«Ενώ η κυβέρνηση τρέχει για να παραδώσει τη λίστα με τις προτάσεις της στους Ευρωπαίους δανειστές, ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, προσπαθεί να προετοιμάσει την ελληνική κοινή γνώμη για την πιθανότητα να μην τηρήσει πλήρως τις υποσχέσεις του», τονίζει σε δημοσίευμα της η Wall Street Journal.
Μεταξύ άλλων, γίνεται αναφορά «στην κίνηση του Μανώλη Γλέζου την Κυριακή να απολογηθεί στους ψηφοφόρους, με επιστολή που αναρτήθηκε στο προσωπικό του blog, επειδή η κυβέρνηση δεν τήρησε τις προεκλογικές της υποσχέσεις. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι η κυβέρνηση, μετά από εβδομάδες αντιδικίας με τους εταίρους της ευρωζώνης, άλλαξε πορεία και ζήτησε την επέκταση του προγράμματος διάσωσης».
Yπογραμμίζεται ότι «παρόλα αυτά, η δημοφιλία του κ. Τσίπρα φαίνεται να παραμένει αμείωτη. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε την Κυριακή στη μικρή, φιλοκυβερνητική εφημερίδα Αυγή, οκτώ στους δέκα Έλληνες επικροτούν τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις».
Σε ανάλυση του Χιούγκο Ντίξον, του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters, που δημοσιεύεται στην εφημερίδα New York Times, διατυπώνεται η άποψη ότι «ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Ο νέος πρωθυπουργός της Ελλάδας διέβη τον Ρουβικώνα ζητώντας επέκταση του μισητού, στη χώρα του, προγράμματος διάσωσης, καθώς εγκατέλειψε πολλές από τις προεκλογικές υποσχέσεις. Πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι τώρα δεν υπάρχει γυρισμός. Αλλά, μπορεί να αποσπάσει τη νίκη μέσα από την ήττα, αν υιοθετήσει δραστικές μεταρρυθμίσεις με σθένος».
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, «η αναστροφή του κ. Τσίπρα θα εξοργίσει την ισχυρή, σκληρά αριστερή φράξια του κόμματός του, αλλά αυτό είναι προς το συμφέρον του Ελληνικού λαού. Στις προτάσεις του που θα παρουσιάσει στο Eurogroup, η Αθήνα θα πρέπει να προτείνει ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις. Θα πρέπει να εκπλήξει τους εταίρους της ευρωζώνης με το ζήλο, ώστε αυτό να βοηθήσει να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη τους».
Ο κ. Ντίξον προτείνει «έξι ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις», όπως σημειώνει, «που θα βοηθήσουν τον κ. Τσίπρα να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των εταίρων του στην ευρωζώνη:
1) Στην κορυφή θα πρέπει να είναι η δημιουργία ανεξάρτητης φορολογικής Αρχής. Ο Αντώνης Σαμαράς έδιωξε τον επικεφαλής της Αρχής. Στηρίζοντάς την με ισχυρές νομικές δικλείδες, θα δείξει ότι σοβαρολογούσε αναφορικά με την πάταξη της φοροδιαφυγής που είναι ένα από τα βαθύτερα προβλήματα της Ελλάδας.
2) Ο πρωθυπουργός πρέπει να υποσχεθεί ότι θα αποσύρει τόσο τα φορολογικά, όσο και τα προνόμια κοινωνικής ασφάλισης των πλουσίων. Για παράδειγμα, δικαστές, στρατηγοί και ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι θα πρέπει να περιμένουν για να βγάλουν τη σύνταξη όσο και οι απλοί άνθρωποι.
3) Επίσης, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας δεν θα πρέπει να εξαιρεθεί από το φόρο ιδιοκτησίας και δεν θα πρέπει η κυβέρνηση να συνεχίσει να πληρώνει τους μισθούς και τις συντάξεις των κληρικών.
4) Ο κ. Τσίπρας θα πρέπει να εξετάσει, εκ νέου, την ιδέα την οποία έριξε στο “καλάθι των αχρήστων” ο κ. Σαμαράς, να φορολογήσει τους πλούσιους Έλληνες εφοπλιστές.
5) Θα πρέπει να απελευθερώσει τις αγορές. Αυτό θα προσελκύσει επενδύσεις και θα είναι προς όφελος των καταναλωτών.
6) Τέλος, θα πρέπει να δημιουργήσει μια “κακή” τράπεζα για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, όπως έκαναν η Ισπανία και η Ιρλανδία, γιατί αυτό θα βοηθήσει στην πάταξη της διαφθοράς και θα βοηθήσει τις τράπεζες να προσφέρουν πίστωση στην οικονομία».
Καταλήγοντας, ο αρθρογράφος υποστηρίζει επίσης ότι «αν ο κ. Τσίπρας μπορέσει να εκπλήξει τους εταίρους στην ευρωζώνη με ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, εκείνοι θα είναι πιο πρόθυμοι να παράσχουν στην Αθήνα την απαιτούμενη ρευστότητα για να αποφύγει τη χρεοκοπία. Είναι πιθανότερο να χαλαρώσουν το δημοσιονομικό “στύψιμο” της Αθήνας, επιτρέποντας έτσι την κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει κάποιες από τις πλέον πιεστικές πολιτικές κατά της φτώχειας. Θα είναι, επίσης, πιο δεκτικοί στην ανακούφιση της Ελλάδας από το τεράστιο χρέος της».
Τέλος, επισημαίνει ότι «δεν θα είναι εύκολο για τον κ. Τσίπρα να τα κάνει όλα αυτά λόγω των αντιδράσεων από τους ακραία αριστερούς συναδέλφους του και από τα κεκτημένα συμφέροντα που στηρίζουν το κόμμα του. Αλλά, είναι αρκετά δημοφιλής για να τα κάνει, ειδικά αν εξασφαλίσει μια νέα εντολή με δημοψήφισμα ή με νέες εκλογές».