Ο μεγάλος δάσκαλος της ζωγραφικής και της χαρακτικής έμελλε να αποτελέσει ένα από τα περίβλεπτα δείγματα σύγχρονου καλλιτέχνη.

Ως επίσημος ζωγράφος της βασιλικής αυλής της Ισπανίας, πρόσφερε αφειδώς τις υπηρεσίες του στον μονάρχη, μη λησμονώντας όμως ταυτόχρονα τον λαό που στέναζε έξω από το παλάτι: με τρεις σειρές χαρακτικών σχολιάζει καυστικά τα δεινά του κόσμου, ριψοκινδυνεύοντας τόσο τη θέση του όσο και τη ζωή του.

Ο παραγωγικότατος καλλιτέχνης θα άφηνε κληρονομιά στην ανθρωπότητα 700 πίνακες ζωγραφικής (ελαιογραφίες), περισσότερα από 300 χαρακτικά αλλά και πλήθος σχεδίων, εισάγοντας παράλληλα σχεδιαστικές καινοτομίες και προάγοντας τη ζωγραφική τεχνική σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρείται με ασφάλεια ένας από τους κορυφαίους «μαέστρους» του καμβά.

Όσο για τις πολιτικές του ανησυχίες και την κοινωνική του ευαισθησία, παρέμεινε σταθερά προσηλωμένος στον οπτικό σχολιασμό των συμφορών του πολέμου και του ηγεμονικού ζυγού, γεγονός που θα τον ανάγκαζε να αυτοεξοριστεί εξαιτίας του κινδύνου που διέτρεχε πλέον από το στέμμα…

Πρώτα χρόνια

Ο Francisco de Goya γεννιέται στις 30 Μαρτίου 1746 στο Fuendetodos της Ισπανίας. Γιος επιχρυσωτή, ο Γκόγια θα περάσει την παιδική του ηλικία στη Σαραγόσα, όπου και ανακάλυψε την κλίση του στο σχέδιο. Σε ηλικία 14 ετών μάλιστα ξεκινά σπουδές ζωγραφικής με γνωστούς δασκάλους της εποχής, αντιγράφοντας έργα μεγάλων μετρ της τέχνης, όπως του Βελάσκεθ και του Ρέμπραντ.

Λίγο αργότερα, ο Γκόγια θα βρεθεί στη Μαδρίτη, δουλεύοντας στο εργαστήριο ζωγραφικής των Francisco και Ramοn Bayeu y Subías. Θέλοντας να επεκτείνει τις γνώσεις του στο σχέδιο και τον χρωματισμό, θα ταξιδέψει στην Ιταλία το 1770 (ή το 1771) για να σπουδάσει τους κλασικούς από πρώτο χέρι. Ήταν στη Ρώμη λοιπόν που θα ερχόταν σε επαφή με νέες τεχνικές και παλιά μυστικά, λαμβάνοντας μάλιστα μέρος και στον διαγωνισμό ζωγραφικής της περίφημης Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Πάρμα: παρά το γεγονός ότι οι κριτές λάτρεψαν το έργο του, δεν του απένειμαν το πρώτο βραβείο…

Ο Γκόγια στην ισπανική βασιλική αυλή

Με τη βοήθεια του περίφημου γερμανού ζωγράφου Άντον Μενγκς, ο Γκόγια έρχεται σε επαφή με την ηγεμονική οικογένεια της Ισπανίας και αρχίζει σταδιακά να δημιουργεί έργα κατά παραγγελία. Ξεκινά ταπεινά, φιλοτεχνώντας ταπισερί που λειτουργούσαν ως μοντέλο για υφαντές ταπετσαρίες, τις οποίες κατασκεύαζαν γυναίκες σε εργαστήριο της Μαδρίτης. Τα έργα αυτά απεικόνιζαν σκηνές της καθημερινότητας, όπως «Το Αλεξήλιο» (1777) και ο «Πωλητής Κεραμικών» (1779).

Μέχρι το 1779, ο Γκόγια είχε αποκτήσει μια μικρή φήμη, γεγονός που θα του εξασφάλιζε την προαγωγή του σε ζωγράφο της βασιλικής αυλής. Συνεχίζοντας την ανοδική του πορεία, γίνεται δεκτός στη Βασιλική Ακαδημία του Σαν Φερνάντο τον επόμενο χρόνο, εμβαθύνοντας σε τεχνικές προσωπογραφίας.

Αποφοιτώντας, ήταν πλέον έτοιμος να εγκαθιδρύσει τη φήμη του ως ζωγράφος πορτρέτων, αναλαμβάνοντας πολυάριθμες παραγγελίες από τους αριστοκρατικούς κύκλους της ισπανικής αυλής. Έργα όπως το «Ο δούκας και η δούκισσα Οσούνα και τα παιδιά τους» (1787-1788) απεικονίζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη σχεδιαστική δεινότητα του Γκόγια αλλά και την έμφαση που έδινε στη λεπτομέρεια.

Αποτυπώνει με μαεστρία ακόμα και τα παραμικρά χαρακτηριστικά του προσώπου και των ενδυμάτων της αριστοκρατικής οικογένειας!

Ασθένεια

Το 1792 ο Γκόγια, υποφέροντας από άγνωστη πάθηση, θα χάσει πλήρως την ακοή του. Η ταραγμένη προσωπική περίοδος της ανάρρωσης θα τον ωθήσει να ξεδιπλώσει το ταλέντο του σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια: αρχίζει να ζωγραφίζει για το κέφι του, πίνακες δηλαδή που δεν του είχαν παραγγείλει και δεν επρόκειτο να πληρωθεί γι’ αυτούς, δίνοντας έμφαση σε πορτρέτα γυναικών από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Το ζωγραφικό του ύφος υπόκειται επίσης σε ευρείες αλλαγές.

Παρά τις νέες πινελιές που εισήγαγε στην τέχνη του, ο Γκόγια συνεχίζει να ανθεί οικονομικά και επαγγελματικά, εξαργυρώνοντας τη φήμη του το 1795 όταν και ανέλαβε διευθυντής της Βασιλικής Ακαδημίας.

Κοινωνικές ευαισθησίες

Παρά το γεγονός ότι αποτελούσε ενεργό μέλος της ηγεμονικής αυλής και υπεύθυνος της Βασιλικής Ακαδημίας, ο Γκόγια δεν ξέχασε ποτέ τα δεινά του λαού της Ισπανίας: αποφασίζει λοιπό να τα απαθανατίσει ως κοινωνικό σχόλιο.

Στρέφεται στη χαρακτική και φιλοτεχνεί το 1799 μια σειρά από έργα («Los Caprichos») που σχολιάζουν τη διαφθορά, την απληστία και την καταπίεση του λαού με καυστικό τρόπο: τα 80 χαρακτικά λειτουργούν ως γροθιά στο στομάχι για την άρχουσα τάξη, μιλώντας ανοιχτά για κοινωνικά γεγονότα και πολιτικά τεκταινόμενα.

Ακόμα όμως και στο επίσημο corpus των έργων του, ο Γκόγια δεν χαρίστηκε στον βασιλικό μαικήνα του: έβλεπε πάντα με κριτικό μάτι τις παραγγελίες που του δίνονταν από την αριστοκρατία, βάζοντας τη δική του καυστική πινελιά σε όσα θεωρούσε κακώς κείμενα. Περίφημο παράδειγμα είναι εδώ το έργο που φιλοτέχνησε για την οικογένεια του βασιλιά Καρόλου Δ’ (γύρω στα 1800), το οποίο παραμένει ένα από τους γνωστότερους πίνακές του, παρά το γεγονός ότι απεικόνισε τα μέλη της οικογένειας περισσότερο σαν καρικατούρες παρά σαν αληθινούς ανθρώπους! Είναι σίγουρο ότι ο μεγάλος δάσκαλος θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα τις μορφές (το είχε ξανακάνει άλλωστε με μοναδική επιτυχία!), προφανώς όμως δεν ήθελε (ή έτσι τουλάχιστον υποθέτουν οι ιστορικοί τέχνης).

Ο Γκόγια χρησιμοποίησε επίσης την ιδιαίτερη παλέτα του για να καταγράψει (εν είδει χρονικογράφου) την ταραγμένη ιστορία της χώρας του και των καιρών του. Το 1808 η Γαλλία εισβάλει στην Ισπανία, με τον Ναπολέων Βοναπάρτη στο τιμόνι. Ο γάλλος αυτοκράτορας εγκαθιδρύει τον αδελφό του στον θρόνο της Ισπανίας, με τον περίφημο ζωγράφο Γκόγια να παραμένει ωστόσο στις υπηρεσίες και της νέας αυλής. Αυτό βέβαια δεν θα του στερούσε τη δυνατότητα να φιλοτεχνήσει μια νέα σειρά από χαρακτικά που θα αποτύπωναν τις φρικαλεότητες του πολέμου.

Κι όταν ο ισπανός μονάρχης θα ξανακέρδιζε τον θρόνο του το 1814, θα ερχόταν το πιο περίφημο ενδεχομένως έργο του Γκόγια, το βαθύτατα αντιπολεμικό «3η Μαρτίου».

Ο πίνακας αναπαριστά την ισπανική εξέγερση στη Μαδρίτη κατά των γαλλικών δυνάμεων κατοχής, μιλά όμως σαφώς για την ανθρώπινη απώλεια του πολέμου…

Κατοπινά χρόνια

Με τον Φερδινάνδο Ζ’ στον βασιλικό θρόνο της Ισπανίας, ο Γκόγια κράτησε τη θέση του στην ισπανική αυλή παρά το γεγονός ότι είχε εργαστεί -τυπικά- για τον γάλλο κατακτητή Ιωσήφ Βοναπάρτη. Ο βασιλιάς φέρεται να του λέει: «Θα σου άξιζε να αποκεφαλιστείς, είσαι όμως σπουδαίος καλλιτέχνης, οπότε σε συγχωρούμε!».

Άλλοι βέβαια δεν θα ήταν εξίσου τυχεροί με τον Γκόγια, καθώς ο βασιλιάς βάλθηκε να ξεκάνει τους φιλελεύθερους που ονειρεύονταν συνταγματικό κράτος. Ο Γκόγια, παρά το ακραίο προσωπικό ρίσκο που έπαιρνε, εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τον ζυγό του Φερδινάνδου με μια νέα σειρά χαρακτικών («Los disparates»), που απεικονίζουν τον παραλογισμό των καιρών διερευνώντας τις έννοιες της λαγνείας, της τρέλας, της τρίτης ηλικίας, του θανάτου και πολλών ακόμα εκρηκτικών κοινωνικών θεμάτων, πάντα υπό το πρίσμα του γκροτέσκου.

Το τεταμένο πολιτικό κλίμα και η «ενόχληση» που αποτελούσε πλέον ο Γκόγια για τη βασιλική αυλή θα τον αναγκάσουν να αυτοεξοριστεί πρόθυμα το 1824: παρά την κακή κατάσταση της υγείας του, ο ζωγράφος θεωρεί ότι θα είναι ασφαλέστερος εκτός Ισπανίας. Μετακομίζει στο Μπορντό της Γαλλίας, όπου και περνά τα τελευταία του χρόνια, συνεχίζοντας πάντα τη ζωγραφική.

Τα έργα της τελευταίας αυτής περιόδου παρουσιάζουν τα πορτρέτα φίλων του που αναγκάστηκαν επίσης να εγκαταλείψουν την Ισπανία. Ο ίδιος πεθαίνει στις 16 Απριλίου 1828 στο Μπορντό…

Προσωπική ζωή



Ο Γκόγια ήταν παντρεμένος με την Josefa Bayeu y Subías, την αδελφή των παλιών δασκάλων του Francisco και Ramοn Bayeu y Subías. Το ζευγάρι απέκτησε ένα παιδί, τον Xavier…

Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr