Τις ισχυρές επιφυλάξεις της ελληνικής κυβέρνησης σε βασικά σημεία της Εμπορικής Συμφωνίας ΕΕ-ΗΠΑ, εξέφρασε ο υπουργός Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού Γιώργος Σταθάκης, ενημερώνοντας σχετικά τα μέλη των Επιτροπών Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και Παραγωγής και Εμπορίου.
«Η θέση της ελληνικής κυβέρνησης είναι σαφής ως προς την συμφωνία για την Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων ΕΕ-ΗΠΑ, και έχει κατατεθεί με απόλυτη σαφήνεια στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για το τί πιστεύουμε ότι πρέπει και τί δεν πρέπει να περιλαμβάνει. Εγείρονται σοβαρά ζητήματα ως προς την διαδικασία και την διαφάνεια αλλά και ως προς το περιεχόμενο της. Τις ίδιες θέσεις με εμάς έχουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες», υπογράμμισε ο κ. Σταθάκης.
Τόνισε δε, ότι η Ελλάδα έχει εκφράσει την πλήρη αντίθεση της ως προς το πλαίσιο για την προστασία των επενδύσεων.
Ο κ. Σταθάκης σημείωσε ότι οι συζητήσεις είναι ακόμα σε πολύ πρώιμο στάδιο και οι διαπραγματεύσεις προχωρούν πολύ αργά ενώ τόνισε ότι υπάρχουν αμφιβολίες για το πότε και αν καταλήξουν σε συμφωνία η οποία, όπως εκτίμησε, σε κάθε περίπτωση θα είναι μετά τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ.
Απαντώντας στις έντονες αντιρρήσεις που εκφράστηκαν ακόμα και από βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ για την υπογραφή της συμφωνίας, ο κ. Σταθάκης δήλωσε ότι η κυβέρνηση «θα είναι εδώ για να ακούσει και να πάρει γνώμες και συμβουλές».
‘Ενα από τα σημαντικότερα προβλήματα που προκύπτουν από τη συμφωνία, όπως είπε, αφορά την διαδικασία επίλυσης διαφωνιών μεταξύ των κρατών και ξένων επενδυτών, καθώς επιτρέπει στους ιδιώτες να μηνύουν τις κυβερνήσεις για όποια δράση περιορίζει τα μελλοντικά τους κέρδη. «Για πρώτη φορά συνοδεύεται από ειδικό καθεστώς η προστασία των ξένων επενδυτών. Έτσι, μια εταιρία μπορεί να στραφεί κατά ενός κράτους και να ζητήσει αποζημιώσεις ή αλλαγές στο ρυθμιστικό νομοθετικό του πλαίσιο αν επηρεάζονται τα συμφέροντά της. Μπορεί να ζητήσει ακόμα και αλλαγή των περιβαλλοντικών και κοινωνικών κανόνων», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Σταθάκης.
Ιδιαίτερα επίσης επίμαχο σημείο για το οποίο η ελληνική κυβέρνηση διαφωνεί, είναι, όπως είπε ο υπουργός, η έννοια των Προστατευόμενων Ονομασιών Προέλευσης προϊόντων. Όπως επεσήμανε μάλιστα, «Δεν υπάρχει καμία υποχώρηση των ΗΠΑ, αντίθετα, διατηρεί μια τελείως ανελαστική στάση και δεν αφήνει να μπει καν στη συζήτηση το θέμα».
«Μια τέτοια συμφωνία θα ήταν ταφόπλακα για την ελληνική οικονομία. Δεν σημαίνει ότι κάθε τι που έρχεται απέξω πρέπει να το δεχόμαστε ως ντε φάκτο», υποστήριξε ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος Γιάννης Τσιρώνης, εκφράζοντας παράλληλα την βαθιά του ανησυχία «για την απουσία ενημέρωσης των πολιτών και την δραματική σιωπή που υπάρχει σε ένα τόσο βασικό ζήτημα».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και αρκετοί βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. «Θα πρόκειται για ένα υπερσύνταγμα, αν συναφθεί αυτή η συμφωνία. Θα καθιερωθεί το πιο ακραίο επιθετικό σχέδιο που έχει επινοηθεί από πολυεθνικές εταιρίες, οι οποίες θα έχουν απροκάλυπτη ισχύ ερήμην της ΕΕ», τόνισε από την πλευρά του ο αντιπρόεδρος της Βουλής Αλέξης Μητρόπουλος.
Ο Κώστας Λαπαβίτσας απέρριψε τις αιτιάσεις περί έκρηξης επενδύσεων και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, ενώ έκανε λόγο για συμφωνία που εμπεριέχει επικίνδυνα μέτρα, όπως απορρύθμιση εργασιακών δικαιωμάτων.
Για πλήρη κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων, μίλησε ο Θανάσης Πετράκος, ενώ χαρακτήρισε τη συμφωνία «Δούρειο ίππο για την εισαγωγή μεταλλαγμένων προϊόντων στην Ευρώπη».
Ο Δημήτρης Κοδέλας έκανε λόγο για «πλήρη, καθολική ποδηγέτηση κρατών και εθνικής κυριαρχίας» και για «επίθεση του νεοφιλελευθερισμού σε όλες τις πτυχές της οικονομικής, πολιτικής, πολιτισμικής, κοινωνικής και ηθικής ζωής».
Η Θεοδώρα Τζάκρη τόνισε ότι, σε καμία περίπτωση η κυβέρνηση δεν πρέπει να ταχθεί υπέρ μιας τέτοιας συμφωνίας, για την οποία εκφράζονται ανάμεσα στα άλλα έντονη δυσπιστία στα θέματα της διαφάνειας αλλά και φόβοι για ανατροπή του εργασιακού μοντέλου.
Σε άλλη κατεύθυνση κινήθηκε ο εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας Γιάννης Τραγάκης, που αναγνώρισε ότι υπάρχουν επίμαχα σημεία που πρέπει να διορθωθούν, όπως τα θέματα της διαφάνειας και η υποβάθμιση των εργασιακών σχέσεων, ωστόσο, όπως υποστήριξε, θα υπάρξουν και σημαντικά οφέλη για την ευρωπαϊκή οικονομία τα οποία μπορεί να φθάσουν τα 120 δις ευρώ ενώ παράλληλα θα αυξηθούν οι επενδύσεις και θα ενισχυθούν και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
«Είναι μια συνθήκη-λαιμητόμος για την εθνική κυριαρχία της χώρας, ευνοεί μόνο το μεγάλο κεφάλαιο και είναι επιζήμια για την Ελλάδα», υποστήριξε η εισηγήτρια της Χρυσής Αυγής Ελένη Ζαρούλια.
«Δεν θα πρέπει να απορρίψουμε τη συμφωνία εκ των προτέρων. Να στηρίξουμε τις θέσεις μας και τα ελληνικά συμφέροντα στις διαπραγματεύσεις και να αξιολογήσουμε το τελικό αποτέλεσμα συνολικά, πριν εισηγηθούμε την έγκριση ή την απόρριψη της», υπογράμμισε ο εισηγητής από το Ποτάμι, Σπύρος Δανέλης.
Από την πλευρά του, ο εισηγητής του ΚΚΕ Νίκος Καραθανασόπουλος, έκανε λόγο «για εκχώρηση αρμοδιοτήτων από έθνη και κράτη σε περιφερεικά όργανα και ενώσεις κρατών».
«Εγχείρημα κερδοσκοπίας του μεγάλου κεφαλαίου και των πολυεθνικών», χαρακτήρισε μεταξύ άλλων την συμφωνία ο Κωνταντίνος Δαμαβολίτης από τους ΑΝΕΛ. Παράλληλα, υποστήριξε ότι αίρεται το δικαίωμα ενός κράτους να νομοθετεί, προστατεύοντας το δημόσιο συμφέρον ενώ επικρατεί το δίκαιο του επενδυτή.
Ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος σημείωσε μεταξύ άλλων ότι, «η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα οικονομικό και εμπορικό ΝΑΤΟ», ενώ τόνισε την ανάγκη η κυβέρνηση να αναζητήσει συμμαχίες με άλλες ευρωπαϊκές χώρες του νότου με ίδια χαρακτηριστικά με την Ελλάδα, για να προστατεύσουν καλύτερα τα συμφέροντα τους.