Από «Γυφτοαριστοκράτης» και «Γυφτοροκάς» μέχρι «Ερωτόγυφτος με το Ντάτσουν» και «Τελευταίος γυφτοκράτορας», δεν είναι και πολλά αυτά που δεν έκανε στη μικρή οθόνη ο Μόσιος με τον ρόλο που τον ανέδειξε στην κορυφή της εποχής της βιντεοκασέτας. Από τους μεγάλους σταρ της δεκαετίας του 1980, ο Μόσιος έπλασε τον αθίγγανο χαρακτήρα του Ταμτάκου και είδε το ελληνικό κοινό να τον στέλνει στον θρόνο! Σε ένα από αυτά τα παραδείγματα που δεν είναι εύκολο να διακρίνεις πού σταματά ο ρόλος και πού αρχίζει η προσωπικότητα του ηθοποιού, ο Μόσιος ταυτίστηκε με τον Ταμτάκο του ξεδιπλώνοντάς τον στη μικρή οθόνη και το θεατρικό σανίδι για αρκετά χρόνια. Κωμικός μεγάλος ο ίδιος, όσο λαμπρή πορεία κι αν διέγραψε στην επιθεώρηση, το κοινό θα τον θυμάται αναγκαστικά από τον χαρακτήρα των βιντεοταινιών που λειτούργησε για τον ίδιο ως δίκοπο μαχαίρι. Γιατί την ώρα που τον έκανε ευρύτερα γνωστό στα μήκη και τα πλάτη της Ελλάδας, τον αιχμαλώτισε στην επικράτειά του, υπονομεύοντας ουσιαστικά την κατοπινή σταδιοδρομία του: «Υπάρχουν ρόλοι και ρόλοι στο θέατρο που επειδή εγκλωβίστηκα με τον Ταμτάκο δεν έχω παίξει», ομολόγησε εξάλλου και ο ίδιος σε συνέντευξή του. Δεν του κρατά βέβαια κακία του Ταμτάκου του, καθώς «από τη μία με τυποποίησε και από την άλλη όμως μου έδωσε ψωμί. Δημιούργησα αυτόν τον ωραίο τύπο. Από την άλλη όμως, δεν με φωνάζανε για τίποτε άλλο εκτός από το να κάνω τον Ταμτάκο. Ο Ταμτάκος πουλούσε και ό,τι πουλάει θέλουν». Και πράγματι ο ρόλος που υποδυόταν αποδείχτηκε ακαταμάχητος σε όλους. Ο τσιγγάνος από την Αγία Βαρβάρα που πουλούσε πατάτες με το Ντάτσουν του και ταλαιπωρούσε όποιον είχε την ατυχία να βρεθεί στο διάβα του έμελλε να επιβιώσει και μετά την αρπαχτή της βιντεοταινίας, περνώντας στα στόματα του λαού και μπαίνοντας στη γλώσσα μας. Ποια θα ήταν η εξέλιξή του χωρίς τον περιβόητο σίφουνά του Ταμτάκο, κανείς δεν ξέρει, μιλάμε πάντως για ένα κωμικό ταλέντο που ξεκίνησε την καριέρα του στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και συνεργαζόταν άλλοτε με τον Τάκη Χορν. Γι’ αυτό και διαμαρτυρόταν ίσως πως «είμαι κουλτουριάρης. Τον Ταμτάκο τον αγάπησε ο κόσμος, αλλά μπορώ να παίξω και κλασικό [θέατρο]». Είχε βέβαια την ατυχία να συστηθεί στο κοινό κατά τα πέτρινα χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου, κι έτσι τυποποιήθηκε αναγκαστικά στον ρόλο που έπλασε μόνος του. Όποιος τον έχει δει εξάλλου στις ταινίες που έπαιξε πριν από την ανεκδιήγητη δεκαετία του 1980, όπως τη «Μεγάλη Απόφαση» (1977) και το «Ένα γελαστό απόγευμα» (1979) για παράδειγμα, αντικρίζει έναν ταλαντούχο ηθοποιό με γερές ερμηνείες και άπλετη υποκριτική δεινότητα. Ο Μόσιος σκάρωσε μάλιστα τον Ταμτάκο του για το θέατρο: «Την πρώτη φορά τον έκανα στην παράσταση “H Χαρτοπαίχτρα” στη Θεσσαλονίκη με τη Βλαχοπούλου. Έπαιζα εγώ το γιο της και ένας ηθοποιός δεν μπορούσε, έτσι έκανα εγώ το ρόλο του, φορώντας μια περούκα για να μην με αναγνωρίσει το κοινό. Έγινε χαμός. Και ακίνητος που καθόμουν, όλοι γελούσαν». Και με τον σεβασμό που προσέγγισε κατόπιν τον ρόλο του αθίγγανου, μαθαίνοντας ταυτοχρόνως και την ιδιόλεκτο, δεν του θύμωσε ποτέ κανένας, παρά τη διακωμώδηση της ζωής των Ρομά. Όταν τον ρώτησαν άλλωστε αν παρεξηγήθηκε ποτέ κανένας τσιγγάνος μαζί του, απάντησε αμέσως: «Όχι, ποτέ. Τους αγαπούσα και με αγαπούσαν. Το μελέτησα το θέμα για να τον παίξω … Με αγαπούσαν, με λάτρευαν. Δεν τους έθιξα ποτέ, δεν τους σατίρισα, να τους γελοιοποιήσω, να τους υποβαθμίσω, το αντίθετο. Γύρισα σκηνές με τσιγγάνους»… Ο Μόσιος έζησε τη δόξα που του αναλογούσε και βγήκε στη σύνταξη ως άνθρωπος χορτάτος από αναγνωρισιμότητα και φήμη. «Είμαι ευχαριστημένος από όσα έχω κάνει, πολύ ευχαριστημένος. Θα ήθελα να κάνω και μια ταινία σήμερα, αλλά αφού δεν με φωνάζει κανένας, μόνος μου να την κάνω»; Όσο για την εποχή που τον ανέδειξε, δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να την υπερασπιστεί: «Βίωσα τον ρατσισμό της βιντεοκασέτας γιατί την εποχή υπήρχαν κάποιοι, ας τους πούμε παραγωγούς, κι έκαναν βιντεοκασέτες άρπα-κόλλα. Έβαζαν κάποιους να παίζουν τους πρωταγωνιστές που δεν τους ήξερε ούτε η μάνα τους. Κανένας δεν έκανε καριέρα από αυτούς. Ο καλός δοκιμασμένος ηθοποιός έκανε ένα όνομα. Εγώ με τον τύπο του Ταμτάκου ειδικά. Ενοχλούμαι, γιατί μας μιλάνε για τη βιντεοκασέτα λες και γύρισα πορνό. Να ντρέπομαι γι’ αυτό; Για ποιον λόγο να απολογούμαι, δεν κατάλαβα. Έκανα οικογενειακές κασέτες, τις έβλεπε όλη η οικογένεια. Δεν χυδαιολογούσα. Ο Ταμτάκος αγαπήθηκε πάρα πολύ. Για όλους υπήρχε αυτός ο ρατσισμός»…
Πρώτα χρόνια
Ο Ταμτάκος
Ο οποίος ξεδίπλωσε τον αμίμητο αθίγγανό του σε καμιά δεκαπενταριά βιντεοταινίες, από τις «Ο γυφτοροκάς», «Η γύφτικη δυναστεία», «Ο γυφτοαριστοκράτης» και «Ο τελευταίος γυφτοκράτορας» του 1986, στα «Χαμός στο Αιγάλεω Σίτι» και «Ταμτάκος ο ηλεκτρονικός» του 1987, κι από κει στις «Ο Ταμτάκος στο ναυτικό», «Ο ερωτόγυφτος με το Ντάτσουν» και «Ταμτάκος, ο Μαραντόνα της Αγίας Βαρβάρας» του 1988, μέχρι και τις «Γύφτος και γοητεία», «Γυφτιά το μεγαλείο σου» και «Ταμτάκο προχώρα, ξεβρώμισε την χώρα» του 1989.
Η τελευταία περιπέτεια του Ταμτάκου θα έρθει το 1990, για να μας πληροφορήσει πως «Ο Ταμτάκος ζει»!
Με την παρακμή και της βιντεοκασέτας, ο Μόσιος εξαφανίζεται από το σινεμά, παραμένει ωστόσο σταθερά της νεοελληνικής επιθεώρησης. Μόνο που τώρα πρέπει να υπεραμυνθεί των επιλογών του: «Όλοι τα έχουν βάλει με τη βιντεοκασέτα, την εποχή του ’80. Αν πάρουμε τον ελληνικό καλό κινηματογράφο, από τις 130-200 ταινίες που γυρίζανε εκείνη την εποχή, οι 10-15 ήταν καλές, οι άλλες ήταν γραμμένες στο γόνατο, όσον αφορά το σενάριο. Έπαιζαν και καλοί ηθοποιοί μέσα, για το μεροκάματο. Ποιος ελληνικός καλός κινηματογράφος;». Αλλά και «Υπήρχαν καλές και κακές βιντεοκασέτες. Όταν βγήκα εγώ, η γενιά η δική μου, είχε τελειώσει ο κινηματογράφος. Τι θα κάναμε, θα μέναμε με σταυρωμένα τα χέρια; Αυτή είναι η δουλειά μας. Πολλοί μεγάλοι και σπουδαίοι ηθοποιοί γύριζαν βιντεοκασέτα, ο Βουτσάς, ο Ρίζος, ο Γκιωνάκης»…
Τελευταία χρόνια