Η Κατερίνα Σακελλαροπούλου αναγορεύθηκε σε Επίτιμη Διδάκτορα του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Μάλιστα, έγινε ειδική τελετή στη Μεγάλη Αίθουσα του ΕΚΠΑ, ενώ κατά την αντιφώνησή της, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας τόνισε μεταξύ άλλων ότι μέσα σε αυτή τη γενικευμένη επισφάλεια και την αναδιάταξη γεωπολιτικών συμφερόντων και συσχετισμών, η ελευθερία και η δημοκρατία είναι για εμάς αδιαπραγμάτευτες, ενώ αναφερόμενη στην κομβική θέση του δικαστή στα φιλελεύθερα δημοκρατικά καθεστώτα, τόνισε ότι «σε μια περίοδο, κατά την οποία η δημοκρατία βρίσκεται ενώπιον πολλαπλών προκλήσεων, όπως η οικονομική κρίση και η πανδημία, ο δικαστής γίνεται αντικείμενο κριτικής, ακόμη και ευθείας στοχοποίησης. Διαθέτει όμως δημοκρατική νομιμοποίηση εκ του Συντάγματος, ως βασικός εγγυητής του, και με τις αποφάσεις του αναδεικνύεται σε ασπίδα και πυλώνα της δημοκρατίας». Ωστόσο, τόνισε, ότι ο δικαστής «πρέπει να παραμένει μέσα στα συνταγματικά όρια της δικαστικής εξουσίας. Να προβαίνει στην ερμηνεία των κανόνων, ακόμη και δυναμική, όπου χρειάζεται, αλλά όχι στη δημιουργία τους. Να ελέγχει κατά πόσον οι αποφάσεις του νομοθέτη συμμορφώνονται με το Σύνταγμα, αλλά να σέβεται, παράλληλα, τις δημοκρατικές διαδικασίες και τη διάκριση των εξουσιών. Χρέος του αποτελεί η οριοθέτηση της πολιτικής, όχι η άσκησή της».
Όπως είπε «η στενή σχέση μεταξύ του Πολιτικού και της Νομικής δεν ήταν μόνον απόρροια της διοικητικής οργάνωσης, στο πλαίσιο μίας ενιαίας σχολής. Υπάρχουν βαθύτεροι λόγοι, κυρίως επιστημολογικοί, που ανάγονται στην εγγύτητα της πολιτικής και της νομικής επιστήμης. Ιδίως όσοι ασχολούνται με το δημόσιο, αλλά και το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο, αντιλαμβάνονται τα όρια του γνωστικού τους αντικειμένου και την ανάγκη της διεπιστημονικής προσέγγισης. Στο διοικητικό δίκαιο υπάρχει η διοικητική επιστήμη, στο συνταγματικό η πολιτική θεωρία/φιλοσοφία και η ιστορία των πολιτικών θεσμών, στο διεθνές δίκαιο οι διεθνές σχέσεις και ούτω καθεξής».
Επίσης, μεταξύ άλλων, υποστήριξε ότι «στην ανάλυση των δικαστικών αποφάσεων, που καταλαμβάνει μεγάλο κομμάτι της νομικής επιστήμης, η πολιτική επιστήμη προσφέρει πολύτιμες προσεγγίσεις. Η πολιτική ανάγνωση του ρόλου της δικαστικής εξουσίας συλλαμβάνει ενίοτε την πιο ρεαλιστική εικόνα ως προς τη διαδικασία εφαρμογής των κανόνων δικαίου. Υπάρχει όμως ο κίνδυνος να καταλήξει στον άκρατο εμπειρισμό και την υποτίμηση του νομικού φαινομένου ως αυτόνομης κανονιστικής τάξης, στην υπέρμετρη πολιτικοποίηση του δικαστικού λόγου και την αναγωγή του σε ιδεολογικές και μόνο κατευθύνσεις. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, για παράδειγμα, η τάση αυτή καταλαμβάνει το Supreme Court και την επιλογή των μελών του, που προσλαμβάνεται ως μια κατά κύριο λόγο κομματική υπόθεση».