Ο Θεόδωρος Πάγκαλος με άρθρο του στην ιστοσελίδα του περιγράφει πως βλπέπει τις εξελίξεις μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου.
Για τον πρώην υπουργό του ΠΑΣΟΚ «το πανηγύρι μόλις έχει αρχίσει».
«Παρακολουθώ αποσβολωμένος πράξεις και δηλώσεις» γράφει για να καταλήξει: «Εάν δεν ήξερα ότι μερικές εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι και φτωχοί παρακολουθούν ακόμα με αγωνία και ελπίδα αυτά τα καμώματα (της νέας κυβέρνησης), θα σκεφτόμουν απλώς ότι ανοίγει σε λίγο το Τριώδιο και θα φώναζα πικρόχολα όπως ο πρωταγωνιστής του θεάτρου σκιών: Ε, ρε γλέντια!».
Διαβάστε το άρθρο του
Από το τέλος των γυμνασιακών μου χρόνων με βασάνισε η αδυναμία να επιλέξω καθοριστικά και μια για πάντα ανάμεσα σε δύο ρεύματα ιδεών. Ηταν ρεύματα αμφισβήτησης και από μια άποψη θα μπορούσαν να θεωρηθούν συμπληρωματικά. Από την άλλη, ήταν έντονες οι αντιφάσεις που ζούσα εξαιτίας αυτής της διπλής αφοσίωσης στον μαρξισμό και παράλληλα στην ατομική αμφισβήτηση, δηλαδή τον υπαρξισμό και τον σουρεαλισμό.
Οσο προχωρούσε η επιστημονική μου κατάρτιση, μπροστά στα γεγονότα που η ζωή με ανάγκαζε να αντιμετωπίσω, εγκατέλειπα την ατομική αμφισβήτηση για να προσχωρήσω σε οργανωμένες συλλογικές μορφές αγώνα για την κοινωνική αλλαγή. Εγινα κομμουνιστής την εποχή που αυτό ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο για την ελευθερία του ατόμου και καμιά φορά για την επιβίωσή του.
Το 1968 το ΚΚΕ διεσπάσθη στην περιβόητη δωδέκατη Πλατιά Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του στη Βουδαπέστη, όπου μετείχα. Ακολούθησαν κοσμοϊστορικής σημασίας γεγονότα, όπως ο Μάης του ’68 στο Παρίσι, η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα και η Ανοιξη της Πράγας. Η δεύτερη εισβολή των σοβιετικών και των άλλων «σοσιαλιστικών» τανκς στην τσεχοσλοβακική πρωτεύουσα με οδήγησαν οριστικά στην προσπάθεια αναθεώρησης του μαρξιστικού – λενινιστικού δόγματος.
Πέρασαν τέσσερα χρόνια για να καταλάβω ότι οι συναγωνιστές μου δεν είχαν πολιτικές πεποιθήσεις αλλά κάποιου είδους φανατισμό θρησκευτικού χαρακτήρα. Δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη βία ως «μαμή της Ιστορίας», τη δικτατορία του προλεταριάτου, τη μοναδικότητα του «Κόμματος» και το δόγμα του αλάνθαστου της εκάστοτε ηγεσίας. Ενώ στην Ελλάδα η δικτατορία έμοιαζε να έχει για τα καλά σταθεροποιηθεί, εμείς περνάγαμε ατελείωτες ώρες προσπαθώντας να αποδείξουμε ότι είμαστε οι πιο καλοί, οι πιο σύγχρονοι και οι πιο συμπαθητικοί κομμουνιστές…
Οταν το ’74 ο Ανδρέας Παπανδρέου μάς κάλεσε να συσπειρωθούμε γύρω από τη διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, ήμουν από τους πρώτους που προσήλθαν. Ημουν ευτυχής. Επιτέλους μπορούσα να αναπτύξω την πολιτική μου δραστηριότητα μέσα σε ένα πλαίσιο ριζοσπαστικής κατεύθυνσης, αλλά ταυτόχρονα να αγωνίζομαι για την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την πλήρη εφαρμογή ενός προχωρημένου συστήματος προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Ο μαρξισμός έγινε απλώς ένα εργαλείο ανάλυσης και το «ντουφέκι» αράχνιασε στην τρίτη πόρτα του διαδρόμου προς την κουζίνα μαζί με διάφορα οικιακά εργαλεία. Ουδέποτε το φανταζόμουν ότι ύστερα από δεκαετίες εναλλαγής σοσιαλδημοκρατίας και νεοφιλελευθερισμού – ευρωπαϊκής ομαλότητας δηλαδή – στη μοναδική αυτή χώρα θα προέκυπτε από ελεύθερες και δημοκρατικές εκλογές, με ακραία καλπονοθευτικό εκλογικό σύστημα ίσως, αλλά αναμφισβήτητα ως πρωτεύουσα επιλογή, ένα μείγμα μαρξισμού και σουρεαλισμού με αξιώσεις.
Το κείμενο αυτό γράφεται τη στιγμή που η νέα κυβέρνηση καταλαμβάνει τις θέσεις που της εξασφάλισε η έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Το πανηγύρι μόλις έχει αρχίσει. Παρά τη μακρά μου θητεία στον υπαρξισμό που είχε ξεκινήσει από την παράγκα του Σίμου τη δεκαετία του ’50, παρακολουθώ αποσβολωμένος πράξεις και δηλώσεις. Εάν δεν ήξερα ότι μερικές εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι και φτωχοί παρακολουθούν ακόμα με αγωνία και ελπίδα αυτά τα καμώματα, θα σκεφτόμουν απλώς ότι ανοίγει σε λίγο το Τριώδιο και θα φώναζα πικρόχολα όπως ο πρωταγωνιστής του θεάτρου σκιών: «Ε, ρε γλέντια!».