Όταν πέθανε ο στρατάρχης Χέιγκ το 1928, εκτιμάται ότι τουλάχιστον 1 εκατ. άνθρωποι παρακολούθησαν την κηδεία του ακροβολισμένοι στους δρόμους του Λονδίνου. Μετά τη μεγαλοπρεπή τελετή στο Αβαείο του Ουέστμινστερ, την οποία κάλυπτε και το BBC σε μια από τις πρώτες τέτοιες μεταδόσεις της ιστορίας του, το φέρετρο μεταφέρθηκε στο Εδιμβούργο, όπου «η ουρά απ’ όπου περνούσε η σορός εκτεινόταν πάνω από ένα μίλι». Είναι ασφαλές να υποτεθεί ότι ένα καλό ποσοστό του κοινού ήταν παλιοί στρατιώτες του στον Μεγάλο Πόλεμο που είχαν συρρεύσει για το ύστατο χαίρε στον μεγάλο στρατηγό. Μόνο που μέσα σε λίγα μόλις χρόνια ο Ντάγκλας Χέιγκ δεν θα θεωρούνταν πια ο δαφνοστεφής αρχιτέκτονας της νίκης στον μεγαλύτερο και καταστρεπτικότερο πόλεμο που είχε πάρει ποτέ μέρος ο βρετανικός στρατός. Τώρα όλοι τον θυμούνταν ως «χασάπη» και αναμφίβολα ως τον χειρότερο στρατηγό που είχαν δει ποτέ τα πεδία της μάχης! Τι ήταν όμως αυτό που είχε αλλάξει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα γύρω από τον Χέιγκ; Αν πρέπει να ειπωθεί, το γεγονός ότι δεν υπολόγισε ποτέ του ανθρώπινη απώλεια, κάτι που θα κατέληγε σε έναν απίστευτο φόρο αίματος των στρατιωτών που είχε στην ευθύνη του. Κάποιοι θυμούνταν ακόμα την ατάκα του εκείνη την πρώτη μέρα της Μάχης του Σομ που είχε χάσει σε μια στιγμή 57.000 άντρες και το μόνο που βρήκε να πει ήταν πως «αυτές οι απώλειες δεν μπορούν να θεωρηθούν σοβαρές»! Οι πιο ψύχραιμες βιογραφίες του τον αποκαλούσαν πια απλώς αινιγματικό, έναν άνθρωπο φιλόδοξο που θα έκανε μεν τα πάντα για την προαγωγή, χωρίς να σημαίνει βέβαια πως δεν είχε αρχές και αξίες. Μετρημένος στα λόγια, εκείνος απεχθανόταν εξίσου τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους και μόνο για δημόσιες σχέσεις δεν ήταν φτιαγμένος. Ο ίδιος πίστευε πάντως πως ό,τι έγινε, ήταν απαραίτητο για να κερδηθεί ένας ανηλεής πόλεμος. Τον κατηγορούσαν τώρα ότι μάθαινε από τα πολύνεκρα λάθη του, μια εκατόμβη θυμάτων τη φορά, κι αυτό με πολύ αργούς ρυθμούς. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι στρατηγοί, απαντούσε αυτός, τίποτα δεν προμήνυε τι θα εκτυλισσόταν στα αιματοβαμμένα χαρακώματα του Α’ Παγκόσμιου και κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος για όσα έλαβαν χώρα. Όπως έλεγαν άλλωστε οι υπερασπιστές του, ο Μεγάλος Πόλεμος ήταν ίσως η πρώτη φορά που τα αμυντικά όπλα αποδεικνύονταν τόσο ανώτερα από τα επιθετικά. Στρατηγικά πάντως, αποτιμούν οι ιστορικοί, ο Χέιγκ το κατάλαβε από νωρίς: το Δυτικό Μέτωπο ήταν για τη Βρετανία και τη Γαλλία το μέρος όπου θα έπρεπε να κερδίσουν πάση θυσία. Κι αν του προσάπτουν τα όσα έγιναν στο Σομ και αλλού, με τις καραβιές των νεκρών, το ίδιο υπεύθυνο θα πρέπει να τον θεωρούν για την τελική νίκη των Συμμάχων. Η αλήθεια σήμερα κινείται σε σαφώς πιο μετριοπαθή επίπεδα. Είναι πιθανότατα αληθές πως τόσο ο στρατάρχης όσο και οι επιτελείς του μάθαιναν από την εμπειρία, μια επώδυνη και γεμάτη θάνατο εμπειρία, πώς να διεξάγουν δηλαδή ένα νέο είδος πολέμου με πυροβολικό, άρματα μάχης, αεροπλάνα και πεζικό μαζί. Την ίδια στιγμή, τα πρώτα λουτρά αίματος του Χέιγκ δεν έχουν ξεχαστεί από κανέναν, όπως έχουν κάνει για παράδειγμα οι εμφατικές του νίκες από τον Αύγουστο του 1918 και μετά. Όταν καταλάγιασε μάλιστα ο κουρνιαχτός του πολέμου, έγινε σαφές πως οι Γάλλοι, οι Ρώσοι, οι Σέρβοι, ακόμα και οι Γερμανοί μετρούσαν αναλογικά με τον πληθυσμό τους ακόμα πιο βαριές απώλειες από τους Βρετανούς. Ίσως έφταιγε και το γεγονός ότι ο ίδιος φερόταν εντελώς αυταρχικά στους υφισταμένους και τους συμμάχους του, ιδιαίτερα τους Γάλλους, όπως θα διαμαρτυρόταν ίσως κι αυτός πως έτσι έκαναν κατόπιν μαζί του οι μεταγενέστεροι και ιδιαιτέρως οι πολιτικοί, οι μεγαλύτεροί του πολέμιοι. Γιατί όσοι τον γνώριζαν, όπως ο αυστραλός και ο νοτιοαφρικανός στρατηγός, τον θεωρούσαν στρατηγικά επαρκή. Με αυτά και με εκείνα, ο στρατάρχης Χέιγκ πέρασε στα κιτάπια της Ιστορίας ως ο πιο αμφιλεγόμενος από τους στρατηγούς του Α’ Παγκοσμίου. Και ήταν πάντα κι εκείνη η ολότελα παρακινδυνευμένη και εντελώς λανθασμένη πρόβλεψή του το 1925 που θα σφράγιζε το πώς θα τον θυμούνταν οι κατοπινοί: «Κάποιοι ενθουσιώδεις μιλούν σήμερα για την πιθανότητα να εξαλειφθεί η χρήση του αλόγου και προφητεύουν ότι το άρμα μάχης, το αεροπλάνο και το αυτοκίνητο θα εκτοπίσουν το άλογο από τους μελλοντικούς πολέμους. Είμαι βέβαιος ότι με την πάροδο του χρόνου θα βρίσκονται νέες χρήσεις του αλόγου -του καλοαναθρεμμένου αλόγου-, όπως συνέβαινε πάντα»…
Πρώτα χρόνια
Ο Α’ Παγκόσμιος και ο «Σφαγέας του Σομ»
Ο Χέιγκ πίστευε ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να κερδηθεί μόνο στο Δυτικό Μέτωπο, μια πεποίθηση που θα του έφερνε τρομερές λογομαχίες με τον υπουργό Πολέμου και πρωθυπουργό από τον Δεκέμβριο του 1916, Λόιντ Τζορτζ. Ο οποίος όχι μόνο σκάρωνε τα δικά του μυστικά πολεμικά σχέδια, αλλά συνωμοτούσε κιόλας κατά του στρατάρχη, μιας και τον εχθρευόταν θανάσιμα και τον θεωρούσε υπαίτιο για τις βαρύτατες βρετανικές απώλειες. «Το έθνος πρέπει να μάθει να αντέχει τις απώλειες», είπε ο Χέιγκ τον Ιούνιο του 1916, «καμιά ικανότητα των ανώτερων αξιωματικών, καμιά εκπαίδευση, όσο καλή κι αν είναι, των αξιωματικών και των αντρών και καμιά ανωτερότητα των όπλων, όσο καλά κι αν είναι, δεν θα επιτρέψει να κερδηθούν μάχες χωρίς τη θυσία ανθρώπινων ζωών. Το έθνος πρέπει να είναι έτοιμο να δει τις λίστες με τις βαριές απώλειες».
Τελευταία χρόνια