Ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, Χαράλαμπος Αθανασίου, δήλωσε πως μπορούν να παρακολουθούνται βουλευτές αν υπάρχει θέμα εθνικής ασφάλειας, με τον ΣΥΡΙΖΑ να ζητάει από τον Κυριάκο Μητσοτάκη την αποπομπή του.

Σε εκπομπή τηλεοπτικού σταθμού της Λέσβου ο κ. Αθανασίου σχολιάζοντας το θέμα των παρακολουθήσεων έδωσε ένα παράδειγμα για να υποστηρίξει ότι είναι θεμιτή η παρακολούθηση βουλευτών υπό προϋποθέσει: «ας υποθέσουμε ότι ένας βουλευτής έχει θρησκευτικό προσανατολισμό εντελώς διαφορετικό από τους ορθόδοξου. Ας πούμε ένας μουσουλμάνος βουλευτής της Βορείου Ελλάδος -δεν λέμε ότι υπάρχει καμία αιχμή, προς Θεού. Αν υποθέσουμε ότι δίνει κάποια πληροφορία στην γείτονα χώρα, από πού θα μπουν οι μετανάστες κλπ. Γιατί δεν πρέπει να ελεγχθεί; Εδώ προέχει η Εθνική Ασφάλεια».

Στην ερώτηση για το αν μπορούν να παρακολουθούνται οι βουλευτές, ο αντιπρόεδρος της Βουλής είπε: «Αν τηρείται η διαδικασία που ο νομοθέτης προβλέπει βεβαίως και σας αναφέρω μάλιστα. Σας αναφέρω μάλιστα επειδή το έχω σημειώσει, την περίμενα αυτή την ερώτηση, σας διαβάζω τι λέει ο εφαρμοστικός, ο εκτελεστικός νόμος του Συντάγματος, τι λέει το Σύνταγμά μας στο άρθρο 19. Λέει επί λέξει: Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφαλείας».

Την αποπομπή Αθανασίου ζητάει ο ΣΥΡΙΖΑ από τον Μητσοτάκη

Με αφορμή αυτή την τοποθέτηση του Χαράλαμπου Αθανασίου, ο ΣΥΡΙΖΑ εξέδωσε ανακοίνωση ζητώντας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη την αποπομπή του βουλευτή Λέσβου.

«Ο βουλευτής της ΝΔ, αντιπρόεδρος της Βουλής και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης κ. Χαράλαμπος Αθανασίου, σε ένα κρεσέντο μισαλλοδοξίας δήλωσε σε συνέντευξη του ότι δικαιολογούνται οι παρακολουθήσεις Ελλήνων μουσουλμάνων βουλευτών για λόγους εθνικής ασφάλειας», σημειώνει σε ανακοίνωσή του ο ΣΥΡΙΖΑ.

Όπως αναφέρει η αξιωματική αντιπολίτευση, «ο κ. Αθανασίου όφειλε να γνωρίζει ότι η “εθνική ασφάλεια” αφορά την παρέμβαση τρίτης χώρας στα εσωτερικά της Ελλάδας ή τη συμμετοχή σε εγκληματικές δραστηριότητες». «Δεν αφορά και δεν μπορεί να αφορά το θρήσκευμα των Ελλήνων πολιτών ή βουλευτών. Ο κύριος Αθανασίου ισχυρίζεται στην ουσία ότι όσοι δεν είναι χριστιανοί ορθόδοξοι είναι εθνικά επικίνδυνοι», υπογραμμίζει. 

«Στην πραγματικότητα ο κύριος Αθανασίου δήλωσε απερίφραστα όσα υπαινίχθηκε ο κ. Μητσοτάκης στο διάγγελμα του, επιχειρώντας να καλύψει τις επικίνδυνες ενέργειες της κυβέρνησής του με αναφορές στην εθνική ασφάλεια και “σκοτεινές δυνάμεις”. Στην προσπάθεια τους να δικαιολογήσουν την εκτροπή την οποία έχουν μεθοδεύσει επαναφέρουν θεωρίες “εσωτερικών εχθρών” από τις πιο σκοτεινές εποχές της ελληνικής Ιστορίας», σχολιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και καταλήγει: «Ο κ. Μητσοτάκης οφείλει να αποπέμψει σήμερα κιόλας τον κ. Αθανασίου. Διαφορετικά θα αποδείξει ότι είναι ο ίδιος ο υποβολέας τέτοιων απαράδεκτων δηλώσεων».  

ΠΑΣΟΚ: Απαράδεκτη τοποθέτηση, να παραπεμφθεί στα αρμόδια όργανα

«Απίστευτο κι όμως αληθινό. Αυτή η κυβέρνηση έχει βαλθεί να στείλει τη χώρα στα τάρταρα, σε επίπεδο σεβασμού των θεσμών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Αυτή τη φορά, με την απαράδεκτη δημόσια τοποθέτηση – δήλωση του αντιπροέδρου της Βουλής, Χαραλαμπου Αθανασίου, ο οποίος αναβιώνει την θεωρία του «εσωτερικού εχθρού» στο πρόσωπο των Ελλήνων μουσουλμάνων βουλευτών» αναφέρει δήλωση της Κ.Ο. του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής.

«Η δήλωση αυτή βυθίζει τη χώρα στη μισαλλοδοξία και δημιουργεί σοβαρή ρωγμή, σε εθνικό επίπεδο, καθώς εμφανίζει τον βουλευτή της μειονότητας, ως εν δυνάμει ικανό και σε κάθε περίπτωση ύποπτο να τελέσει πράξεις εσχάτης προδοσίας και εθνικής μειοδοσίας, άρα και εύλογα παρακολουθούμενο από τις μυστικές υπηρεσίες» επισημαίνεται στη δήλωση η οποία τονίζει καταληγοντας: «Τα λόγια είναι περιττά. Το πολιτικό σύστημα της χώρας μας και η Βουλή οφείλει να προασπιζει τις συνταγματικές ελευθερίες των πολιτών, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το συνταγματικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Ζητάμε την άμεση παρέμβαση του Προέδρου της Βουλής, την ρητή καταδίκη της απαράδεκτης, διχαστικής δήλωσης του κ Αθανασίου και την παραπομπή του στα αρμόδια όργανα της Βουλής και στην Επιτροπή Δεοντολογίας».