«Σε μια σουίτα ξενοδοχείου Λονδίνο, δύο πενηντάρηδες άνδρες που συμφώνησαν να συναντηθούν υπό τον όρο της απόλυτης μυστικότητας αναρωτιούνταν: “Μπορούμε να γράψουμε ιστορία;”», έτσι ξεκινά δημοσίευμα των Financial Times που αναφέρεται στο παρασκήνιο της μυστικής συνάντησης Μητσοτάκη – Όσμπορν που θα μπορούσε να σφραγίσει τη μοίρα των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Κυριάκος Μητσοτάκης είχε προσκαλέσει τον Τζορτζ Όσμπορν, πρώην πολιτικό των Συντηρητικών και νυν πρόεδρο του Βρετανικού Μουσείου, για να διερευνήσει μια συμφωνία προκειμένου να τερματιστεί μια από τις πιο πικρές πολιτικές και πολιτιστικές διαμάχες στον κόσμο: εκείνη για την τύχη των Γλυπτών του Παρθενώνα ηλικίας 2.500 ετών, συνεχίζουν οι FT.
«Είναι το πάθος μου» δήλωσε ο κ. Μητσοτάκης στους FT, αναπολώντας την πρώτη συνάντηση με τον Όσμπορν στο ξενοδοχείο Berkeley τον Νοέμβριο του 2021.
«Το ήθελα πάρα πολύ από την πρώτη φορά που είδα τη Ζωφόρο, όταν ήμουν περίπου 18 ετών και επισκέφθηκα το Βρετανικό Μουσείο. Αυτό που με σόκαρε και με εξόργισε ήταν ότι το μνημείο ήταν σπασμένο. Είναι σαν να έχεις πάρει τη Μόνα Λίζα και να την έχεις κόψει στη μέση», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου άκουγε με προσοχή τον Έλληνα πρωθυπουργό, βλέποντας έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να συνεργαστεί. «Κανείς δεν έχει προσπαθήσει για πάντα», δήλωσε ο Όσμπορν στους συναδέλφους του.
Ο πρώην υπουργός Πολιτισμού, Έντ Βέιζι, υποστηρίζει ότι το κλίμα είναι καλύτερο σε σύγκριση με αυτό πριν 200 χρόνια.
«Λίγα είναι τα πράγματα για τα οποία ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλά με πάθος. Μετά από 3,5 χρόνια στο τιμόνι της χώρας του, είναι γνωστός για την αποτελεσματικότητά του, τις οργανωτικές του ικανότητες και τις μεταρρυθμίσεις υπέρ των επιχειρήσεων», αναφέρει επίσης το δημοσίευμα και συνεχίζει:
“Ο Όσμπορν δεν γνώριζε σχεδόν καθόλου τον Μητσοτάκη πριν από τη συνάντησή τους. Αλλά οι δύο το πέτυχαν. Ο Μητσοτάκης είπε στους συναδέλφους στη συνέχεια ότι υπήρχε “εμπιστοσύνη και σεβασμός”, ενώ ο Όσμπορν είδε τον Έλληνα πρωθυπουργό ως έναν αποτελεσματικό τεχνοκράτη, αστειευόμενος μάλιστα σε συναδέλφους ότι ο Μητσοτάκης, ένας Αγγλόφιλος, ήταν “ο Ρίσι Σουνάκ της Ελλάδας”.
Ο Όσμπορν αρνήθηκε να μιλήσει δημόσια για τις συνομιλίες του με τον Μητσοτάκη, φοβούμενος ότι οτιδήποτε πει θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του πρωθυπουργού, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με εκλογές τους επόμενους μήνες. Αλλά συνάδελφοί του είπαν πως πίστεψε αμέσως ότι θα μπορούσε να υπάρξει συμφωνία.
«Ουσιαστικά, είχες δύο λογικούς ανθρώπους σε ένα δωμάτιο χωρίς βαρίδια ή προϊστορία» είπε πηγή από το Βρετανικό Μουσείο. «Θα μπορούσατε να καταλήξετε σε μια συμφωνία όπου κάποια από τα Γλυπτά ανά πάσα στιγμή θα βρίσκονται στο Λονδίνο και μερικά από αυτά στην Αθήνα».
«Μπορεί η πρόταση να ακούγεται λογική, όμως η Ελλάδα πιστεύει ότι τα Γλυπτά εκλάπησαν από τον Έλγιν, ανήκουν στον ελληνικό λαό και πρέπει να επιστραφούν άμεσα στο υπέροχο νέο Μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα. Ο Όσμπορν, εν τω μεταξύ, περιορίζεται από την Πράξη του 1963 του Κοινοβουλίου, η οποία απαγορεύει στο Βρετανικό Μουσείο να επιστρέψει οριστικά τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Η βρετανική κυβέρνηση δεν πρόκειται να αλλάξει το νόμο, παρά τις εκκλήσεις να το πράξει από επιτροπή της Unesco το 2021. Η αποτυχία εξεύρεσης συμφωνίας είναι μια πολύ πραγματική πιθανότητα».
Η πρόταση του Όσμπορν χρησιμοποιεί μια σειρά από στρατηγικές για να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των πλευρών, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής. Σύμφωνα με άτομα που ενημερώθηκαν για το σχέδιο, θα προέβλεπε μια σειρά συμφωνιών δανεισμού που θα αφορούσαν τα Γλυπτά, οι οποίες σταδιακά θα χτίσουν εμπιστοσύνη.
Η Ελλάδα δεν θα παραιτηθεί από τις διεκδικήσεις της, με τους FT να σχολιάζουν ότι θα ήταν πρόβλημα για τον Μητσοτάκη να δεχθεί ένα «δάνειο» αυτού που θεωρείται ελληνική ιδιοκτησία. Από την άλλη το Βρετανικό Μουσείο φαίνεται να συμφωνούσε στην επιστροφή του ένα τρίτου ή και περισσότερων Γλυπτών για κάποια χρόνια, καθώς υπάρχει προηγούμενο δανεισμού προς την Ρωσία.
«Ένα προφανές πρόβλημα είναι εάν οι Έλληνες θα τα επέστρεφαν στο τέλος της περιόδου του δανεισμού. Ο Ρίτσαρντ Λάμπερτ, προκάτοχος του Όσμπορν ως πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου και πρώην συντάκτης των FT, λέει: “Εκτιμώ ότι αφού δανειστούν, δεν θα επιστραφούν”. Ένας ειδικός του Βρετανικού Μουσείου παραδέχεται: “Η κατοχή είναι τα εννέα δέκατα του νόμου όσον αφορά τα αρκετά μεγάλα μαρμάρινα γλυπτά”».
Το σχέδιο Όσμπορν περιλάμβανε ότι σε αντάλλαγμα για μερικά από τα Γλυπτά του Παρθενώνα, η Αθήνα θα δάνειζε ελληνικούς θησαυρούς στο Λονδίνο ως ‘αντιστάθμισμα’. Οι εντυπωσιακές τοιχογραφίες της Σαντορίνης, που χρονολογούνται από το 1700 π.Χ., έχουν αναφερθεί στην Αθήνα ως μεταξύ των πιθανών υποψηφίων για μια τέτοια ανταλλαγή.
Το δεύτερο στοιχείο του σχεδίου Όσμπορν θα ήταν ότι, όταν έληγε το δάνειο, τα Γλυπτά θα επέστρεφαν στο Λονδίνο, αλλά ένα μεγαλύτερο μέρος θα πήγαινε ταυτόχρονα στην Αθήνα ως κίνητρο, καθιστώντας την Ελλάδα μόνιμο σπίτι για τα Γλυπτά ανά πάσα στιγμή. .
Υπεύθυνοι του Βρετανικού Μουσείου οραματίζονται μια κατάσταση κατά την οποία τα μισά Γλυπτά του Παρθενώνα θα μπορούσαν να βρίσκονται στο Λονδίνο και τα άλλα μισά στην Αθήνα ανά πάσα στιγμή.
Συνομιλίες βρίσκονται επίσης σε εξέλιξη για μια νομική συμφωνία, η οποία θα προβλέπει ότι μια συμφωνία της Ελλάδας με το Βρετανικό Μουσείο δεν θα εξανάγκαζε την Αθήνα να αποδεχθεί κατ’ αρχήν το ιδιοκτησιακό καθεστώς των Γλυπτών».