Στη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, οι έλληνες κατόρθωσαν με αργά αλλά αποφασιστικά βήματα να πραγματοποιήσουν με επιτυχία τη μετάβαση της εμπορικής τους ναυτιλίας από τα ιστία στον ατμό. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1870, οι Έλληνες είχαν τη δυνατότητα να κατασκευάζουν στην πατρίδα τους το σύνολο σχεδόν των ιστιοφόρων πλοίων τους, καθώς πολλά καρνάγια σε όλη την ελληνική επικράτεια εργάζονταν καθημερινά για να ναυπηγούν εξαιρετικά σκαριά, με τα οποία οι πλοιοκτήτες της εποχής είχαν κατορθώσει να συγκροτήσουν μια υπολογίσιμη δύναμη στις μεταφορές της Μεσογείου, αλλά και στις αντίστοιχες της Μαύρης Θάλασσας. Με τη σταδιακή όμως επικράτηση του ατμού στις θαλάσσιες μεταφορές, τα ιστιοφόρα περνούσαν πρακτικά τις τελευταίες μέρες τους. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να κατασκευάσει ατμόπλοια, μιας και οι δυνατότητες του κράτους για τη δημιουργία κατάλληλης ναυπηγικής βιομηχανίας ήταν πρακτικά ανύπαρκτες. Οι έλληνες καραβοκύρηδες στρέφονται στο εξωτερικό -και ειδικά στη Μεγάλη Βρετανία- για τον εκσυγχρονισμό του στόλου τους, αν και οι τσουχτερές τιμές των ατμόπλοιων απειλούν πια ανοιχτά το μέλλον του εγχώριου εφοπλισμού. Στα πρώτα αυτά ελληνόκτητα ατμόπλοια, που νηολογούνταν σε λιμάνια της Ρωσίας, της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, θα κάνουν την πρώτη τους θητεία ως πλοίαρχοι πολλοί από τους καραβοκύρηδες των ιστιοφόρων, προτού αποκτήσουν τα δικά τους πλοία, συνήθως με τη στήριξη των ομογενών Ελλήνων της Διασποράς. Τα μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως οι αδελφοί Θεοφιλάτοι, οι Εμπειρίκοι και οι Βαλλιάνοι, αρχίζουν λοιπόν τα πρώτα δειλά βήματα για τη μετάβασή τους στη νέα ναυτιλιακή πραγματικότητα και μια σειρά από ναυτικές σχολές (όπως το σπουδαίο Μηχανουργείο του Νεωρίου στην Ερμούπολη της Σύρου) αρχίζουν να εκπαιδεύουν τους έλληνες ναυτικούς στις μηχανές της ατμήρους ναυτιλίας. Με την πάροδο των ετών, ιδιαίτερα εκεί στη στροφή του νέου αιώνα, όλο και περισσότεροι Έλληνες κατάφεραν να αποκτήσουν ατμόπλοια και να πλουτίσουν τελικά. Χαρακτηριστικό εδώ είναι πως η δύναμη της ατμήρους ναυτιλίας του ελληνικού εμπορικού στόλου στα τέλη Δεκεμβρίου του 1911 μετρούσε 350 ατμόπλοια. Οραματιστές πλοιοκτήτες, όπως ο Ανδριώτης Δημήτριος Μωραΐτης (και κατόπιν οι γιοι του Εμπειρίκου και ειδικά ο Επαμεινώνδας), αποκτούν τα πρώτα ελληνικά υπερωκεάνια και αναπτύσσουν περαιτέρω τον ελληνικό εφοπλισμό, δίνοντας δουλειά στους παλιούς καραβοκύρηδες των ιστιοφόρων. Ένας τέτοιος, ο Ιωάννης Πέτρου Γουλανδρής, πολύπειρος καπετάνιος με ασίγαστη δράση κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, πιάνει δουλειά στα ατμόπλοια του σπουδαίου συμπατριώτη του εφοπλιστή Μωραΐτη, θέτοντας τις βάσεις για τη δική του ναυτική αυτοκρατορία που ερχόταν ολοταχώς! Ο θεμέλιος λίθος της δυναστείας των Γουλανδρήδων τίθεται το 1901, όταν ο καπετάνιος Ιωάννης συμμετέχει στην αγορά του ατμόπλοιου που αγόρασε ένας συγγενής του και μέχρι το 1910 που θα ναυαγήσει το καράβι, θα έχει βγάλει την πρώτη σημαντική μαγιά του. Την ίδια χρονιά, με τους τέσσερις γιους στο πλευρό του, αγοράζει με τη βοήθεια του Εμπειρίκου ένα βρετανικό ατμόπλοιο και τα υπόλοιπα είναι η ίδια η σύγχρονη ιστορία του ελληνικού εφοπλισμού…
Πρώτα χρόνια
Επιτυχία και τραγωδία