Σε εξέλιξη βρίσκεται στο κατάμεστο ΣΕΦ η μεγάλη συναυλία-αφιέρωμα της ΚΕ του ΚΚΕ στον Σταύρο Ξαρχάκο, ο οποίος ανεβαίνοντας στη σκηνή για να διευθύνει χαρακτήρισε την αποψινή βραδιά, ιστορική.
«Ιστορική βραδιά γιατί ποτέ στα πολιτισμικά δρώμενα αυτής της χώρας δεν συνέβη αυτό το γεγονός που συμβαίνει απόψε εδώ. Ακόμα και το ΚΚΕ ξεπέρασε τον χαρακτηρισμό της προόδου και μπήκε στη σφαίρα της υπέρβασης. Μια υπέρβαση που χρειάζεται κότσια για να την κάνεις. Και το μόνο κόμμα που έχει κότσια όχι μόνο να την κάνει αλλά και να την υλοποιήσει είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας», είπε χαρακτηριστικά ο συνθέτης καταχειροκροτούμενος από χιλιάδες κόσμου.
Ο Σ. Ξαρχάκος ευχαρίστησε «από τα βάθη της καρδιάς» του τον Δ. Κουτσούμπα για την πρωτοβουλία, πριν παρουσιάσει στο κοινό την ορχήστρα και τους καλλιτέχνες.
Νωρίτερα, ο Δημήτρης Κουτσούμπας είχε πλέξει το εγκώμιο του Σταύρου Ξαρχάκου: «Ο Σταύρος Ξαρχάκος ανήκει μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζηδάκι στους μεγάλους της ελληνικής μουσικής που, ο καθένας μέσα από τον δικό του δρόμο, πραγματοποίησαν το άλμα της στην αποκαλούμενη “έντεχνη λαϊκή μουσική”» σημείωσε. «Η δημιουργία του είναι το ίδιο σπουδαία, όσο σπουδαίες είναι και οι ποιητικές, κινηματογραφικές, θεατρικές δημιουργίες, που με το αλάνθαστο αισθητικό του κριτήριο έχει επιλέξει να εκφράσει μουσικά, Όμως αυτό δεν είναι όλη η αλήθεια. Ο Ξαρχάκος δεν υπηρετεί απλά την τέχνη των συνεργατών του. Είναι συνδημιουργός της. Τα εμβληματικά κινηματογραφικά ή θεατρικά έργα που συμμετείχε είναι αδιαχώριστα από τη μουσική του».
Ο Δ. Κουτσούμπας, σε άλλο σημείο της ομιλίας του, τόνισε ότι «δεν είναι όμως μόνο η μεγάλη αγάπη του Ξαρχάκου για τη λαϊκή μουσική και η ουσιαστική γνώση του πάνω σ’ αυτή, που κάνουν το έργο του να μιλά τόσο βαθιά στη λαϊκή ψυχή. Είναι και γιατί στη δημιουργία του βρίσκει απόλυτη έκφραση ο καημός της φτωχολογιάς, μέσα από ένα μοναδικό συνδυασμό της διάχυτης σε όλο το έργο του αγάπης και της πίκρας από τη βασανισμένη ζωή της». «Αυτός ο καημός στον Ξαρχάκο δεν γίνεται ποτέ μεμψίμοιρος, μια κλάψα του ταπεινωμένου. Είναι σαν ένας λυγμός που δεν βγαίνει. Όπως στα “μάτια βουρκωμένα”. Μέσα σ’ αυτόν τον λυγμό όμως υπάρχει πάντα μια λεβεντιά. Κάποτε μάλιστα ο λυγμός μετατρέπεται και σε θυμό για τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, της Ελλάδας – μάνας του καημού. Τον Ξαρχάκο φαίνεται να μην τον συγκινεί μόνο ο καημός του λαϊκού κόσμου. Ίσως ακόμη περισσότερο τον συγκινεί η παλικαριά των αγωνιστών του που ανταμείβεται με τον θάνατο, κάποιο “Σαββατόβραδο στην Καισαριανή” ή “ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά”, όπως στο συνταραχτικό τραγούδι του “Νυν και Αεί” σε στίχους του σπουδαίου ποιητή μας Νίκου Γκάτσου, με τον οποίο ο Ξαρχάκος είχε μια ιδιαίτερα γόνιμη συνεργασία» πρόσθεσε μεταξύ άλλων.
«Τα τραγούδια του Ξαρχάκου μάς εμπνέουν και μας συγκινούν τόσο βαθιά, γιατί έχουν “αίμα και καρδιά”» είπε ο Δ. Κουτσούμπας τονίζοντας «καίγεται ολόκληρος όταν δημιουργεί. Αυτός είναι ο λόγος που η μουσική του έχει τη δύναμη να πυρπολεί τις ψυχές, ακόμη και τις πιο αδύναμες». «Το 1966 με πρωτοβουλία του Χατζηδάκη και με αφορμή την απαγόρευση των τραγουδιών κυρίως του Θεοδωράκη με βάση τον κατοχικό νόμο για την προληπτική λογοκρισία, ο Ξαρχάκος ηγήθηκε μαζί με τον Θεοδωράκη και τον Χατζηδάκη στην εκστρατεία για την κατάργηση της λογοκρισίας στο πνευματικό έργο» ανέφερε ο Δ. Κουτσούμπας, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «σήμερα, εν έτει 2023 ο Σταύρος Ξαρχάκος εξακολουθεί με το ίδιο πείσμα να αντιμάχεται τη λογοκρισία. Αυτή τη φορά όμως έρχεται να αντιμετωπίσει μια πολύ πιο ύπουλη, απρόσωπη και γι’ αυτό ακόμη πιο επικίνδυνη μορφή της, τη λογοκρισία της “αγοράς”. Μια “αγορά” που μετρώντας τα views και τα κέρδη, παρά τις ισχυρές αντιστάσεις της νεότερης γενιάς δημιουργών, προσπαθεί να επιβάλει όχι μόνο τη μετριότητα της εμπορευματοποιημένης, ή καλύτερα της εμποροκρατούμενης τέχνης, αλλά και τη χυδαιότητα των πολιτιστικών “καταγωγίων” που μολύνουν τις νεανικές ψυχές, θεοποιώντας το χρήμα, τον ανταγωνισμό, τη βία, τον σεξισμό, τα ναρκωτικά, την αμορφωσιά και κάθε είδους παραβατικότητα».
«Αυτά είναι τα φυσικά “πολιτιστικά” παράγωγα μιας κοινωνίας που κακογερνά, σαπίζει και κακοφορμίζει, μέσα στη διαφθορά, επιχειρώντας να πνίξει στα βρωμόνερα του βούρκου της την ομορφιά της ζωής και της τέχνης που την υπηρετεί» είπε ο Δ. Κουτσούμπας, τονίζοντας ότι «μαζί με τον μετρημένο λόγο του ο Ξαρχάκος επιστρατεύει σ’ αυτόν τον αγώνα το πιο δυνατό του όπλο, τη μουσική. Όχι μόνο τη δική του, αλλά και όλη τη μουσική μας παράδοση. Από την έντεχνη λαϊκή έως και το ρεμπέτικο, μέσα από τις εξαίσιες ενορχηστρώσεις του».