Τη διαφοροποίηση μερίδας Γερμανών πολιτικών από την κατηγορηματικά αρνητική στάση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στο Βερολίνο, απέναντι στο ελληνικό αίτημα για γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις και επιστροφή του κατοχικού δανείου στην Ελλάδα, προβάλλουν στα σημερινά τους φύλλα οι περισσότερες αυστριακές εφημερίδες.
«Δυναμώνουν οι φωνές για αποζημίωση της Ελλάδας», τιτλοφορεί το σχετικό δημοσίευμά της η εφημερίδα «Βίνερ Τσάιτουνγκ» η οποία εισαγωγικά αναφέρει, ότι η κατοχή της Ελλάδας από το ναζιστικό καθεστώς το διάστημα 1941-1944 προκαλεί μια αναμέτρηση δυνάμεων στο εσωτερικό των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών οι οποίοι υιοθετούσαν πάντα την κυβερνητική γραμμή, ότι το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων έληξε με την επανένωση της Γερμανίας και την αποκαλούμενη «Συνθήκη δύο συν τέσσερις».
Όπως γράφει η εφημερίδα, η επικεφαλής της Επιτροπής Θεμελιωδών Αξιών των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών, Γκεζίνε Σβαν, η οποία υπήρξε δύο φορές υποψήφια τους για το αξίωμα του ομοσπονδιακού προέδρου και θεωρείται ένα είδος «ηθική συνείδηση» του κόμματος, ενώ χαίρει και σεβασμού από όλα τα κόμματα της γερμανικής Βουλής, ζήτησε να υπάρξει οικονομική αποζημίωση για τα θύματα της ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα και τους οικείους τους.
Προσθέτει, ότι την θέση της υποστήριξαν τόσο ο αντιπρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών, Ραλφ Στέγκνερ όσο και ο αρχηγός της ΚΟ των Γερμανών Πρασίνων Άντον Χόφραιτερ, επισημαίνοντας ταυτόχρονα πως δεν θα πρέπει να συνδέεται το θέμα των αποζημιώσεων με την τρέχουσα κρίση χρέους της Ελλάδας.
Αντιθέτως, τα δεξιά κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού, Χριστιανοδημοκρατική και Χριστιανοκοινωνική Ένωση, επαναλάμβαναν, ότι σε καμιά περίπτωση δεν τίθεται θέμα καταβολής αποζημιώσεων και ότι πρόκειται για «φθηνό ελιγμό αποπροσανατολισμού» της ελληνικής κυβέρνησης, όπως διατείνονταν ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της παράταξης Μίχαελ Γκρόσε-Μπρέμερ και η επικεφαλής της ομάδας της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης, Γκέρντα Χάσελφελντ, αναφέρει.
H «Βίνερ Τσάιτουνγκ» παραθέτει μερικά στοιχεία για τον όλεθρο της γερμανοναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα, σημειώνοντας, ότι 300.000 Έλληνες πέθαναν μόνο στους δύο χειμώνες 1941-1942 και 1942-1943 από την πείνα, καθώς τα μέσα παραγωγής λεηλατούνταν συστηματικά από τις δυνάμεις κατοχής, ενώ αναφέρεται και στη σφαγή του Διστόμου κατά την οποία, όπως γράφει, τον Ιούνιο του 1944 εκτελέστηκαν 218 παιδιά, γυναίκες και υπερήλικες.
Επιπλέον παραπέμπει στο τρομερό οικονομικό πλήγμα που δέχθηκε η υπό κατοχή Ελλάδα όταν εξαναγκάστηκε να καταβάλει το 1942 στους κατακτητές ένα αναγκαστικό δάνειο ύψους πάνω από 476 μάρκα του Γ΄ Ράιχ, που αντιπροσωπεύουν σε σημερινές τιμές έως και ένδεκα δισεκατομμύρια ευρώ.
Σε λιγότερη έκταση αναφέρονται στο ίδιο θέμα, με το ίδιο σχεδόν πνεύμα, σε δημοσιεύματά τους οι εφημερίδες «Κουρίρ», έχοντας τίτλο «Οι πρώτοι Γερμανοί πολιτικοί κάνουν στροφή : Η Αθήνα έχει δικαίωμα σε πολεμικές αποζημιώσεις», η «Κρόνεν Τσάιτουνγκ» που γράφει στον τίτλο «Γερμανοί πολιτικοί ζητούν ναζιστικές αποζημιώσεις για την Αθήνα» και η «Ντι Πρέσε» προβάλλοντας την «Κατανόηση για το αίτημα επανορθώσεων».
Η εφημερίδα «Ντερ Στάνταρντ» δημοσιεύει σχόλιο του βοηθού αρχισυντάκτη Χανς Ράουσερ, με τίτλο «Ένα Ταμείο Συμφιλίωσης για την Ελλάδα», στο οποίο αρχικά αναφέρεται στα εγκλήματα της μεραρχίας της «Βέρμαχτ» – με την επωνυμία «΄Εντελβαις» και τη συμμετοχή 40 Αυστριακών εθελοντών στρατιωτών – τον Αύγουστο του 1943 στο χωριό Κομμένο της Ηπείρου.
Όπως σημειώνει, δεν είναι γνωστό αν για τέτοια εγκλήματα έχουν καταβληθεί αποζημιώσεις απευθείας στους επιζώντες ή στους απογόνους τους, ωστόσο, όπως διατείνεται ο Χάνς Ράουσερ, η Γερμανία κατέβαλε τη δεκαετία του 1960 στην Ελλάδα 115 εκατομμύρια μάρκα, ενώ θα πρέπει να προστεθούν τα δισεκατομμύρια βοήθειας μετά την ένταξη της Ελλάδας το 1981 στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που προέρχονταν επίσης από γερμανικά ταμεία, αρνούμενη η Γερμανία κατόπιν και μέχρι σήμερα να αναγνωρίσει αξιώσεις πολεμικών αποζημιώσεων που προβάλλει και «η νέα αριστερή – δεξιά λαϊκιστική» κυβέρνηση της Ελλάδας.
O ίδιος αναφέρει, ότι η Γερμανία θα πρέπει να το ξανασκεφθεί, και, όπως και η Αυστρία, να προσπαθήσουν μέσω ενός ιδρύματος να διαθέσουν «μερικά χρηματικά ποσά» για αναξιοπαθούντες Έλληνες, όπως τα αρκετά εκατομμύρια ευρώ που είχε διαθέσει η Αυστρία (ΣΣ στα μέσα της δεκαετίας του 2000) για θύματα καταναγκαστικών έργων, κυρίως Ρώσους και Ουκρανούς.
Στη συνέχεια ο Χανς Ράουσερ γράφει πως «η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου χρησιμοποιεί τα εγκλήματα του Γερμανικού Ράιχ ως μέσο πίεσης και προβάλλει απαιτήσεις δισεκατομμυρίων», και πως «το ότι η ελληνική κυβέρνηση μέχρι στιγμής έχει δείξει, ότι είναι ανίκανη, χωρίς σχέδιο και ερωτευμένη με τον ίδιο τον ρομαντισμό της Αριστεράς, είναι ένα θέμα, το άλλο είναι πως ακόμα και κάποιοι Γερμανοί ειδικοί σε νομικά θέματα θεωρούν δικαιολογημένες κάποιες από τις αξιώσεις της Ελλάδας».
Ο ίδιος, επαινώντας εμμέσως το Ταμείο Συμφιλίωσης της τότε αυστριακής δεξιάς-ακροδεξιάς κυβέρνησης του καγκελάριου Βόλφγκανγκ Σιούσελ με το διαβόητο ακροδεξιό Γεργκ Χάιντερ (που στα μέσα της δεκαετίας του 2000, είχε αναγκαστεί να καταβάλει 350 εκατομμύρια ευρώ σε 130.000 πρόσωπα θύματα του ναζισμού), προτείνει τα χρήματα να δοθούν μέσω ενός Ταμείου Συμφιλίωσης απευθείας στους ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη και όχι στην ελληνική κυβέρνηση, διότι, όπως διατείνεται, «η κυβέρνηση Τσίπρα, που βρίσκεται στα πρόθυρα κρατικής χρεοκοπίας, πιθανόν να χρησιμοποιούσε τα χρήματα απλά και μόνον για να βουλώσει τρύπες».