Στην ποδιά της σφάζονταν κάποτε όλες οι εισοδηματικές τάξεις του τόπου μας, από βιοπαλαιστές και μεροκαματιάρηδες μέχρι βιομήχανοι και εφοπλιστές. Οι άντρες παραληρούσαν, οι γυναίκες ζήλευαν θανάσιμα και η ζωή της είχε όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός παραμυθιού, εκτός από αυτό το «ζήσαν αυτοί καλά». «Αυτοκράτειρα της νύχτας» άλλοτε με το όνομά της σε χρυσό πάντα πλαίσιο στη μαρκίζα, η Μάγια Μελάγια έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει από τυπική χολιγουντιανή ταινία, ζώντας την αποθέωση και την ολοκληρωτική συντριβή κατόπιν. Στους νεότερους έχει φτάσει μόνο το όνομά της να συμβολίζει περασμένα μεγαλεία και δόξες ανείπωτες. Όταν έφυγε από τον κόσμο το 2014, στην κηδεία της δεν ήταν παρά ελάχιστοι. Στην κηδεία της Μάγιας Μελάγια, εκεί που άλλοτε γινόταν κοσμοσυρροή στα θέατρα και τα νυχτερινά κέντρα και επικρατούσε πανδαιμόνιο σε κάθε εμφάνισή της! Το περιστατικό εξάλλου με την Κατίνα Παξινού, την παγκοσμίου φήμης ελληνίδα ηθοποιό που κατέκτησε το Χόλιγουντ, παραμένει δηλωτικό για το ποια ήταν άλλοτε η Μάγια Μελάγια. Είμαστε στα μέσα της δεκαετίας ’50, όταν η Παξινού ερμήνευε την Εκάβη στην Επίδαυρο, και εξαιτίας του πανζουρλισμού από τα αυτοκίνητα και τον κόσμο που επικρατούσε έξω από το θέατρο, η σπουδαία ηθοποιός μας δεν μπορούσε να πλησιάσει. Πήγε λοιπόν στον αστυφύλακα για να την αφήσει να περάσει, αργοπορημένη καθώς ήταν, εκείνος όμως δεν την αναγνώρισε. «Μα είμαι η Παξινού», διαμαρτυρήθηκε εκείνη νευριασμένη, για να πάρει την αποστομωτική απάντηση: «Και η Μάγια Μελάγια να είσαι, δεν περνάς!». Τέτοια σταρ ήταν η Μελάγια στην εποχή της, ένα σωστό sex symbol του ελληνικού θεάματος των δεκαετιών του ’50 και του ’60 που μάγευε τον κόσμο γύρω της με το όμορφο πρόσωπο, το αισθησιακό στόμα, τα γκριζοπράσινα μάτια και εκείνη τη βαθιά και ζεστή κοντράλτα φωνή της. Αλλά και το βιτριολικό χιούμορ της φυσικά, από το οποίο δεν ξέφευγε κανείς. Πριν τη βαφτίσει ο Τώνης Μαρούδας «αυτοκράτειρα της νύχτας», εκείνη ξεκίνησε να τραγουδά δειλά δειλά για να εξασφαλίσει τη μητέρα και την αδερφή της, μέχρι να γίνει αστέρι πρώτου μεγέθους του ελαφρολαϊκού και του αρχοντορεμπέτικου, πριν μεταπηδήσει στο σανίδι και το πανί. Κι εκεί, στον κολοφώνα της δόξας της, χωρίζει με τον χρόνιο δεσμό της Γιώργο Μουζάκη το 1965 και πάει στην Αμερική, όπου παράλληλα με τη δεύτερη καριέρα της στα μαγαζιά της ομογένειας, παντρεύεται, χηρεύει και επιστρέφει τελικά στην Ελλάδα το 1978. Πια δεν ήταν όμως η Μάγια Μελάγια, το νήμα της φήμης είχε κοπεί και δεν θα ξαναδενόταν ποτέ. Ένα μικρό εγκεφαλικό λίγα χρόνια αργότερα θα την έστελνε οριστικά στα αζήτητα της showbiz, ένα γεγονός που η ίδια υποδέχτηκε με στωικότητα και καρτερία: «Δεν είχα ψώνιο με την καλλιτεχνία», έλεγε τώρα ο αλλοτινός θρύλος που τόσο είχε μαγέψει την Ελλάδα με την μπάσα φωνή, τη σκηνική παρουσία, την εντυπωσιακή εμφάνιση και το εκρηκτικό της ταπεραμέντο. «Στη ζωή μου τα γεύτηκα όλα στον απόλυτο βαθμό. Την επιτυχία, τον έρωτα, τη δόξα, τα πλούτη … Το τραγούδι; Η ζωή μου όλη. Του έκανα απιστίες, αλλά με συγχώρησε». Κάπως έτσι ήταν η μυθιστορηματική ζωή της κορυφαίας ενδεχομένως μεταπολεμικής σταρ του τόπου μας, που κατέκτησε το πανελλήνιο, έκανε το μεγάλο βήμα για το εξωτερικό και γεύτηκε τα φώτα της δημοσιότητας μέχρι το μεδούλι της. Για να καταλήξει μόνη σε ένα διαμερισματάκι στην Κυψέλη, ακούγοντας πάντα τις ξεχασμένες μελωδίες της ασπρόμαυρης εποχής του Σουγιούλ, του Μουζάκη και του Μωράκη…
Πρώτα χρόνια
Ο θρύλος γεννιέται
Πρώτη της επιτυχία ήταν το ταγκό «Πώς με μεθάς» του Θεόδωρου Παπαδόπουλου το 1947, αν και θα ήταν στη δεκαετία του 1950 που θα αποθεωνόταν με τα τραγούδια του Χιώτη, του Σουγιούλ, του Μουζάκη και του Μωράκη. Οι επιτυχίες αξέχαστες και απανωτές: «Θέλω να τα σπάσω», «Αδύνατον να κοιμηθώ», «Είναι αργά», «Άλα της» και τόσες ακόμα…
Από την πλούσια δισκογραφία της ξεχωρίζουν τα «Θα σε πάρω, θα με πάρεις» (1950), «Της γυναίκας η καρδιά» (1952), «Πού θα με πας» (1953), «Αντίο» (1953), «Έφυγες και γλύτωσα» (1953), «Απόψε θέλω σαματά» (1954), «Άλα, πασά μου» (1954), «Αδύνατον να κοιμηθώ» (1955), «Όλα σπάσ’ τα και αγάπα με» (1956), «Χειμώνιασε, χειμώνιασε» (1956) και άλλα πολλά.
Δέκα χρόνια μετά το ντεμπούτο της στο τραγούδι, πέρασε και στον κινηματογράφο αλλά και τη νεοελληνική επιθεώρηση. Οι πρώτες ταινίες της ήταν οι «Τσαρούχι, πιστόλι, παπιγιόν» (1956), «Τρεις τρελοί ντετέκτιβς» (1957), «Ραντεβού με τον έρωτα» (1957) και «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση» (1958)…
Η μακρινή Αμερική
Αυτό που έμεινε από αυτή ήταν μόνο το μυστηριακό «Μάγια Μελάγια» και οι διηγήσεις συναδέλφων και θαυμαστών για το ποια ήταν κάποτε η τραγουδίστρια που έκανε τις πίστες να ριγούν…
Τελευταία χρόνια