1939), με τον Ντάγκλας Φέρμπανκς και τον Κάρι Γκραντ, και «The Women» (1939) του Τζορτζ Κιούκορ.
Την ίδια χρονιά ωστόσο η κόντρα της με την αδελφή της θα αγγίξει νέα επίπεδα όταν η Φοντέιν θα αρνηθεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Melanie στο «Όσα παίρνει ο άνεμος», ρόλο που θα αναλάβει τελικά η Ντε Χάβιλαντ και θα γίνει αστέρι του κινηματογράφου και ισόβια αγαπημένη κοινού και κριτικών! Ο φθόνος της Φοντέιν θα απαθανατιστεί σε μια σειρά από ζοφερά περιστατικά, εγκαθιδρύοντας μια μακρά πλέον έχθρα ανάμεσα στις δύο πρωταγωνίστριες, που δεν θα καταλαγιάσει ποτέ.
Και η καριέρα της Φοντέιν ωστόσο έμελλε να εκτοξευτεί στη δόξα το 1940, όταν μπαίνει στο δημιουργικό στόχαστρο του περίφημου σκηνοθέτη Άλφρεντ Χίτσκοκ. Η Τζόαν πρωταγωνιστεί στη σπουδαία «Rebecca», δίπλα στον σερ Λόρενς Ολίβιε, αποσπώντας την πρώτη υποψηφιότητά της για Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου!
Δύο χρόνια μετά (1942), ο μετρ του σασπένς την επιλέγει και πάλι για το θρίλερ του «Suspicion» («Υποψίες»), με τον Κάρι Γκραντ, ρόλος που θα της φέρει άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ και θα την κάνει σταρ διεθνούς βεληνεκούς.
Αυτή τη φορά ωστόσο δεν θα μείνει μόνο στην υποψηφιότητα, αφού θα φύγει από την τελετή με το χρυσό αγαλματίδιο Α’ Γυναικείου Ρόλου, κάνοντας τον Χίτσκοκ υπερήφανο για την επιλογή του (η Φοντέιν παρέμεινε η μοναδική ηθοποιός που έχει κερδίσει Όσκαρ σε ταινία του Χίτσκοκ) και την Ντε Χάβιλαντ να δαγκώνεται από ζήλια, καθώς ήταν και η ίδια υποψήφια για τον ρόλο της στην ταινία «Hold Back the Dawn»!
Η διαβόητη αντιπαλότητα των δύο γυναικών απαθανατίστηκε στην τελετή, με την Ντε Χάβιλαντ να σηκώνεται ιπποτικά για να συγχαρεί την αδελφή της, όταν εκείνη την προσπερνούσε για να ανέβει στη σκηνή και να παραλάβει το Όσκαρ, αλλά η Φοντέιν αρνήθηκε!
Το ίδιο όμως θα έκανε και η Ολίβια όταν η Φοντέιν επιχείρησε να τη συγχαρεί το 1947, τη χρονιά δηλαδή που η Ντε Χάβιλαντ κέρδισε το δικό της Όσκαρ για το «To Each His Own»!
Τα γεγονότα αυτά ανάμεσα στις δύο αδερφές, που είχαν όπως είπαμε προβλήματα από τα παιδικά τους χρόνια, θα έκανε την όποια επικοινωνία τους να σταματήσει οριστικά στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Η Ντε Χάβιλαντ ζει ακόμα στο Παρίσι και είναι 97 ετών.
Το 1943, η Φοντέιν θα κερδίσει την τρίτη και τελευταία υποψηφιότητά της για Όσκαρ, για τον ρόλο της στο «The Constant Nymph» του Έντμουντ Γκούλντινγκ, αν και την επόμενη χρονιά θα γράψει κυριολεκτικά κινηματογραφική ιστορία στο πλευρό του Όρσον Γουέλς ως η καλύτερη «Jane Eyre» (1944) του σινεμά!
Το δίδυμο Γουέλς-Φοντέιν θα δουλέψει και πάλι μαζί το 1952 στη σεξπιρική τραγωδία «Οθέλλος», αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές, ενώ την ίδια χρονιά θα μετρήσει άλλη μια εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία, πρωταγωνιστώντας δίπλα στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ στον «Ιβανόη».
Μέχρι τη δεκαετία του ’60 ωστόσο η άλλοτε πολυάσχολη καριέρα της Φοντέιν άρχισε να κόβει ρυθμούς, κάνοντας πλέον μόνο μια χούφτα ταινίες στα κατοπινά αυτά χρόνια, αν και ευτύχησε να μετρήσει μια καλή σειρά από τηλεοπτικές εμφανίσεις.
Η τηλεόραση θα της χαρίσει μάλιστα και μια υποψηφιότητα για βραβείο ΕMMY, για τη συμμετοχή της στη σαπουνόπερα «Ryan’s Hope» (1980).
Ζωή εκτός οθόνης
Και η προσωπική της ζωή ωστόσο ήταν εξίσου συναρπαστική με την κινηματογραφική της καριέρα. Η Τζόαν Φοντέιν παντρεύτηκε και χώρισε 4 φορές: το 1939, παντρεύτηκε τον επίσης ηθοποιό Brian Aherne, με το ζευγάρι να χωρίζει το 1945 και την ίδια να ξαναπαντρεύεται την επόμενη χρονιά, αυτή τη φορά με τον ηθοποιό και παραγωγό William Dozier, με τον οποίο πρόλαβε να αποκτήσει μια κόρη, την Deborah, πριν τραβήξουν χωριστούς δρόμους το 1951.
Το 1952 η Φοντέιν θα έκανε για άλλη μια φορά το μεγάλο βήμα, αυτή τη φορά με τον συγγραφέα Collier Young, με την ένωσή τους να διαρκεί ως το 1961. Όσο για την τελευταία γαμήλια ένωσή της, σημειώθηκε με τον δημοσιογράφο Alfred Wright Jr. και κράτησε από το 1964-1969.
Το 1978 η Φοντέιν κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία της «No Bed of Roses», στην οποία απαθανάτισε βήμα-προς-βήμα την ασύλληπτη κόντρα με την Ολίβια Ντε Χάβιλαντ, με άλλο ένα επεισόδιο να σημειώνεται στην καταραμένη λες σχέση τους. Η τελευταία φορά μάλιστα που οι δύο γυναίκες θα βρίσκονταν δίπλα δίπλα ήταν στην κηδεία της μητέρας τους το 1975, με τα όσα εκτυλίχθηκαν εκεί να μένουν μνημειώδη στο χολιγουντιανό κουτσομπολιό!
Το 1982 η Φοντέιν έγινε πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής του κινηματογραφικού Φεστιβάλ Βερολίνου, την ίδια ώρα που η θρυλική ηθοποιός είχε άδεια πιλότου, ήταν Cordon Bleu σεφ και ταλαντούχα διακοσμήτρια!
«Ελπίζω να πεθάνω στη σκηνή σε ηλικία 105 ετών, παίζοντας τον Πίτερ Παν», είχε δηλώσει παλιότερα η Φοντέιν, που την πρόλαβε ο θάνατος και ματαίωσε έτσι τα σχέδιά της. Πέρα από τις εμβληματικές ερμηνείες της, άφησε πίσω την κόρη της Deborah αλλά και το θετό της παιδί Martita…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr