Με τον όρο «Μεγάλη Εκκαθάριση» ή «Μεγάλος Τρόμος» ονομάστηκε το πρωτόγνωρο κύμα διώξεων στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό της ΕΣΣΔ αλλά και την ίδια τη σοβιετική κοινωνία κατά την τριετία 1936-1938. Δεν ήταν τίποτα άλλο από μια αιματηρή καταστολή όλων όσοι στέκονταν κριτικά απέναντι στο «κόκκινο» καθεστώς και χαρακτηρίστηκαν εύκολα και γρήγορα «εχθροί του λαού». Η αχαλίνωτη γραφειοκρατία έδειξε τα ανατριχιαστικά της δόντια εφαρμόζοντας τις πιο βάρβαρες μεθόδους για να εξοντώσει κάθε προοδευτική και αντιπολιτευόμενη φωνή, ακόμα και γνήσιους κομμουνιστές που δεν ήταν του γούστου του «Πατερούλη». Ο Στάλιν εξουδετέρωσε όλους τους πολιτικούς εχθρούς του και τακτοποίησε με σφαίρες και εξορίες τα φουντωμένα πάθη του εμφυλίου, αν και για να το κάνει αυτό έπρεπε να βυθίσει τη χώρα στην παράνοια και το αίμα. Ο ίδιος το έλεγε εξάλλου ήδη από το 1933: «Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι με την αύξηση της δύναμης του σοβιετικού κράτους θα δυναμώνει η αντίσταση των τελευταίων υπολειμμάτων των τάξεων που πεθαίνουν. Κι ακριβώς γιατί πεθαίνουν και ζουν τις τελευταίες τους μέρες, θα περνάνε από τη μια μορφή της επίθεσης σε άλλες, πιο έντονες μορφές επίθεσης, κάνοντας εκκλήσεις στα αντιδραστικά στρώματα του πληθυσμού και κινητοποιώντας τα ενάντια στη σοβιετική εξουσία». Στις τέσσερις μεγάλες Δίκες της Μόσχας (Αύγουστος ’36, Ιανουάριος ’37, Ιούνιος ’37 και Μάρτιος ’38) καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών ή σε ισόβια κάθειρξη εξέχοντα μέλη της κομματικής, κρατικής και στρατιωτικής ηγεσίας, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του κόμματος, του κρατικού μηχανισμού και του στρατού, αλλά και γραμματείς περιοχών, μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, κομισάριοι λαϊκών επιτροπάτων, στρατηγοί και ναύαρχοι. Μετά ακολούθησε η διαταγή 447 (Αύγουστος 1937), όπου όλα τα απομεινάρια του παλιού κόσμου που έμπρακτα βρέθηκαν απέναντι στη σοβιετική εξουσία ήταν τώρα υπό διωγμό. Η διαταγή περιελάμβανε κουλάκους (πλούσιους αγρότες) που είχαν δραπετεύσει από τους τόπους αναγκαστικής μετοίκησης, μέλη εθνικιστικών και άλλων αντισοβιετικών οργανώσεων, παλιούς τσαρικούς αστυνομικούς, πρώην λευκοφρουρούς εγκληματίες του κοινού ποινικού κώδικα που είχαν καταφύγει στα κολχόζ και τα σοφχόζ, στις κρατικές επιχειρήσεις και τους οργανισμούς, ακόμα και εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες. Ο συνολικός αριθμός των συλλήψεων, διώξεων, εκτοπίσεων και εκτελέσεων ξεπέρασε το 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους. Όσο για τον κύριο μοχλό της μπολσεβιβικής εκκαθάρισης, δεν ήταν άλλος από τη διαβόητη NKVD (Εν Κα Βε Ντε), τη μυστική αστυνομία της ΕΣΣΔ στα χρόνια του σταλινισμού, και τον ατσαλένιο ηγέτη της Νικολάι Γιεζόφ. Η δική του βασιλεία του τρόμου, κάτω από τις υποδείξεις πάντα του «Πατερούλη» αλλά και με τις δικές του ζοφερές πρωτοβουλίες, θα πάρει μάλιστα το δικό της όνομα: «Γιεζόβσινα» τη λέγανε, «Περίοδος Γιεζόφ» δηλαδή, αν και ο λαός προτιμούσε το «Περίοδος του Σκαντζόχοιρου», αφού η λέξη «γιoζ» σήμαινε «σκαντζόχοιρος». Το Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων ή Eν Κα Βε Ντε ήταν η φυσική συνέχεια της τσαρικής μυστικής αστυνομίας Οχράνα (Τρίτο Τμήμα), που είχε μετατραπεί στην Τσεκά επί Λένιν. Το κεντρικό όργανο της κρατικής διοίκησης της ΕΣΣΔ είχε στόχο την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης, την περίοδο 1936-1938 μεταμορφώθηκε ωστόσο στο τάγμα θανάτου του Στάλιν αλλά και στους δεσμοφύλακες των γκουλάγκ του. Φόβος και τρόμος πια των αντιφρονούντων αλλά και κάθε βαπτιζόμενου στα γρήγορα «εχθρού του καθεστώτος», ο Γιεζόφ εκτέλεσε τις σταλινικές εκκαθαρίσεις με τέτοιον ενθουσιασμό που στο τέλος θορυβήθηκε ακόμα και ο «Πατερούλης». Κι έτσι θα περνούσε κι αυτός ό,τι και ο προκάτοχός του στην NKVD, Γιάγκοντα: αντικαταστάθηκε από τον Λαβρέντι Μπέρια και τελικά συνελήφθη. Τον Φεβρουάριο του 1940 δικάστηκε κάτω από πάσα μυστικότητα (μιας και αρνιόταν πεισματικά να ομολογήσει συνωμοσία κατά του Στάλιν), καταδικάστηκε και εκτελέστηκε, αφού πρώτα ο Μπέρια διέταξε τους φρουρούς να τον γυμνώσουν και να τον ξυλοκοπήσουν, όπως ακριβώς είχε κάνει ο Γιεζόφ με τον δικό του προκάτοχο. Ο στενός συνεργάτης του Στάλιν αφαιρέθηκε κατόπιν από κάθε φωτογραφία και ήταν σαν να μην έζησε ποτέ. Έχοντας ενορχηστρώσει την πιο αιματοβαμμένη περίοδο στον «Μεγάλο Διωγμό» του Στάλιν, εξαφανίστηκε από τη δημόσια σφαίρα της ΕΣΣΔ, όπως και όλα τα πρωτοπαλίκαρά του…
Πρώτα χρόνια
Ο Νικολάι Ιβάνοβιτς Γιεζόφ γεννιέται την Πρωτομαγιά του 1895 στην Αγία Πετρούπολη, σύμφωνα με το επίσημο σοβιετικό βιογραφικό του. Ο Νικολάι εμφανίζεται να ολοκληρώνει μόνο τη βασική εκπαίδευση και να δουλεύει μεταξύ 1909-1915 ως βοηθός ράφτη και εργάτης αργότερα σε φάμπρικα. Σε αίτησή του για δουλειά εκείνη την εποχή ισχυρίζεται ότι μιλά πολωνικά και λιθουανικά. Το 1915 τον βρίσκουμε να υπηρετεί στις τάξεις του Αυτοκρατορικού Ρωσικού Στρατού, αν και στις 5 Μαΐου 1917 συμμετέχει σε συνέδριο των Μπολσεβίκων, έξι δηλαδή μήνες πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Έντονη δράση έχει και κατά την περίοδο του ρωσικού εμφυλίου πολέμου (1919-1921), όπου πολέμησε με γενναιότητα όπως μαθαίνουμε με τις δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού. Από τον Φεβρουάριο του 1922 είναι πια μέλος της σοβιετικής γραφειοκρατίας, υπηρετώντας σε θέσεις γραμματέα σε αρκετά περιφερειακά κομιτάτα του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το 1927 θα πάρει μεταγραφή για το Κρεμλίνο, έχοντας ανέβει ήδη πολλά σκαλιά στην εσωκομματική ιεραρχία. Το 1929 θα γίνει αναπληρωτής κομισάριος (επίτροπος) Γεωργίας και από την επόμενη χρονιά μέχρι και το 1934 θα περάσει από πολλά παραρτήματα της κεντρικής διοίκησης, από το Βιομηχανίας και το Προσωπικού μέχρι και το Ειδικών Θεμάτων. Το 1934 θα έρθει η στιγμή που τόσο περίμενε, όταν εκλέγεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος. Την ώρα που αναρριχάται όμως γοργά στα υψηλόβαθμα κλιμάκια του Ανώτατου Σοβιέτ, αρχίζει να κάνει ισχυρούς εχθρούς. Ο Μπόρις Νικολάγιεφκσι, για παράδειγμα, τον χαρακτηρίζει σε επιστολή του «αποκρουστικό». Αργότερα βέβαια θα γινόταν γνωστός ως «Δηλητηριώδης Νάνος» ή «Αιματοβαμμένος Νάνος», λόγω του χαμηλού παραστήματός του αλλά και της σαδιστικής προσωπικότητάς του. Την ίδια εποχή παντρεύεται τη δεύτερη σύζυγό του (παίρνοντας διαζύγιο από την παθιασμένη μαρξίστρια πρώτη του σύζυγο Αντονία Τίτοβα), με την οποία υιοθετούν ένα ορφανό κοριτσάκι από ορφανοτροφείο της Μόσχας. Μετά την εκτέλεση του πατέρα της μάλιστα, το κορίτσι δόθηκε πίσω στο ορφανοτροφείο και το επίθετο Γιεζόφ απαλείφθηκε από το όνομά της…
Ο ισχυρός άντρας του Εν Κα Βε Ντε
Το σημείο-κλειδί στην καριέρα του Γιεζόφ και η αποφασιστική στιγμή που μπήκε στην καρδιά του Στάλιν θα έρθει όταν ο «Πατερούλης» του αναθέτει ένα σκοτεινό έργο: τη δολοφονία του ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος του Λένινγκραντ, του χαρισματικού πολιτικού και λαμπρού ρήτορα Σεργκέι Κίροφ, που πολλοί αξίωναν να αντικαταστήσει τον Στάλιν στο τιμόνι της ΕΣΣΔ. Ο «Πατερούλης» ήθελε να τον βγάλει από τη μέση και να χρησιμοποιήσει την πολιτική δολοφονία του ως πρόσχημα για την περαιτέρω εκκαθάριση στο Κόμμα αλλά και τα ανώτατα κρατικά αξιώματα. Κι έτσι διάλεξε τον Γιεζόφ για το δύσκολο έργο. Το τσιράκι του Στάλιν έφερε σε πέρας την αποστολή την 1η Δεκεμβρίου 1934, παραποίησε κατόπιν έγγραφα που ενέπλεκαν στη δολοφονία ανώτατα στελέχη του Πολίτμπιρο και έκανε τον «Πατερούλη» να χαμογελάσει πλατιά για την έκβαση της υπόθεσης. Κι έτσι έγινε κομισάριος στο Εσωτερικών Υποθέσεων, το απόλυτο κεφάλι στο Εν Κα Βε Ντε δηλαδή, αλλά και προβεβλημένο στέλεχος της Κεντρικής Επιτροπής στις 26 Σεπτεμβρίου 1936, αντικαθιστώντας τον Γιάγκοντα. Ο Γιάγκοντα έγινε στόχος γιατί καθυστερούσε πολύ να εκτελέσει τα δολοφονικά σχέδια του Στάλιν εντός του Κόμματος, την εκκαθάριση της μπολσεβίκικης διοίκησης δηλαδή από πολιτικούς αντιπάλους και υπολείμματα του παλιού καθεστώτος. Ο Γιεζόφ δεν είχε φυσικά καμιά αντίρρηση στα κελεύσματα του Στάλιν, κι έτσι έγινε το χαϊδεμένο του παιδί. Ήταν εξάλλου ταγμένος σταλινικός και δεν προερχόταν μάλιστα από τις τάξεις της κρατικής ασφάλειας, κάτι που τον έκανε να φαντάζει ιδανικό στα μάτια του Στάλιν για την ενορχήστρωση της «Μεγάλης Εκκαθάρισης». Η πρώτη δουλειά που του ανέθεσε ο «κόκκινος» ηγέτης ήταν η δίωξη του προκατόχου του, Γιάγκοντα, την οποία επέβλεψε προσωπικά ο Γιεζόφ επιδεικνύοντας ανελέητο ζήλο. Παραχάραξε έγγραφα και τον έκανε να μοιάζει κατάσκοπο των Γερμανών που ήθελε να σκοτώσει τον Στάλιν για να επαναφέρει τον καπιταλισμό στη χώρα. Κατόπιν ανέκρινε προσωπικά τον πρώην επικεφαλής του Εν Κα Βε Ντε και απέσπασε την ομολογία του έπειτα από φρικιαστικά βασανιστήρια. Ο Γιάγκοντα δεν θα ήταν παρά ο πρώτος από τις τόσες χιλιάδες που θα εκτελούνταν κάτω από τις διαταγές του Γιεζόφ. Με τη δική του μαεστρία στο έγκλημα και την παραποίηση, ο «Μεγάλος Διωγμός» θα έφτανε στον κολοφώνα του μεταξύ 1936-1938, όταν εκκαθαρίστηκε όλος ο εσωτερικός μηχανισμός. Τα (επίσημα) νούμερα προκαλούν ανατριχίλα. Στις δίκες-παρωδία της Μόσχας κατηγορήθηκε για προδοσία και εκτελέστηκε όλη η παλιά φρουρά των μπολσεβίκων που συμμετείχαν στην Οκτωβριανή Επανάσταση: Ζινόβιεφ, Κάμενεφ, Μπουχάριν, Ρίκοφ, Τόμσκι, Ράντεκ, Ρακόφσκι, Πιατακόφ, Σμιρνόφ, Κίροφ, Αντόνοφ-Οβσέγενκο, ο στρατάρχης Τουχατσέφσκι και πάμπολλοι ακόμα ανώτατοι αξιωματούχοι (αλλά και ο Τρότσκι στο Μεξικό το 1940). Στους κατηγορουμένους συμπεριλαμβάνονταν όλα τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου επί εποχής Λένιν. Το 1937 καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν οι ανώτατοι αξιωματικοί και θανατώθηκαν όλοι σχεδόν οι στρατάρχες, οι διοικητές στρατιών και οι ναύαρχοι. Χιλιάδες αγωνιστές στάλθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα με μόνο κατηγορητήριο τις εκβιασμένες ομολογίες που αποσπούσαν με ανείπωτα βασανιστήρια. Το 70% των μελών της Κεντρικής Επιτροπής εξοντώθηκε (98 σε σύνολο 139 μελών), αλλά και 1.108 αντιπρόσωποι του Κόμματος (σε σύνολο 2.066!). Δολοφονήθηκαν επίσης οι περισσότεροι λαϊκοί επίτροποι (υπουργοί), ενώ στις αρχές του 1937 υπήρχαν πάνω από 1.500.000 παλιά μέλη του Κόμματος που είχαν διαγραφεί από τις τάξεις του. Ανάμεσα στους κατηγορούμενους της τέταρτης Δίκης της Μόσχας το 1938 ήταν και ο Γιάγκοντα. Τις δίκες αυτές ακολούθησαν δικαστικές διώξεις σε άλλες περιοχές της χώρας. Οι πολιτικοί αντίπαλοι βαφτίζονταν κατάσκοποι, προδότες και δολιοφθορείς και καταδικάζονταν σε θάνατο ή ισόβια κάθειρξη. Το απίστευτο σε έκταση γαϊτανάκι του θανάτου ενορχήστρωνε ο Γιεζόφ, που είχε μεταμορφώσει το Εν Κα Βε Ντε σε φάμπρικα ολέθρου. Αν και δεν σταμάτησε εκεί, καθώς στο στόχαστρο μπήκε μετά ο Κόκκινος Στρατός («εκκαθαρίστηκαν» 34.301 αξιωματικοί και των τριών όπλων), οι μεγαλοαγρότες Κουλάκοι (περισσότεροι από 278.000 άνθρωποι), ακόμα και εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες (μεταξύ αυτών και η ελληνική παροικία). Οι εκκαθαρίσεις στον ευρύτερο κομματικό και κρατικό μηχανισμό περιελάμβαναν άλλα 50.000 άτομα, αν και κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τους αριθμούς όσων συνελήφθησαν, εκτοπίστηκαν ή εκτελέστηκαν την τριετία 1936-1938 ως «εχθροί του λαού». Οι πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις κάνουν πάντως λόγο για πάνω από 1,5 εκατ. διώξεις. Το 1937, με την περιβόητη «Επιχείρηση 13», μπήκε στο στόχαστρο το ελληνικό στοιχείο της ΕΣΣΔ και ήταν πολλές οι χιλιάδες όσων διώχθηκαν με την κατηγορία της υπέρ της Ελλάδας κατασκοπείας(!). Όπως προκύπτει από τα σοβιετικά αρχεία που άνοιξαν μετά την πτώση του καθεστώτος, οργανώθηκαν 14 τέτοιες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις για ισάριθμες εθνότητες, σχεδιασμένες μάλιστα προσωπικά από τον αρχηγό της ΝΚΒD, Νικολάι Γιεζόφ. Η «ελληνική επιχείρηση εκκαθάρισης» με την υπ’ αριθμ. 50215 ντιρεκτίβα της NKBD ξεκίνησε τη νύχτα της 15ης Δεκεμβρίου 1937 και εξελίχθηκε σε Γεωργία, Κριμαία, Σταυρούπολη και όπου αλλού ζούσε το ελληνικό στοιχείο των 300.000 ψυχών που είχαν εγκατασταθεί στη ρωσική και αργότερα σοβιετική αυτοκρατορία. Ο Γιεζόφ παραδεχόταν μάλιστα πως πολλοί αθώοι θα πέσουν θύματα ως παράπλευρες απώλειες, οι ζωές του ήταν ωστόσο αμελητέες για τον ίδιο μπροστά στη μεγάλη εικόνα: «Θα υπάρξουν κάποια αθώα θύματα στη μάχη αυτή κατά των πρακτόρων του Φασισμού. Εγκαινιάζουμε μια μεγάλη επίθεση στον Εχθρό. Ας μην υπάρξει καμιά δυσαρέσκεια αν σπρώξουμε κάποιον με τον αγκώνα. Καλύτερα να υποφέρουν δέκα αθώοι άνθρωποι παρά να γλιτώσει ένας κατάσκοπος. Όταν κόβεις ξύλα, πετάγονται και πελεκούδια». Τα «πελεκούδια» του 1936-1938 ήταν ωστόσο πάνω από 1,5 εκατομμύριο συλλήψεις και τουλάχιστον 680.000 εκτελέσεις για «εγκλήματα κατά του κράτους». Άλλες 685.000 στάλθηκαν στα γκουλάγκ της Σιβηρίας από τον Γιεζόφ, τριπλασιάζοντας τον αριθμό των «εκτοπισθέντων» σε δύο μόλις χρόνια (1937-1938). Τουλάχιστον 140.000 από αυτούς πέθαναν από την εξάντληση της καταναγκαστικής εργασίας, τον υποσιτισμό και τις άθλιες συνθήκες των στρατοπέδων εργασίας…
Πτώση και εκτέλεση
Το 1938, όταν ο Στάλιν ένιωσε ήσυχος ότι είχε απαλλαγεί από τους προσωπικούς του εχθρούς, κόπασε το δολοφονικό κυνήγι των μαγισσών. Ο Γιεζόφ διατελούσε τώρα και λαϊκός κομισάριος Ύδρευσης (από τον Απρίλιο του 1938), διατηρώντας ταυτοχρόνως όλες τις άλλες θέσεις του στο Κόμμα. Ο «Πατερούλης» σκέφτηκε έξυπνα: αναθέτοντάς του νέα καθήκοντα, δεν θα είχε πια τόσο χρόνο για την NKVD, κι έτσι θα μπορούσε κάποια στιγμή να τον αντικαταστήσει, καθώς ήξερε τόσα πολλά για τόσους πολλούς και έμοιαζε πια να απειλεί τον Στάλιν. Ο οποίος, κόντρα στις προσδοκίες του, είδε μεν τους αξιωματούχους του κόμματος και της γραφειοκρατίας να αντικαθίστανται από ταγμένους σταλινικούς, συνειδητοποίησε ωστόσο ότι η δραστική αυτή αλλαγή επηρέαζε καθοριστικά τη λειτουργία του δημόσιου τομέα. Ο Γιεζόφ τους είχε αλλάξει μεν όλους, έβαζε όμως στη θέση τους όποιον σταλινικό ήξερε, είχε δεν είχε τα προσόντα για τη θέση. Και με τον κίνδυνο των ναζί να απλώνεται σαν φάντασμα πάνω από την Ένωση, ο Στάλιν μόνο ευχαριστημένος δεν ήταν με τη νέα κατάσταση που διαμόρφωσε ο «Μεγάλος Διωγμός» του στην κρατική λειτουργία. Στη συλλογιστική του, ο Γιεζόφ εκτέλεσε τον στόχο άρτια, μόνο που το έκανε με υπερβάλλοντα ζήλο και σε ακόμα μεγαλύτερη έκταση απ’ όση υπολόγιζε ο «Πατερούλης». Κι έτσι ήδη από τα μέσα του 1938 αναφορές και προσωπικές μαρτυρίες σχετικά με τις υπερβολές στις διώξεις του Γιεζόφ αλλά και τις παράνομες μεθόδους που χρησιμοποιούσε έφταναν στο Πολίτμπιρο και τον Στάλιν προσωπικά. Τον Νοέμβριο του 1938, σχημάτισε λοιπόν μια επιτροπή επίβλεψης για τον τρόπο λειτουργίας της NKVD. Το πόρισμα της επιτροπής ευλογούσε μεν τη δράση του Γιεζόφ κατά τη διετία 1937-38 («[η NKVD] έφερε σε πέρας το μεγάλο έργο της καταστροφής των εχθρών του λαού»), έψεγε ωστόσο «την απλοϊκή διεξαγωγή των ανακρίσεων και των δικών [που] οδήγησε σε έναν αριθμό σοβαρών λαθών και παραποιήσεων τόσο στη δουλειά της NKVD όσο και της εισαγγελίας. Εχθροί του λαού και ξένοι κατάσκοποι έχουν διεισδύσει στην αστυνομία και το δικαστικό σύστημα και συνειδητά πραγματοποίησαν μαζικές συλλήψεις χωρίς στοιχεία. Η NKVD έχει τελείως εγκαταλείψει την προσεκτική διερεύνηση ενώ οι πράκτορές της θέλουν μόνο να εξασφαλίζουν ομολογίες από τους συλληφθέντες ανεξάρτητα από τα στοιχεία». Η επιτροπή έθετε άμεσο τέλος σε όλες τις ειδικές επιχειρήσεις περνώντας τώρα τις συλλήψεις στην αρμοδιότητα της εισαγγελίας. Στις 25 Νοεμβρίου, ο Μπέρια διαδέχτηκε τον Γιεζόφ στο τιμόνι της NKVD, την ώρα που οι επικεφαλής της μυστικής αστυνομίας στην Ασία και την Ουκρανία αυτομολούσαν ή εξαφανίζονταν. Νέα επιτροπή συστάθηκε τον Δεκέμβριο του 1938 για να εξετάσει τη μέχρι τότε δράση της NKVD. Η έκθεση της 10ης Ιανουαρίου 1939 ήταν καταπέλτης για τον Γιεζόφ, περιλαμβάνοντας επιβαρυντικό υλικό αναφορικά με τις υπερβολές, τα λάθη, τα εγκλήματα και τις καταδίκες αθώων στη διάρκεια των μαζικών επιχειρήσεων. Ο Γιεζόφ και ο στενός του πυρήνας συνελήφθησαν και τον Φεβρουάριο του 1940 παραπέμφθηκαν σε δίκη. Τώρα όλοι έψεγαν τη «Γιεζόβσινα», η οποία ερχόταν να απαλλάξει τον Στάλιν από κάθε εμπλοκή στη «Μεγάλη Εκκαθάριση». Το δίκτυο Γιεζόφ άρχισε να ξεριζώνεται ήδη αρκετούς μήνες πριν από τη σύλληψή του, κάτι που τον βύθισε στη θλίψη και το ποτό, καθώς διέβλεπε πως το τέλος του κοντοζύγωνε. Ο Μπέρια έγινε εξάλλου βοηθός του αρχικά, όταν και κατάλαβε πως τα πράγματα δεν ήταν καλά γι’ αυτόν. Διαβλέποντας το τέλος, ζήτησε από τη σύζυγό του διαζύγιο στις 18 Σεπτεμβρίου 1939 και η ίδια έστειλε στον Στάλιν μια σειρά από επιστολές, που φαίνονται ωστόσο να μένουν αναπάντητες. Όταν η σύζυγος είδε μάλιστα τόσους και τόσους γνωστούς της (και εραστές της) να εξαφανίζονται, πήρε την απόφαση να αυτοκτονήσει τον Νοέμβριο του 1939. Τον ίδιο μήνα, ο Γιεζόφ παραιτήθηκε από τη θέση του λαϊκού κομισάριου Εσωτερικών Υποθέσεων, καθώς μέχρι τότε ο βοηθός του Μπέρια είχε την ουσιαστική διοίκηση του Εν Κα Βε Ντε και την αμέριστη υποστήριξη του Στάλιν. Στη δίκη του που ξεκίνησε στις 2 Φεβρουαρίου 1940 ο Γιεζόφ επιβεβαίωνε συνεχώς την αγάπη και την πίστη του στον Στάλιν. Τώρα τον κατηγορούσαν με τις ίδιες κατηγορίες που παγίδευε κι εκείνος τα θύματά του: κατασκοπεία, τρομοκρατία, ακόμα και πραξικόπημα για την ανατροπή του Στάλιν του χρέωναν! Παρά το γεγονός ότι ορκιζόταν πως θα πεθάνει με το όνομα του Στάλιν στα χείλη του, δεν ήταν δυνατόν να γλιτώσει και το ήξερε. Περνούσε εξάλλου από μυστικό στρατοδικείο κεκλεισμένων των θυρών, κάτι που όπως γνώριζε καλύτερα από κάθε άλλο δεν ήταν παρά δίκη-φάρσα για τον άρον άρον αφανισμό του κατηγορουμένου. Ακούγοντας την καταδικαστική ετυμηγορία, κατέρρευσε. Δύο μέρες αργότερα, στις 4 Φεβρουαρίου 1940, ο Γιεζόφ ακολούθησε τη μοίρα του προκατόχου του στο Εν Κα Βε Ντε: εκτελέστηκε με μια σφαίρα στο πίσω μέρος του κρανίου από τον μελλοντικό διευθυντή της κατοπινής KGB. Η εκτέλεση έγινε σε μυστικό κρησφύγετο της NKVD στη Μόσχα, για να μην υπάρξουν πειστήρια. Η σορός του κάηκε αμέσως και οι στάχτες του διασκορπίστηκαν στον άνεμο. Όχι ότι οι περιπέτειές του θα τέλειωναν βέβαια εδώ, καθώς ο Στάλιν παρήγγειλε τώρα να αφαιρεθεί απ’ όλες τις κοινές τους φωτογραφίες. Η γνωστότερη «εξαφάνιση» από σοβιετική φωτογραφία ήταν η δική του με τον Στάλιν, που δημοσιεύτηκε παραποιημένη το 1949 και πλέον είχε απομείνει μόνον ο «Πατερούλης». Ο Νικολάι Γιεζόφ ήταν ο δεύτερος στη σειρά της «αγίας τριάδας» των μηχανών του θανάτου του Στάλιν: μετά τον Γιάγκοντα, που εξολόθρευσε ο ίδιος ο Γιεζόφ και πριν από τον Μπέρια, ο οποίος εξόντωσε επίσης τον προκάτοχό του. Ο Μπέρια επιβίωσε μεν του Στάλιν, αλλά λίγο αργότερα θα είχε κι αυτός την τύχη των προκατόχων του, όταν ηττήθηκε στο παιχνίδι της διαδοχής από τον Χρουστσόφ… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr