Όταν ένας γιατρός από τη Βυτίνα προσκλήθηκε στις Βρυξέλλες από τον βασιλιά του Βελγίου και πρόεδρο της Παγκόσμιας Γεωγραφικής Εταιρίας για να υπογράψει στη Χρυσή Βίβλο των Εξερευνητών, τη μεγαλύτερη διάκριση που μπορούσε να λάβει ένας εξερευνητής, το ελληνικό κράτος και πάλι δεν συγκινήθηκε. Ο Λεοπόλδος Β’ τίμησε κι αυτός με τη σειρά του τον παραγνωρισμένο στον τόπο του Παναγιώτη Ποταγό, αν και εκείνος δεν θα άφηνε τους πολιτικάντηδες να του στερήσουν την παροιμιώδη φιλοπατρία του. Όταν του παρουσιάζουν τη Βίβλο των Εξερευνητών και είναι έτοιμος να περάσει στην Ιστορία απαθανατίζοντας το όνομά του στους αιώνες, εκείνος αρκείται να χαράξει δυο λέξεις. «Εις Έλλην», υπογράφει, αφήνοντας έτσι το όνομά του υποσημείωση στην ιστορία των μεγάλων ανακαλύψεων. Κληροδότησε όμως στην αγαπημένη του πατρίδα, την Ελλάδα, την ύψιστη τιμή, καθώς κανείς άλλος Έλληνας δεν θα έμπαινε ποτέ στη Χρυσή Βίβλο των Εξερευνητών! Ο Ποταγός το παραδεχόταν εξάλλου χωρίς περιστροφές: «Διακινδύνευσα τη ζωή μου για την τιμή της χώρας μου, που δεν πρέπει να αντιπροσωπεύεται μόνο από το έδαφός μας και τα ένδοξα ερείπιά μας, αλλά από εμάς τους ίδιους στην προσπάθειά μας να γίνουμε αντάξιοι των προγόνων μας». Πώς βρέθηκε όμως ένας Έλληνας από την Αρκαδία στη μεγάλη εξερευνητική περιπέτεια του 19ου αιώνα, ως κάτι εντελώς μοναδικό και παράδοξο για την ιστορία του τόπου μας; Ήταν μάλλον η εντελώς ιδιαίτερη προσωπικότητα και η ιδιόμορφη ιδιοσυγκρασία του Ποταγού που τον έκαναν να αψηφήσει τη ζωή του για να αφήσει τη σφραγίδα του στις ριψοκίνδυνες περιηγήσεις της εποχής του, βάζοντας από το παράθυρο την Ελλάδα στον χάρτη των χωρών που πήραν μέρος στις μεγάλες εξερευνήσεις του 19ου αιώνα. Μια Ελλάδα που δεν φάνηκε ποτέ να συγκινείται από τους άθλους του αρκά γιατρού, στεκόμενη συχνά εμπόδιο στον περιπετειώδη δρόμο του. Ό,τι έκανε εξάλλου, το έκανε πάντα με δικά του έξοδα και παρά τους επαίνους και τις τιμές από την Ευρώπη, το ελληνικό κράτος κώφευε πάντα στον μεγάλο πολίτη του. Παρά το γεγονός ότι ήταν ο σημαντικότερος -αν όχι ο μόνος- έλληνας περιηγητής των νεότερων χρόνων και ο μόνος αναμφίβολα που δικαιούταν τον χαρακτηρισμό του εξερευνητή. Τα ταξίδια που πραγματοποίησε στην Κεντρική Ασία και τα κεντρο-ανατολικά της Αφρικής κατά τη δεκαπενταετία 1868-1883 τον έβαλαν στο κάδρο των σημαντικότερων περιηγητών του αιώνα του και προμήθευσαν το υλικό για τον πρώτο (και μοναδικό τελικά) τόμο των 700 σελίδων «Περιηγήσεών» του, που εξέδωσε με μεγάλες περιπέτειες και την πολιτεία απέναντί του το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1883, για να ακολουθήσει δύο χρόνια αργότερα και η γαλλική έκδοσή του στο Παρίσι. Στην πρώτη του περιήγηση στην Ασία, ο Ποταγός ξεκίνησε από τη Συρία και αφού πέρασε από το Ιράκ, την Περσία και το Αφγανιστάν, διέσχισε τους ορεινούς όγκους του Ινδικού Καυκάσου και του Παμίρ και συνέχισε μέσα στην έρημο Γκόμπι, τη Βόρεια Κίνα και τη Μογγολία για να καταλήξει τελικά στην Ανατολική Σιβηρία! Αφού όργωσε την ασιατική ήπειρο, κατάφτασε στην Αγία Πετρούπολη και από εκεί στην Οδησσό και την Κωνσταντινούπολη. Στο δεύτερο ταξίδι του, ξεκίνησε από το Σουέζ της Αιγύπτου και αφού περιηγήθηκε στις βορειοδυτικές περιοχές της Ινδίας, τα νότια της Περσίας και το Αφγανιστάν, επέστρεψε στο Κάιρο για να επιδοθεί στην τρίτη του εξερευνητική αποστολή. Από το Κάιρο κατευθύνθηκε νότια αυτή τη φορά και περνώντας από το Σουδάν έφτασε στην Κεντρική Αφρική, μέχρι τις βόρειες περιοχές του Κονγκό, προχωρώντας ακόμα πιο πέρα και από τον σπουδαίο γερμανό εξερευνητή Σβάινφουρτ. Τα αδιανόητα για την εποχή ταξίδια του Ποταγού τον έκαναν τελικά αστέρι του γεωγραφικού κόσμου, εκτός Ελλάδας πάντοτε. «Νέο Μάρκο Πόλο», τον αποκαλεί ο σπουδαίος Φώτης Κόντογλου στο βιβλίο του «Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι», περιγράφοντάς τον κάπως έτσι: «Ὁ Παναγιώτης Ποταγὸς (1827-1903) τὰ ἔβαλε μὲ τὴν Παγκόσμια Γεωγραφικὴ Ἑταιρεία ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν Ἀγγλικὴ Γεωγραφικὴ Ἑταιρεία γιὰ τὶς ἀνακρίβειες ποὺ ἔγραφαν. Δὲν δίστασε νὰ καταγγείλει τὸν Μᾶρκο Πόλο γιὰ ἀνακρίβειες καὶ ψεύδη ποὺ εἶχε γράψει γιὰ τὰ ταξίδια του. Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ λόγος τῆς μεγάλης του ἀντιπαράθεσης μὲ τὴν Γεωγραφικὴ Ἑταιρεία τῆς Μεγάλης Βρετανίας. Ἡ Γαλλικὴ Γεωγραφικὴ Ἑταιρεία δέχτηκε τὶς θέσεις του καὶ τὸ ὄνομά του τοποθετήθηκε δίπλα σὲ αὐτὰ τῶν Λίβιγκστων καὶ Στάνλεη. Τελείωσε τὸ μεγάλο του ταξίδι πηγαίνοντας στὸ Σινᾶ γιὰ νὰ περιεργαστεῖ τὸ δρομολόγιο τοῦ Μωυσῆ, βαστώντας στὸ χέρι ὄχι πιὰ κανέναν ἀρχαῖο Ἕλληνα, μὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Καταστάλαξε στὰ Ἄδανα καὶ γύρισε στὴν Ἀθήνα στὶς 14 Φεβρουαρίου 1873. Στὴν Ἀθήνα δὲν κατάφερε νὰ γίνει διευθυντὴς στὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη γιὰ νὰ μπορέσει νὰ γράψει μὲ τὴν ἡσυχία του γιὰ τὰ ταξίδια του. Κατέληξε στὴν Κέρκυρα». Πόσο ιδιαίτερη περίπτωση πατριώτη ήταν όμως ο Ποταγός, ο οποίος ήθελε να δοξάσει την Ελλάδα σε έναν τομέα που δεν είχαν καν ακούσει το όνομά της, το πρώτο κίνητρο όπως μας λέει για τα ταξίδια του, και ταυτοχρόνως παραθέτει ως δεύτερο κίνητρο την ανάγκη φυγής από μια ελληνική πολιτική πραγματικότητα που τον απογοήτευε βαθιά. Οι κατοπινές του μάχες με την κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη και τον ίδιο προσωπικά θα δικαίωναν την απέχθεια που ένιωθε ο Ποταγός για τα πολιτικά τζάκια που κυβερνούσαν την Ελλάδα. Η αδιαφορία -και συχνά εχθρότητα- εκ μέρους των ελληνικών αρχών μπορεί να ερμηνευτεί τόσο από την έντονα αντικυβερνητική στάση του Ποταγού όσο και από το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος λειτουργούσε περίπου ως βρετανικό προτεκτοράτο και οι Βρετανοί εχθρεύονταν θανάσιμα τον Ποταγό για τις αντι-αποικιοκρατικές του θέσεις. Κι έτσι πέρασε άγνωστος στη νεοελληνική ιστορία ένας άνθρωπος που δόξασε τον τόπο του και έκανε ό,τι έκανε για τη γαλανόλευκη…
Πρώτα χρόνια
Τα απίστευτα ταξίδια και οι πολιτικές περιπέτειές του
Τελευταία χρόνια