Ο νεαρός ηγεμόνας του βασιλείου της Μακεδονίας θα κατάφερνε σε μόλις 13 χρόνια να εξασφαλίσει τη συμμαχία των ελληνικών πόλεων-κρατών και να ολοκληρώσει την εκστρατεία για την κατάληψη όλης της περσικής αυτοκρατορίας.
Ο κατακτητικός του άθλος λογίζεται ασύλληπτος, καθώς οι στρατιωτικές του δυνάμεις και η οικονομική του ευρωστία δεν επαρκούσαν λογικά για τον μεγαλεπήβολο στόχο του.
Κι όμως, η στρατιωτική του ιδιοφυΐα και οι απαράμιλλες ηγετικές του ικανότητες θα έκαναν την οικουμένη να του παραδοθεί, με μεγαλύτερη ή μικρότερη αντίσταση, με τα όρια της αυτοκρατορίας του να καλύπτουν ένα σημαντικότατο κομμάτι του τότε γνωστού κόσμου.
Ο ίδιος ωστόσο δεν ήταν μόνο κατακτητής, αλλά και οραματιστής, επιχειρώντας να μπολιάσει γόνιμα τους πολιτισμούς του πλανήτη και να δημιουργήσει μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα.
Και πράγματι το έκανε, καθώς η εποχή του Αλέξανδρου σηματοδοτεί ιστορικά το τέλος της Κλασικής Αρχαιότητας και εγκαινιάζει την περίοδο που θα έμενε γνωστή ως Ελληνιστικοί Χρόνοι.
Τέτοια ήταν η τομή του μακεδόνα βασιλιά στην παγκόσμια ιστορία…
Πρώτα χρόνια
Ο Αλέξανδρος Γ’ ο Μακεδών γεννιέται το 356 π.Χ. στην Πέλλα, την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, ως γιος του αναμορφωτή βασιλιά Φιλίππου Β’ και της βασίλισσας Ολυμπιάδας. Ο μικρός πρίγκιπας και η αδερφή του μεγαλώνουν λοιπόν στη βασιλική αυλή της Πέλλας, με τον Αλέξανδρο να λαμβάνει τη βασική εκπαίδευση κάτω από τις υποδείξεις του Λεωνίδα, συγγενή της μητέρας του, και να διακρίνεται τόσο στα μαθήματα όσο και στην ιππασία και την τοξοβολία, με τον θρύλο να τον θέλει να δαμάζει αυτή την εποχή τον Βουκεφάλα, το περίφημο άλογό του στις εκστρατείες στην Ανατολή.
Ο επόμενος δάσκαλός του ήταν ο Λυσίμαχος, ο οποίος έκανε τα πάντα για να τραβά την προσοχή του ασίγαστου μικρού, που είχε ως πρότυπο τον ήρωα Αχιλλέα (και την ομηρική Ιλιάδα στο προσκέφαλό του). Το 343 π.Χ. ωστόσο ο Φίλιππος Β’ προσλαμβάνει τον φιλόσοφο Αριστοτέλη για να μυήσει τον γιο του στη φιλοσοφία και την πολιτική σκέψη, με τον κορυφαίο διανοητή να αφήνει το στίγμα του βαθιά χαραγμένο στην προσωπικότητα του μελλοντικού ηγέτη.
Ο Αλέξανδρος ολοκλήρωσε τη μαθητεία του στο πλευρό του Αριστοτέλη έπειτα από 3 χρόνια (340 π.Χ.), ενώ έφηβος ακόμα θα πάρει μέρος την επόμενη χρονιά στη μακεδονική εκστρατεία κατά των φυλών της Θράκης και θα είναι πια ενεργό μέλος της δημόσιας ζωής του τόπου του. Το 338 π.Χ., ο Αλέξανδρος γίνεται διοικητής του μακεδονικού ιππικού και συντρίβει με τον πατέρα του τις δυνάμεις Αθηναίων και Θηβαίων στην περίφημη Μάχη της Χαιρώνειας, που θα κατέληγε στην ένωση όλων των ελληνικών πόλεων-κρατών (πλην Λακεδαιμονίων) κάτω από τις διαταγές του Φιλίππου Β’, που ονομάστηκε πλέον «στρατηγός αυτοκράτορας της Ελλάδας», εν όψει της εκστρατείας κατά των Περσών.
Οι αγαστές σχέσεις πατέρα-γιου σύντομα βέβαια θα ανατρέπονταν, ιδιαίτερα όταν ο Φίλιππος παντρεύτηκε την Κλεοπάτρα Ευρυδίκη, την ανιψιά του στρατηγού Αττάλου του Μακεδόνα, διαταράσσοντας μια και καλή τις σχέσεις του με τη βασίλισσα Ολυμπιάδα. Η ίδια αποσύρθηκε στο πατρικό της στην Ήπειρο, με τον Αλέξανδρο να την ακολουθεί εκεί λίγο αργότερα, όταν προσέβαλε τον πατέρα του τη μέρα του γάμου του με την Κλεοπάτρα. Δεν θα έπαιρνε ωστόσο πολύ να τα ξαναβρούν πατέρας και γιος, με τον Αλέξανδρο να επιστρέφει στη βασιλική αυλή της Πέλλας…
Βασιλιάς των Μακεδόνων
Το 336 π.Χ., μια από τις αδελφές του Αλέξανδρου παντρεύτηκε τον βασιλιά της Ηπείρου και αδελφό της Ολυμπιάδας, επίσης Αλέξανδρο, όταν στη λαμπρή γαμήλια τελετή στις Αιγές ο βασιλιάς Φίλιππος θα έπεφτε νεκρός από το χέρι του Παυσανία, που ήταν μακεδόνας ευγενής και προσωπικός σωματοφύλακας του βασιλιά.
Ο Αλέξανδρος, μόλις 19 χρονών, παρά τη δεινή θέση που βρέθηκε, έβαλε σκοπό να κατακτήσει τον -νόμιμο- θρόνο με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο. Αποκτά εύκολα την υποστήριξη του μακεδονικού στρατού, με τον οποίο άλλωστε είχε πολεμήσει δίπλα-δίπλα στη Χαιρώνεια. Οι στρατηγοί αναγορεύουν τον Αλέξανδρο βασιλιά και τον βοηθούν να ξεκάνει τους σφετεριστές της εξουσίας αλλά και τους πιθανούς διεκδικητές του στέμματος.
Ήταν πια βασιλιάς της Μακεδονίας, αυτό βέβαια δεν σήμαινε ότι αποκτούσε αυτομάτως τον έλεγχο και της ελληνικής συμμαχίας, καθώς δεν ήταν λίγες οι πόλεις-κράτη που είχαν άλλα συμφέροντα. Η Αθήνα είχε εξάλλου τη δική της κρυφή ατζέντα: κάτω από την ηγεσία του δημοκρατικού Δημοσθένη, η πόλη έλπιζε να αναλάβει την εξουσία του Κοινού των Ελλήνων. Την ώρα που επαναστατικές φωνές και κινήματα ανεξαρτησίας άρχισαν να ξεσπούν, ο Αλέξανδρος στέλνει τα στρατεύματά του νότια εισβάλλοντας στη Θεσσαλία και αναγκάζοντας την περιοχή να τον αποδεχτεί ως ηγέτη του ελληνικής συμμαχίας.
Η επίδειξη δύναμης ήταν αρκετή για να τον αναγορεύσουν τα μέλη του Συνεδρίου της Κορίνθου, που έλαβε χώρα στις Θερμοπύλες, «στρατηγό αυτοκράτορα της Ελλάδας» για την εκστρατεία κατά των Περσών (φθινόπωρο 336 π.Χ.), εκτός από την Αθήνα. Πριν ξεκινήσει βέβαια την περίφημη πορεία προς την Ανατολή, ο Αλέξανδρος αποφάσισε να εξασφαλίσει τη μακεδονική ηγεμονία στη Θράκη και να περιφρουρήσει τα σύνορα του βασιλείου του, υποτάσσοντας μια σειρά από εχθρικές φυλές της περιοχής. Ήταν άνοιξη του 335 π.Χ.
Εκστρατείες και κατακτήσεις
Καθώς ο Αλέξανδρος ολοκλήρωνε την εκστρατεία του στα βόρεια του βασιλείου του, έφτασαν στα αυτιά του τα συγκλονιστικά νέα: η Θήβα είχε επαναστατήσει κατά των Μακεδόνων, διώχνοντας τη μακεδονική φρουρά από την πόλη. Ο βασιλιάς, φοβούμενος γενίκευση της αυτονομιστικής τάσης, καθώς και σε άλλες πόλεις επικρατούσαν σφοδρά αντιμακεδονικά αισθήματα, εγκαταλείπει την αποστολή και οδηγεί τον τεράστιο στρατό του -3.000 ιππείς και 30.000 πεζικάριους- στα νότια, την ίδια ώρα που ο στρατηγός του Παρμενίωνας είχε ήδη καταφτάσει στη Μικρά Ασία.
Σε μια πρώτη απόδειξη της στρατιωτικής του μεγαλοφυΐας, καταφτάνει στα περίχωρα της Θήβας σε χρόνο-αστραπή, αιφνιδιάζοντας τις δυνάμεις των Θηβαίων και στερώντας τους τη χρονική δυνατότητα να συνασπιστούν με άλλες πόλεις εναντίον του. Τρεις μέρες μετά την άφιξή του στη Θήβα, η πόλη είναι πλέον συντρίμμια, με τον ίδιο να θέλει να επιβάλει παραδειγματική τιμωρία για να εξασφαλίσει τη συναίνεση των λοιπών πόλεων-κρατών.
Η Σφαγή της Θήβας είναι γεγονός: η πόλη καταστρέφεται ολοσχερώς, οι χιλιάδες υπαίτιοι της ανυποταγής εκτελούνται, όσοι επέζησαν πουλιούνται ως σκλάβοι και οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις-κράτη, περιλαμβανομένης και της Αθήνας πια, δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να επαναβεβαιώσουν τη συμμαχία τους με τη Μακεδονία (ή να παραμείνουν ουδέτερες). Ο νεαρός και άπειρος βασιλιάς αποδείχτηκε δυσκολότερος αντίπαλος απ’ όσο είχαν υπολογίσει.
Το 334 π.Χ. ο δρόμος ήταν πια ορθάνοιχτος για τον Αλέξανδρο να κάνει επιτέλους πράξη το όραμα του πατέρα του και να κατακτήσει την Περσία. Την άνοιξη της ίδιας χρονιάς, καταφτάνει στην Τροία με 30.000 πεζούς και 5.000 ιππείς, δύναμη σχετικά μικρή για την κατατρόπωση της πανίσχυρης περσικής αυτοκρατορίας. Αιχμή της αλεξανδρινής πολεμικής μηχανής ήταν η περίφημη μακεδονική φάλαγγα, οπλισμένη με τη σάρισα, το τεράστιο δόρυ του μακεδονικού στρατού.
Η πρώτη μεγάλη μάχη κατά του περσικού στρατού ήταν στον Γρανικό ποταμό: τον Μάιο του 334 π.Χ. ο Αλέξανδρος νικά τον στρατό του Δαρείου και η κατάκτηση της Μικράς Ασίας φαντάζει πια εύκολη υπόθεση. Μέχρι το φθινόπωρο, ο Αλέξανδρος είχε περάσει στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας, στο Γόρδιο (όπου έλυσε και τον περίφημο δεσμό), όπου και πέρασε τον χειμώνα. Το καλοκαίρι του 333 π.Χ., οι δυνάμεις του μακεδόνα βασιλιά θα αντιμετώπιζαν για δεύτερη φορά τα στρατεύματα του Δαρείου στη Μάχη της Ισσού, έχοντας βέβαια ήδη προελάσει και κατακτήσει τη Μικρά Ασία: παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές δυνάμεις ήταν σαφώς λιγότερες, η τακτική μεγαλοφυΐα του Αλέξανδρου και η ανδρεία του στη μάχη θα του έδιναν τη νίκη, αναγκάζοντας τον Δαρείο να εγκαταλείψει άρον-άρον τη μάχη. Σε ανάμνηση της νίκης, ο μακεδόνας βασιλιάς ιδρύει την Αλεξάνδρεια της Ισσού, μια από τις πολλές Αλεξάνδρειες που θα ακολουθήσουν.
Τον Νοέμβριο του 333 π.Χ., ο Αλέξανδρος αναγορεύεται βασιλιάς της Περσίας, αφού κυνήγησε τον Δαρείο και τον έτρεψε σε φυγή. Επόμενος σταθμός της περιοδείας του, η κατάκτηση της Αιγύπτου: αφού πολιόρκησε την πόλη της Γάζας, η Αίγυπτος έπεσε χωρίς αντίσταση, υποδεχόμενη τον μακεδόνα βασιλιά ως απελευθερωτή. Το 331 π.Χ. ιδρύει την πόλη της Αλεξάνδρειας με σκοπό να γίνει εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο της Μεσογείου.
Αργότερα την ίδια χρονιά, αφού πέρασε στη Μεσοποταμία και διάβηκε τον ποταμό Τίγρη, θα αντιμετώπιζε τους Πέρσες για μια ακόμη φορά στη Μάχη των Γαυγαμήλων: αφού διέλυσε όλα τα υπολείμματα του περσικού στρατού, ο Αλέξανδρος έγινε «βασιλιάς της Βαβυλώνας και βασιλιάς της Ασίας»! Λίγο αργότερα καταφτάνει στην Περσέπολη και γίνεται κύριος του αμύθητου θησαυρού των Περσών, με τις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε στην εκστρατεία του να παίρνουν οριστικά τέλος.
Καταλαμβάνοντας και τα Εκβάτανα λίγο αργότερα, το τελευταίο προπύργιο της Περσίας, ο σκοπός της εκστρατείας του είχε ουσιαστικά ολοκληρωθεί: η περσική αυτοκρατορία ήταν πλέον ελληνική και η εκδίκηση κατά του Ξέρξη είχε παρθεί για τους Έλληνες!
Ο Αλέξανδρος δεν θα σταματούσε φυσικά την αποστολή: έφτασε ως το σημερινό Ουζμπεκιστάν και Τατζικιστάν, κυριεύοντας τα πάντα στο διάβα του, και κατόπιν προσέγγισε τον ορεινό όγκο των Ιμαλαΐων, αναγκαζόμενος να κατευθυνθεί νότια, προς την Ινδία. Η επόμενη κατάκτησή του ήταν το ανατολικό Ιράν, όπου ίδρυσε μακεδονική αποικία και παντρεύτηκε την κόρη του πρίγκιπα, τη Ρωξάνη.
Την άνοιξη του 327 π.Χ. ήταν πια ξεκούραστος και πανέτοιμος να συνεχίσει την εκστρατεία του προς τις Ινδίες: αφού νίκησε τα στρατεύματα του βασιλιά Πώρου στη βόρεια Ινδία, εντυπωσιάστηκε από τον βασιλιά και τον επανέφερε στον θρόνο του βασιλείου του, κερδίζοντας τον σεβασμό και την ευγνωμοσύνη του Πώρου. Ο Αλέξανδρος αποφάσισε κατόπιν να κατευθυνθεί ανατολικά προς τον Γάγγη ποταμό, συνάντησε ωστόσο τη σθεναρή αντίσταση του στρατού του να προχωρήσει κι άλλο και εξαναγκάστηκε να πάρει την αντίστροφη πορεία. Περνώντας από τον ποταμό Ινδό, ο Αλέξανδρος τραυματίστηκε από βέλος στο στέρνο, στη μάχη με μαλλούς μαχητές.
Το 325 π.Χ. θα βρει τον Αλέξανδρο υγιή και πάλι να κατευθύνεται με τον στρατό του βόρεια, κατά μήκος του Περσικού Κόλπου, με ένα σημαντικό τμήμα των δυνάμεών του να χάνεται ωστόσο από τις κακουχίες. Τον Φεβρουάριο του 324 π.Χ. ο Αλέξανδρος κατέφτασε επιτέλους στα Σούσα, όπου και βάλθηκε να ξαναφτιάξει νέο στρατό για να συνεχίσει την πορεία του: προσπάθησε να συνδέσει πέρσες και μακεδόνες ευγενείς μέσω μεικτών γάμων, εξαναγκάζοντας τους στρατιώτες του να παντρευτούν τοπικές πριγκίπισσες, με τον ίδιο να δίνει το καλό παράδειγμα και να νυμφεύεται την κόρη του Δαρείου, Στάτειρα. Όταν ολοκλήρωσε τις μεταρρυθμίσεις του, είχε στα χέρια του μερικές χιλιάδες ετοιμοπόλεμων νεαρών Περσών, εκπαιδευμένων και εξοπλισμένων κατά τα μακεδονικά πρότυπα (οι περίφημοι Επίγονοι), γεγονός που τον έκανε να αποδεσμεύσει τους ταλαιπωρημένους έλληνες στρατιώτες…
Θάνατος
Με αναπτερωμένες τις ελπίδες για την πολυπόθητη συνέχιση της εκστρατείας του, επιστρέφει στη Βαβυλώνα και σχεδιάζει την εξερεύνηση των ακτών της Αφρικής, βάζοντας στο στόχαστρο την Καρχηδόνα, ακόμα και τη Ρώμη. Πριν αναχωρήσει για την Αραβία όμως πέφτει βαριά άρρωστος και πεθαίνει πιθανότατα από ελονοσία στη Βαβυλώνα στις 13 Ιουλίου του 323 π.Χ. Ήταν σχεδόν 33 ετών, ενώ λίγους μήνες μετά τον θάνατό του η Ρωξάνη θα του χάριζε έναν γιο.
Μετά τον αιφνίδιο θάνατό του, με τον ίδιο να μην έχει ορίσει τη διάδοχο κατάσταση, η αυτοκρατορία του κατέρρευσε αφού τα τόσα έθνη μάχονταν πια για μια θέση εξουσίας. Ο ίδιος απέκτησε θεϊκό στάτους μετά τον θάνατό του και ήταν ξακουστός κυριολεκτικά στις τέσσερις γωνιές του γνωστού κόσμου, του οποίου είχε κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος!
Ο Αλέξανδρος ο Μέγας μεταλαμπάδευσε το ελληνικό πνεύμα στα πέρατα της οικουμένης, μπολιάζοντας γόνιμα τους πολιτισμούς και δημιουργώντας μια αχανή αυτοκρατορία που όμοιά της λίγες φορές έχει αντικρίσει ο πλανήτης…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr