Από τα κατσαβίδια και τις τανάλιες στο σανίδι και από κει στο πανί και πίσω ολοταχώς στα μαστορέματα, ο Κώστας Τσάκωνας πήρε τη διαδρομή του στη ζωή ανάλαφρα, λες και τίποτα δεν είχε συμβεί εντωμεταξύ. Έφταιγε βέβαια το γεγονός ότι «εγώ έχω το χάρισμα ότι γεννήθηκα με τη φάτσα και τη φωνή του Καραγκιόζη», σαν να τον διάλεξε δηλαδή μαγικά η υποκριτική ενώ εκείνος δεν είχε ποτέ τέτοια σχέδια. Ούτε τέτοιες φιλοδοξίες. Όταν ρωτήθηκε μάλιστα στα στερνά του για την πορεία του στο καλλιτεχνικό στερέωμα, εκείνος είπε ξερά κοφτά ότι δεν θα επέλεγε την ηθοποιία αν είχε μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Και δεν χαριτολογούσε καθόλου: «Καλύτερα θα πέρναγα δουλεύοντας στο συνεργείο του ξαδέρφου μου», είπε με την αφοπλιστική ειλικρίνεια που απαντούσε πάντα. Μέχρι τότε είχε χαρίσει απλόχερα καντάρια γέλιου σε όλους, αν και όταν ήθελε να είναι δραματικός, ήταν δραματικότατος. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον χαρακτηριστικότατο ρόλο του στο «Μάθε παιδί μου γράμματα» (1981), όταν μας έκανε όλους να συλλογιστούμε τις ζωές μας διερωτώμενος: «Έξι χρόνια στο Δημοτικό και έξι στο Γυμνάσιο, δώδεκα, και έξι χρόνια στο Πολυτεχνείο, δεκαοχτώ. Έξι χρόνια στο Λονδίνο, είκοσι τέσσερα, και έξι χρόνια μέχρι να πάω σχολείο, τριάντα. Μέχρι τα τριάντα έξι που είμαι, τα άλλα έξι πού πήγανε;». Ιδιαίτερη περίπτωση ο Τσάκωνας, αναδείχθηκε μέσα στην αρπαχτή της βιντεοταινίας, όταν ταινίες έκανε ο οποιοσδήποτε. Μόνο που ο Τσάκωνας δεν ήταν ο οποιοσδήποτε! Ήταν ένας άνθρωπος-ορχήστρα που κρατούσε όλη την ταινία μόνος, χωρίς ουσιαστικό σενάριο ή μια, υποτυπώδη έστω, πλοκή. Όποιος έχει δει (και ποιος δεν έχει δει;) τις ανεπανάληπτες «Κλασική περίπτωση βλάβης» (1987) και «Η μεγάλη απόφραξη» (1988) καταλαβαίνει τι είδους κωμικός ήταν ο Τσάκωνας χωρίς πολλά λόγια. Μετά βγήκε στο θέατρο και την τηλεόραση, πάντα ως κάτι μοναδικό, ένα ιδιοσυγκρασιακό φαινόμενο του θεάματος που αψηφούσε κάθε κατηγοριοποίηση. Γιατί ίσως έπαιρνε τη δουλειά του στα αστεία. Ή γιατί δεν είχε ανάγκη από αναγνώριση και φήμη. Όταν μάλιστα το ήθελε, άφηνε και μερικές συγκλονιστικές ερμηνείες κληρονομιά, όπως στα «Φτηνά Τσιγάρα» του Ρένου Χαραλαμπίδη εκείνον τον «Τέλη» του. Κυρίως όμως έκανε έναν λαό να χαμογελά αυθόρμητα και χωρίς τύψεις για το περιεχόμενο που παρακολουθούσε, καθώς οι ταινίες του ήταν πάντα αυτός ο ίδιος. Μια μεγάλη κωμική στόφα από αυτές που δεν βγαίνουν κάθε μέρα. Από δαιμόνιος βιοπαλαιστής μέχρι επιθεωρητής Ξεφτέρης και από κυνηγός της φαλάκρας μέχρι… Πόντιος («Πόντιος είμαι αλλά κάνω θεραπεία»!), δεν είναι και πολλά αυτά που δεν έκανε ο Τσάκωνας στην οθόνη και τα έκανε μάλιστα μέσα στον ερασιτεχνισμό και το «τίποτα» της βιντεοκασέτας. Από την οποία διασώθηκε μόνο χάρη στην αμίμητη ικανότητά του να βγάζει γέλιο. Εκείνος όμως ήταν προπαντός ένας μικρός μάστορας. Μάστορας δούλευε από μικρό παιδί, μάστορας παρέμεινε παρά την επιτυχία του, χτίζοντας με τα χέρια του ας πούμε το τετραώροφο σπίτι του στην Αργυρούπολη. Το πάθος του ήταν τα εργαλεία και το μικρό εργαστήριο της οικίας του. Αλλά και το μηχανάκι του. Όλα τα υλικά δηλαδή που απαρτίζουν τα σενάρια που έγραφε με τον λατρεμένο μαστροχαλαστή του Τρύφωνα. Ο Τσάκωνας δεν είχε καν ανάγκη να μιλήσει για βγάλει γέλιο. Ή έτσι νόμιζε το κοινό τουλάχιστον, κάτι που ήταν άλλη μια προσωπική επιτυχία. Γιατί ο ίδιος ήταν αυτοσχεδιαστικό φαινόμενο και έβγαζε πράματα από το μυαλό του πάνω στο γύρισμα. Το τσιράκι του εξάλλου στα μαστορέματα, ο Τάσος Κωστής, με τον οποίο συνεργάστηκαν τόσο στην «Κλασική περίπτωση βλάβης» και τη «Μεγάλη απόφραξη» όσο και στο «Για μια χούφτα τούβλα», εξομολογούνταν: «Αυτό που θυμάμαι είναι ότι σκάλιζε πάντα το μυαλό του για να βρει πράγματα και να βγάλει γέλιο. Όχι μόνο μεταξύ μας, αλλά για να το καταθέσουμε στις ταινίες. Το σενάριο δεν ήταν παρά η αφορμή. Η βάση από την οποία ξεκινούσαμε και αρχίζαμε να το στολίζουμε και να το φτιάχνουμε διαρκώς». Αυτοσχεδίαζε πολύ γιατί έτσι ήταν ως άνθρωπος, αυτοσχεδιάζοντας στη ζωή την ίδια. Γι’ αυτό και οι ταινίες του ήταν φέτες από τη ζωή του. Ακόμα και το μηχανάκι του Τρύφωνα ήταν το δικό του μηχανάκι, όπως και τα εργαλεία. Ο Τσάκωνας ήταν οι ταινίες του και οι ταινίες του ο Τσάκωνας. Εξού και ήταν έτοιμος να τις υπερασπιστεί απέναντι σε όλους: «Μπροστά σε αυτές τις σαχλαμάρες που βάζει η τηλεόραση, οι βιντεοταινίες είναι κορυφή. Όμως έκανα κι εγώ λάθη με κάποιες βιντεοταινίες χαμηλού επιπέδου. Όλοι κάναμε λάθη, οφείλω να το παραδεχτώ. Όμως υπήρξαν και θησαυροί μέσα σε αυτές. Τότε ήταν άλλες εποχές»…
Πρώτα χρόνια
Ο ηλεκτρολόγος βγαίνει στο πανί
Πλέον όμως είμαστε στα πέτρινα χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου και στη γέννηση της βιντεοκασέτας, ένα είδος που θα υπηρετήσει ο Τσάκωνας υποδειγματικά και θα καταφέρει να διασωθεί, μόνο και μόνο επειδή ήταν ο Τσάκωνας. Οι τίτλοι πολλοί και οι ταινίες ολοκληρώνονται στα γρήγορα, ο Τσάκωνας βρίσκει ωστόσο χρόνο για αυτοσχεδιασμούς και χωρατά εκτός σχηματικού, ούτως ή άλλως, σεναρίου. Μέσα στο καλαμπούρι, περνά και κάνα κοινωνικό μήνυμα, καθώς βάζει το χεράκι του και στο σενάριο και μετά βέβαια, όταν βρεθεί μπροστά από τις κάμερες.
Οι μεγάλες επιτυχίες θα έρθουν το 1987, και δεν μιλάμε καν για τον σπαρταριστό «Λόρδαν ο βάρβαρος» ή το «Πόντιος είμαι, ό,τι θέλω κάνω», αλλά για το «Για μια χούφτα τούβλα» και την πολυπαινεμένη «Κλασική περίπτωση βλάβης», όπου μας συστήνει τον πολυτεχνίτη του Τρύφωνα που τα κάνει όλα γης μαδιάμ!
Η ταινία θα έχει και μια άτυπη συνέχεια το 1988, τη μεγαλειώδη στην κατηγορία της «Μεγάλη Απόφραξη», στην οποία μάλιστα ο Τσάκωνας τραυματίστηκε σοβαρά πέφτοντας από τη σκάλα. Ο θρασύτατος μάστοράς του δεν θα ξεχαστεί από κανέναν όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Το 1988 θα μας χαρίσει άλλη μια προσωπική επιτυχία, τον «Φαλακρό στόχο» του, την επόμενη χρονιά θα έρθει ο «Τοκογλύφος» και η λαίλαπα θα ολοκληρωθεί το 1990 με τον «Κόμη Τσάκωνα». Είναι το τέλος της δεκαετίας και το τέλος της βιντεοκασέτας λίγο-πολύ, είναι όμως και το τέλος μιας εποχής που θα συμπαρασύρει πολλούς.
Ο Τσάκωνας δεν θα ξανακάνει ταινία παρά το 2000, όταν ο Χαραλαμπίδης θα τον περιλάβει στο καστ των «Φτηνών τσιγάρων», υπενθυμίζοντάς μας ποιο ήταν αυτό το φαινόμενο της κωμωδίας που περιορίστηκε στην προχειροδουλειά του βίντεο.
Στα μικρά παραλειπόμενα της δουλειάς του, οφείλουμε να αναφέρουμε τον ρόλο του σεναριογράφου που κράτησε σε αρκετές ταινίες, όπως τις «Πόντιος είμαι, αλλά κάνω θεραπεία», «Μας τα ‘παν κι άλλοι που την είχαν πιο μεγάλη», «Φαλακρός στόχος», «Η μεγάλη απόφραξη» και «Για μια χούφτα τούβλα». Ό,τι έγραψε, ήταν τα βιώματά του από τις τόσες δουλειές τεχνίτη που είχε κάνει, γι’ αυτό είχαν την ειλικρίνεια, την αυθεντικότητα και τον ανεπιτήδευτο ρεαλισμό του ανθρώπου της πιάτσας. Στις ταινίες του πρωταγωνιστούν εξάλλου πολλά υλικά της εποχής, όπως το λάδωμα, η ρεμούλα, η γραφειοκρατία και η τσαπατσουλιά, ως προέκταση λες της κοινωνίας. Όσο γίνονταν αυτά, ο Τσάκωνας ήταν πια σταθερά της επιθεώρησης και αναπόσπαστο μέλος των κωμικών θιάσων. Στο σανίδι συνεργάστηκε με τον Βέγγο, τον Ηλιόπουλο, τον Βουτσά, τον Γκιωνάκη και πολλούς από την παλιά μεγάλη φουρνιά. Με τον Μουστάκα έπαιξαν μαζί στο θέατρο για περισσότερα από οχτώ χρόνια, όντας και καλοί φίλοι.
Τελευταία χρόνια