Μεταξύ 1674-1829, ο πολίτης της Βρετανίας που έβλεπε να εκτυλίσσεται ένα έγκλημα μπροστά στα μάτια του ήταν νομικά υποχρεωμένος να συλλάβει τον δράστη, όπου αυτό ήταν δυνατό. O αυτόπτης μάρτυς έπρεπε κατόπιν να πάρει μέρος στο κυνήγι του εγκληματία, καθώς αποτελεσματικό αστυνομικό σώμα δεν υπήρχε ούτε καν στο Λονδίνο. Όσο τα εγκλήματα γίνονταν ωστόσο ολοένα και πιο βίαια, ο γενικός πληθυσμός απέφευγε να εμπλακεί στο ανθρωποκυνηγητό και από τις αρχές του 18ου αιώνα στράφηκε σε ιδιωτικούς αστυνομικούς. Χάρες χορηγούνταν τώρα αβέρτα στους δράστες που κατέδιδαν τους πρώην συνεργούς τους ή υποδείκνυαν εγκληματικές πράξεις και σπείρες. Ακόμα και αμοιβές δίνονταν αν η πληροφορία οδηγούσε στη σύλληψη κατ’ εξακολούθηση εγκληματιών, την ίδια ώρα που ο γενικός κανόνας ήταν πως η μισή αξία των κλοπιμαίων προσφέρονταν χαριστικά σε όσους τσάκωναν τους παραβάτες. Αυτοί οι κυνηγοί κεφαλών, «thief takers» τους έλεγαν στην πατρίδα τους, ήταν όμως συχνότατα κλέφτες και οι ίδιοι. Μέλη ή και εγκέφαλοι εγκληματικών σπειρών, οργάνωναν ληστείες και διαρρήξεις, ξεφορτώνονταν τα κλοπιμαία και φρόντιζαν να επιστρέφουν και μερικά στις Αρχές ώστε να αποδεικνύουν την αξία τους ως κυνηγοί κεφαλών και υπεύθυνοι πολίτες. Ακόμα και μέλη των συμμοριών τους κατέδιδαν, για να βγαίνουν πάντα με το κούτελο καθαρό! Αυτοί οι τύποι αγνοούσαν ακόμα και τα όρια της δικαιοδοσίας τους αν ήταν να βάλουν στο χέρι κάποια παχυλή αμοιβή για τη σύλληψη ενός διαβόητου φυγά. Όπως μας λένε οι ιστορικοί, μια καλή σύλληψη στην ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου μπορούσε να αποφέρει στον διώκτη ποσό αντίστοιχο με πέντε χρόνια δουλειάς ενός αθώου μεροκαματιάρη. Το «τυράκι» ήταν ωστόσο αλλού: κάθε έγκλημα που θα έκανε ο διώκτης κατά το κυνήγι του ληστή, φυγά ή απατεώνα ήταν απόλυτα δικαιολογημένο! Κανείς δεν εκμεταλλεύτηκε πιο δαιμόνια τον θεσμό του «thief taker» από τον Τζόναθαν Γουάιλντ, τον μαέστρο της εξαπάτησης που πλάνεψε μια ολόκληρη πόλη…
Πρώτα χρόνια
Η διπλή δράση του Νο 1 κακοποιού
Πτώση και τέλος