«Κανένα από όλα τα καταστροφολογικά σενάρια που διατυπώνονταν σε όλο αυτό το τρίμηνο – τετράμηνο δεν έχει συμβεί», επεσήμανε ο υπουργός Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, Γιώργος Σταθάκης απαντώντας σε επίκαιρη επερώτηση εννέα βουλευτών της ΝΔ σχετικά με τα δημόσια έργα.
Όπως είπε ο κ. Σταθάκης, «η καταστροφολογία ήταν ότι εάν δεν υπάρξει κάποια δραματική αλλαγή ή συμφωνία θα κατέρρεε το τραπεζικό σύστημα. Δεν συνέβη». Το ίδιο και σε ό,τι αφορά τα δημόσια έσοδα, τα οποία, όπως είπε, πάνε καλά. Για την θεωρία ότι θα καταρεύσει η αγορά και η ύφεση της οικονομίας θα είναι μεγάλη, ο κ. Σταθάκης ανέφερε: «Οριακή είναι – η οικονομία δείχνει να αντέχει – διαμορφώνοντας και την αισιοδοξία ότι στο τέλος του χρόνου θα είναι θετική, όπως είχαμε προβλέψει από την αρχή».
Οι επερωτώντες βουλευτές Λευτέρης Αυγενάκης, Ανδρέας Κατσανιώτης, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Εμμανουήλ Κόνσολας, Φωτεινή Αραμπατζή, Απόστολος Βεσυρόπουλος, Σάββας Αναστασιάδης, Κώστας Σκρέκας και Στέργιος Γιαννάκης διατύπωναν την ανησυχία τους σχετικά με την πρόοδο σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες υλοποίησης των έργων, ειδικά των οδικών αξόνων (αλλά και για άλλα έργα που αφορούν το σιδηροδρομικό δίκτυο και τα αεροδρόμια) σε όλη την επικράτεια και για τις πιθανές συνέπειες σε ό,τι αφορά την ανεργία και την ανάπτυξη της οικονομίας.
Απευθυνόμενος στους επερωτώντες βουλευτές, ο υπουργός Οικονομίας σημείωσε ότι «οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους η κυβέρνηση διαχειρίζεται τις υπαρκτές πιέσεις ρευστότητας δεν μπορούν να αποτελέσουν σήμα ότι αυτό θα παράξει τεράστιες ή μόνιμες ζημιές σε έργα, όπως είναι αυτά που επικαλείστε, ότι, αν την επόμενη βδομάδα υπάρξει καθυστέρηση, θα καταρρεύσει ένα έργο».
Όπως ανέφερε, «υπάρχουν καθυστερήσεις, υπάρχουν βεβαίως προβλήματα και εδώ είμαστε ακριβώς για να τα λύνουμε και όχι για να δημιουργούμε την ιδέα ότι κάποιο έχει επηρεαστεί με τρόπο οριστικό ή χωρίς επιστροφή».
Σχετικά με την ολοκλήρωση των οδικών αξόνων, ο κ. Σταθάκης ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνηση δεν θα σχεδίαζε ποτέ τους μεγάλους οδικούς άξονες με τον τρόπο που σχεδιάστηκαν από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, σημειώνοντας ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες τα ΣΔΙΤ είναι 5% – 6% – 7% και μόνο στην Ελλάδα τα μεγάλα έργα και πολλά άλλα γίνονται αποκλειστικά με τη μορφή των ΣΔΙΤ.
Επίσης ανέφερε ότι οι πρώτες συμβάσεις παραχώρησης των αυτοκινητόδρομων είχαν ασφυκτικές έως ανέφικτες προθεσμίες υλοποίησης υποσχέσεων του δημοσίου (απαλλοτριώσεις, αρχαιολογικές έρευνες κλπ) με σημαντικές καθυστερήσεις στις χαράξεις.
Επιπλέον, ο κ. Σταθάκης έκανε λόγο για «κακές επιλογές στο συνδυασμό εκμετάλλευσης κατασκευασμένου και προς κατασκευή οδικού δικτύου με ανισοβαρείς συμβάσεις».
Όπως είπε χαρακτηριστικά, «πληρώνουμε ένα δρόμο για πάρα πολλά χρόνια με διόδια, τη στιγμή που είναι υπό κατασκευή ο δρόμος για πέντε, έξι, επτά χρόνια».
Επίσης ο κ. Σταθάκης σχολίασε την παντελή απουσία ορθολογιστικής πολιτικής για τα διόδια και γι’ αυτό, όπως είπε, εγείρουν τόσο μεγάλες αντιδράσεις από τους χρήστες.
Εξάλλου, σημείωσε ότι η δεύτερη επανεκκίνηση των έργων έγινε με συμβάσεις που είχαν τρία χαρακτηριστικά: Πλήρης απορρόφηση του κινδύνου από το δημόσιο, υποκατάσταση της τραπεζικής χρηματοδότησης στο σκέλος που σταματάει με δημόσια χρηματοδότηση (με δέσμευση των αντίστοιχων πόρων από το τρέχον και το επόμενο ΕΣΠΑ) και αύξηση των διοδίων κατά 40%.
Σε ό,τι αφορά το τι κάνει τώρα η κυβέρνηση, ο κ. Σταθάκης διευκρίνισε ότι «δεν τίθεται κανένα θέμα ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα, στο βαθμό που είναι προφανές, αυτονόητο ότι πρέπει να γίνουν βελτιώσεις, αυτές οι βελτιώσεις να γίνουν κοινή συναινέσει, με πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, των παραχωρησιούχων και των χρηματοδοτών πρωτίστως της χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων».
Συνεπώς, όπως υποστήριξε ο υπουργός, η αναφορά εκ μέρους της αντιπολίτευσης για κίνδυνο καταστροφής των έργων αποτελεί μια εξωπραγματική διατύπωση, η οποία δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. «Εργαζόμαστε για να βρούμε λύσεις επωφελείς πρώτον για το δημόσιο και δεύτερον για τους χρήστες αυτών των δρόμων», συμπλήρωσε.
Τέλος για τα περιφερειακά αεροδρόμια, ο κ. Σταθάκης διευκρίνισε ότι «εμείς δεν θα μπαίναμε σε αυτήν τη διαδικασία», αλλά τόνισε ότι «επιζήτουμε τρόπους με τους οποίους οι ισχύουσες συμβάσεις, χωρίς να ακυρωθεί ο διαγωνισμός, θα βελτιωθούν αισθητά υπέρ του δημόσιου συμφέροντος».