Ως ένα από τα ιερά τέρατα του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, ο μοναδικός Νίκος Σταυρίδης έλαμψε στη μεγάλη οθόνη με το χαρακτηριστικό του γέλιο, τις ιδιαίτερες γκριμάτσες και την πληθωρική κίνησή του. Με χιούμορ πηγαίο και αφάνταστη αυτοσχεδιαστική ικανότητα, ο σπουδαίος αυτός ηθοποιός της πρώτης φουρνιάς των μεγάλων ελλήνων κωμικών που σφράγισαν τη θρυλική εποχή του εθνικού μας σινεμά άφησε παρακαταθήκη ταινίες που αρνούνται να γεράσουν. Ποιος μπορεί εξάλλου να ξεχάσει την αθάνατη σκηνή στα «Κίτρινα Γάντια» με την πορτοκαλάδα, την κωμικότερη κατά πολλούς σκηνή του ελληνικού κινηματογράφου, ή τις ερμηνείες του στο «Ευτυχώς τρελάθηκα», τον «Σταμάτη και Γρηγόρη», το «Φτωχαδάκια και λεφτάδες» και τόσες ακόμα ταινίες του παλιού καλού σινεμά; Ο δρόμος βέβαια για τον Σταυρίδη μόνο με ροδοπέταλα δεν ήταν στρωμένος και πέρασε από χίλια κύματα για να πάρει τελικά τη θέση που του άξιζε στο εγχώριο στερέωμα. Φτωχόπαιδο καθώς ήταν, ταλαιπωρήθηκε πολύ και πάλεψε πολύ, την ίδια ώρα που ο ευαίσθητος ψυχισμός του θα τον έφερνε στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Όλα αυτά σφυρηλάτησαν όμως μια φανταστική κωμική φιγούρα που δεν θα ξαναδούμε ποτέ στο κινηματογραφικό πανί…
Πρώρα χρόνια
Ο Νίκος Σταυρίδης γεννιέται το 1910 στο Βαθύ της Σάμου μέσα σε φτωχή και πολύτεκνη οικογένεια. Ως το δεύτερο παιδί της φαμίλιας, πιάνει από πολύ νωρίς δουλειά στο μπακάλικο του πατέρα του, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια μέσα στις δυσκολίες της καθημερινής επιβίωσης. Μοναδική διέξοδος από την καταραμένη φτώχεια, το θεατρικό σανίδι, στο οποίο ανέβηκε ο μικρός Νίκος ήδη από το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, πρωταγωνιστώντας στις σχολικές παραστάσεις. Αλλά δεν έμεινε εκεί, καθώς έκανε ό,τι μπορούσε για να σπάσει λίγο η μουντάδα της καθημερινότητας: ασχολούνταν με τον στίβο και το άλμα επί κοντώ, δούλευε σε κινηματογράφο ως βοηθός του μηχανικού προβολής, έψελνε στην εκκλησία και έστηνε παραστάσεις θεάτρου σκιών σε όλη τη Σάμο! Αν και το μεγάλο μικρόβιο παρέμενε πάντα η υποκριτική, ο έρωτας για την οποία αυξανόταν όσο μεγάλωνε. Το φτωχόπαιδο από τη Σάμο κατέβηκε στην Αθήνα το 1928 κυνηγώντας το όνειρο για μια καλύτερη ζωή. Πιάνει αμέσως δουλειά σε μια αποθήκη υλικού πολέμου στον Πειραιά, στην οποία πήγαινε μάλιστα με τα πόδια από τη φτωχοσυνοικία της Αθήνας όπου διέμενε. Η θέση του ήταν να ταιριάζει τις αρβύλες κατά μέγεθος και το πενιχρό μεροκάματο έφτανε ίσα-ίσα για ένα ξεροκόμματο. Όλα όμως θα άλλαζαν όταν θα έβρισκε το κουράγιο να περάσει την πόρτα θεάτρου για να δοκιμαστεί όχι στην υποκριτική, αλλά στο τραγούδι! Έμπνευσή του ο Βασίλης Αυλωνίτης, τον οποίο είδε ένα βράδυ του 1928 σε μια παράσταση, όταν και αποφάσισε να ρίξει τα ζάρια στο θέατρο…
Ο φτωχοδιάβολος στο θεατρικό σανίδι
Ο Σταυρίδης δεν είχε κωμική φάτσα, όπως σημείωναν με νόημα οι σκηνοθέτες και οι παραγωγοί, είχε όμως φωνή τενόρου και μεγάλο ταλέντο στο τραγούδι. Κι έτσι μια μέρα που περνούσε έξω από το θέατρο που είχε δει τον Αυλωνίτη και άκουσε τον θίασο να κάνει πρόβα, όρμησε μέσα και ζήτησε με θάρρος και θράσος από τον μαέστρο να τον δοκιμάσει στο τραγούδι! «-Το ξέρεις αυτό το τραγούδι; ρώτησε ο μαέστρος. -Το ξέρω. -Σε τι τόνο το τραγουδάς; -Πιάσε όποιο τόνο θέλεις», του είπε ο Σταυρίδης και είδε έντρομος τον Αυλωνίτη και τον Μακριδάκη να έρχονται κοντά του, προφανώς για να σπάσουν πλάκα με το «ψώνιο» που ζητούσε ακρόαση. Όταν άνοιξε όμως το στόμα του ο Σταυρίδης, τραγουδώντας «με φωνή τενοράλε», τους κόπηκε κάθε όρεξη για πλάκα (οι μαρτυρίες είναι του ίδιου του Σταυρίδη)! Από την επομένη κιόλας, ο Σταυρίδης ήταν μέλος της μουσικής παράστασης «Λοβιτούρα» (1929), αν και το ξεκίνημα ήταν φειδωλό: στον πρώτο του ρόλο έκανε τον λούστρο που γυάλιζε τα παπούτσια του Αυλωνίτη. Μόλις τελείωνε το βάψιμο, έβγαζε από το κασελάκι του ένα χαρτόσημο των 30 λεπτών και αφού το σάλιωνε, το κολλούσε στο παπούτσι του Αυλωνίτη: «Μία το βάψιμο, τριάντα το χαρτόσημο, μία και τριάντα», έλεγε σατιρίζοντας τους φόρους μέσω χαρτόσημων της κυβέρνησης. Αυτό ήταν το ντεμπούτο του Σταυρίδη στο θέατρο, ο οποίος παρέμενε όμως στην αφάνεια παρά το αναντίρρητο ταλέντο που του αναγνώριζαν πια όλοι. Ο καιρός περνούσε και η επιτυχία δεν ερχόταν, καθώς στην επιθεώρηση της εποχής χώρος για νέα φιντάνια δεν φαινόταν να υπάρχει. Όλα άλλαξαν όμως όταν μια πρώιμη βεντέτα της εποχής, κάποια… Άννα Καλουτά, κατάλαβε πως ο νεαρός με τη γαμψή μύτη και την πονηρή ματιά είχε κάτι και του έδωσε τη δυνατότητα να κάνει ένα νούμερο στο πλάι της: «Χέστηκα απ’ τη χαρά μου. Οι Καλουτάδες ήταν τότε πρωταγωνίστριες και μεγάλες βεντέτες», είπε χρόνια αργότερα ο Σταυρίδης για την τρισευτυχισμένη αυτή στιγμή της καριέρας του. «Κοροϊδεύετε κυρία Καλουτά;», τη ρώτησε ο συνεσταλμένος νεαρός, για να εισπράξει μια απάντηση στην οποία δεν χωρούσε αμφιβολία ότι η Καλουτά το εννοούσε. Το σκετσάκι έγινε μεγάλη επιτυχία και καθιέρωσε τον Σταυρίδη στην πρώτη γραμμή της ελληνικής επιθεώρησης. Μέχρι να συμβεί βέβαια αυτό, ο Σταυρίδης είχε γνωρίσει μεγάλες πίκρες και απογοητεύσεις στο επάγγελμα, καθώς τον χρησιμοποιούσαν ή σε κομπαρσιλίκια ή σε μουσικούς ρόλους, να λέει κάνα τραγούδι δηλαδή και αυτό ήταν όλο. Ταυτοχρόνως, είχε μετρήσει και μια εμπορική αποτυχία στον πρώτο κανονικό του ρόλο στο θέατρο «Έντεν» δίπλα στην Κούλα Γκιουζέπε. Τότε ήταν που απογοητευμένος και μεθυσμένος πήρε ένα μπουκάλι ούζο και ανέβηκε μέχρι την Ακρόπολη με σκοπό να αυτοκτονήσει. Στον δρόμο μέθυσε όμως κι άλλο και μέχρι να φτάσει στον ιερό βράχο δεν θυμόταν καν τι ήθελε να κάνει! Έτσι τη γλίτωσε ο Σταυρίδης από τους δαίμονές του και μας χάρισε μια λαμπρή καριέρα γεμάτη γέλιο και επιτυχίες. Τώρα οι ρόλοι έρχονται βροχή, η επιτυχία τον ακολουθεί και γνωρίζει μεγάλες δόξες τόσο στην επιθεώρηση (από το 1942 και μετά) όσο και την οπερέτα και το βαριετέ (1939-1942). Περιοδεύει στα πέρατα της Ελλάδας, παίζει για την ομογένεια στο εξωτερικό και συνεργάζεται με τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, καθώς είναι πια μεγάλος πρωταγωνιστής του θεάτρου. Για περισσότερο από μια δεκαπενταετία (1942-1958), συμμετείχε σε πάνω από εκατό παραστάσεις σφραγίζοντας ρόλους του ελληνικού ρεπερτορίου, όπως τον «Ηλία του 16ου», αν και η μεγάλη του αγάπη ήταν διαχρονικά η επιθεώρηση. Πολύπλευρος ηθοποιός, δεν άργησε να γίνει ένας από τους μεγάλους αγαπημένους του ελληνικού κοινού και να ιδρύσει πλήθος θιάσων και θεατρικών εταιριών με τα μεγαλύτερα αστέρια της εποχής.
Ο θεατρικός ηθοποιός στο μεγάλο πανί
Καταξιωμένος ως θεατρικός ηθοποιός, ο Σταυρίδης δεν θα καταπιαστεί με το σινεμά παρά σε προχωρημένη σχετικά ηλικία, αν και πρόλαβε να αφήσει παρακαταθήκη σπουδαίες ερμηνείες που δεν λένε να ρυτιδώσουν. Ντεμπούτο θα κάνει το 1950 στην ταινία του Τσιφόρου «Έλα στο θείο» (1950) και μέχρι το 1972, όταν και αποσύρθηκε από την ενεργό κινηματογραφική δράση, πρόλαβε να παίξει σε 68 φιλμ που πλέον χαρακτηρίζουμε κλασικά.
Οι μεγάλοι σκηνοθέτες της εποχής τον επέλεγαν σταθερά πια στις νέες τους ταινίες και οι Τσιφόρος, Λάσκος, Σακελλάριος, Γλυκοφρύδης, Γρηγορίου, Ανδρίτσος έπιναν νερό στο όνομά του. Αν πρέπει να κάνουμε αναφορά σε μερικά από τα χαρακτηριστικά του φιλμ, ξεχωρίζουν αναμφίβολα «Η Ωραία των Αθηνών» (1954), «Οι παπατζήδες» (1954), «Γραφείο συνοικεσίων» (1956), «Μπαρμπαγιάννης ο κανατάς» (1957), «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση» (1958), «Τα κίτρινα γάντια» (1960), «Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλίκαρα» (1960), «Σταμάτης και Γρηγόρης» (1962), «Η Αθήνα τη νύχτα» (1962), «Κορόιδο γαμπρέ» (1962), «Ζητείται τίμιος» (1963), «Ο αδελφός μου ο τροχονόμος» (1963), «Ψυχραιμία Ναπολέων» (1968), «Ξύπνα καημένε Περικλή» (1969), «Ο άνθρωπος ρολόι» (1972) κ.ά.
Τελευταία του κινηματογραφική δουλειά ήταν το «Πώς καταντήσαμε Σωτήρη» του 1972, κλείνοντας έτσι μια σπουδαία καριέρα σε θέατρο και σινεμά.
Άνθρωπος απλός και καλλιτέχνης προσιτός, ο Σταυρίδης έζησε μια ήρεμη ζωή πάντα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Συνεσταλμένος και καθημερινός, δεν πήγαινε μάλιστα ποτέ στις λαμπερές πρεμιέρες των ταινιών του, προτιμώντας να τις απολαμβάνει κατόπιν στις σκοτεινές αίθουσες ανάμεσα στο κοινό που τόσο τον λάτρευε. Αν κάτι φρόντισε πάντως ο ίδιος να καταστήσει γνωστό για την προσωπική του ζωή, ήταν το πάθος του για τον Ολυμπιακό, τις αγωνιστικές υποχρεώσεις του οποίου ακολουθούσε ανελλιπώς μη χάνοντας ευκαιρία να αποδεικνύει την αγάπη του για την ομάδα του Πειραιά. Πολλά τα περιστατικά εκδήλωσης λατρείας για τον Ολυμπιακό, αξίζει πάντως να σταθούμε σε δύο. Όταν πήγε να τον δει στο θέατρο ο επιθετικός του Ολυμπιακού, Υβ Τριαντάφυλλος, η μεγάλη αδυναμία του Σταυρίδη εκείνη την εποχή, ο Σταυρίδης τον κάλεσε στη σκηνή για να τον αποθεώσει και διέκοπτε κατόπιν συχνά την παράσταση για να πανηγυρίσει με όλη του τη δύναμη φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του «Υβ, Υβ, Υβ»! Και βέβαια υπάρχει και η ιστορική φωτογραφία που τον δείχνει μέσα στο γήπεδο να ασπάζεται στο μάγουλο τον Γιώργο Σιδέρη, μετά το λυτρωτικό γκολ του οποίου στον αγώνα Απόλλωνα Σμύρνης-Ολυμπιακού στη Ριζούπολη τον Νοέμβριο του 1963! Ο Νίκος Σταυρίδης είχε αποτραβηχτεί στη γενέτειρά του στη Σάμο για τα γεράματά του, όπου τον βρήκε ο θάνατος στις 12 Δεκεμβρίου 1987, σε ηλικία 77 ετών. Ο θάνατός του άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό στον ελληνικό μεταπολεμικό κινηματογράφο σφραγίζοντας περαιτέρω το τέλος μιας ολόκληρης εποχής στην ελληνική επιθεώρηση. Η κληρονομιά του έζησε βέβαια μέσα από τους ηθοποιούς που επηρέασε, καθώς οι Ντίνος Ηλιόπουλος και Γιάννης Γκιωνάκης τον χαρακτήριζαν δάσκαλό τους… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr