Πέθανε ο Άκης Τσοχατζόπουλος σε ηλικία 82 ετών από ανακοπή καρδιάς. Το τελευταίο διάστημα το ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και επί χρόνια υπουργός των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου νοσηλευόταν στο νοσοκομείο.
Ο Άκης Τσοχατζόπουλος γεννήθηκε στις 31 Ιουλίου του 1939 στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου μεταφέρθηκε η οικογένειά του το 1940. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Κωνσταντινούπολη και της μητέρας του από τα Ιωάννινα.
Σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Μονάχου Πολιτικός Μηχανικός (1964) και Μηχανικός Οικονομίας και Διοίκησης (1967). Εργάστηκε σε κατασκευές δημοσίων έργων στη Γερμανία, Αυστρία, Ελβετία και Ιταλία. Η βάση του ήταν στη Γερμανία, όπου έζησε συνολικά 16 χρόνια, από το 1959 έως το 1975 οπότε και επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα.
Το 1968 του απαγορεύθηκε η είσοδος στη χώρα, καθώς η Χούντα τού είχε αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια, λόγω της αντιστασιακής του δραστηριότητας.
Το 1964 παντρεύτηκε τη Γερμανίδα Γκούντρουν Μολντενχάουερ, με την οποία απέκτησε μία κόρη κι έναν γιο. Το 2004 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά με τη Βίκυ Σταμάτη, αρχικά με πολιτικό γάμο στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια με θρησκευτικό στο Παρίσι και έχουν έναν γιο.
Άκης Τσοχατζόπουλος: Πολιτική σταδιοδρομία
Το 1968 γνώρισε στη Φρανκφούρτη τον Ανδρέα Παπανδρέου και το 1970 έγινε μέλος του αντιδικτατορικού Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος (ΠΑΚ). Υπήρξε από τα ιδρυτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Από τότε συμμετείχε για πολλά χρόνια στα εκτελεστικά γραφεία του κόμματος. Την περίοδο 1990 – 1994 διετέλεσε γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ, ενώ το 1995 εξελέγη αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Στις εκλογές του 1981 συμπεριλήφθηκε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ εκλεγόμενος βουλευτής. Από το 1985 έως και τις εκλογές του 2004 εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής στην Α’ Θεσσαλονίκης.
Το 1995 ο Άκης Τσοχατζόπουλος διετέλεσε αναπληρωτής πρωθυπουργός και με την ιδιότητα αυτή εκπροσώπησε την Ελλάδα στη σύνοδο κορυφής των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Μαδρίτη.
Μετά την παραίτηση του Ανδρέα Παπανδρέου από το αξίωμά τον Ιανουάριο του 1996, έθεσε υποψηφιότητα για την ανάδειξη του νέου πρωθυπουργού που θα εξέλεγε η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ. Ισοψήφησε με τον Κώστα Σημίτη (από 53 ψήφοι), ενώ ακολούθησαν σε ψήφους οι Γεράσιμος Αρσένης και Γιάννης Χαραλαμπόπουλος. Στην επαναληπτική ψηφοφορία έλαβε 75 ψήφους, έναντι 86 του Κώστα Σημίτη. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου και μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, διεκδίκησε στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ το χρίσμα του προέδρου του κόμματος, απέτυχε όμως να εκλεγεί με αντίπαλο τον Κώστα Σημίτη.
Συμμετείχε σχεδόν σε όλα τα υπουργικά συμβούλια των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, από τον πρώτο σχηματισμό της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου το 1981 μέχρι το τέλος της κυβέρνησης Σημίτη το 2004, ενώ διετέλεσε υπουργός και στην οικουμενική κυβέρνηση του Ξενοφώντα Ζολώτα αναφέρει η Βικιπαίδεια.
Διετέλεσε Βουλευτής από το 1974 έως το 2007. Στις εκλογές όμως του 2007 απέτυχε να εκλεγεί καθώς κατατάχθηκε στην 7η θέση ανάμεσα στους συνυποψηφίους του, ενώ στις εκλογές του 2009 δεν κατέβηκε υποψήφιος. Στις 11 Απριλίου 2011, ο πρώην υπουργός διαγράφηκε οριστικά από το ΠΑΣΟΚ. Η ψήφιση στο Κοινοβούλιο από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος της σύστασης προκαταρκτικής επιτροπής από την Βουλή των Ελλήνων, έφεραν τον πρώην υπουργό σε σύγκρουση με τους βουλευτές του κόμματός του, ενώ ανέφερε ότι αποτελεί κίνηση υποχωρητικότητας έπειτα από την πίεση της αντιπολίτευσης.
Σκάνδαλο Siemens
Ύστερα από την έρευνα Κοινοβουλευτικής Επιτροπής που συντάχθηκε για την έρευνα των σκανδάλου δωροδοκιών της Siemens, βγήκαν στη δημοσιότητα διάφορα στοιχεία περί συμμετοχής πολιτικών προσώπων, μεταξύ αυτών και του Άκη Τσοχατζόπουλου.
Το πόρισμα αναφέρει ότι: «ο κ. Τσοχατζόπουλος ελέγχεται για τις ενέργειές του ως υπουργός Εθνικής Άμυνας την περίοδο από το 1996 έως 2001. Η επιτροπή συνδυάζει τις παραγγελίες εξοπλιστικών συστημάτων που έγιναν επί υπουργίας του με τις καταθέσεις μαρτύρων που είχαν συνεργαστεί με την εταιρία Siemens ότι είχαν δωροδοκήσει Έλληνες πολιτικούς και αξιωματούχους για τα Patriot».
Σκάνδαλο υποβρυχίων
Ο Άκης Τσοχατζόπουλος κατέθεσε μήνυση κατά του γνωστού γερμανικού περιοδικού Der Spiegel με αφορμή δημοσίευμα του περιοδικού τον Φεβρουάριο του 2011, που τον συνέδεσε με την υπόθεση δωροδοκιών της εταιρίας κατασκευής υποβρυχίων Ferrostaal. Αμέσως μετά, η επιτροπή θεσμών και διαφάνειας της Βουλής αποφάσισε τον έλεγχο του πόθεν έσχες του πρώην υπουργού καθώς θεωρήθηκε ερευνητέο το ποσό των καταθέσεών του ύψους 178 εκατομμυρίων ευρώ. Ο πρώην υπουργός δήλωσε έκπληκτος από την απόφαση και ζήτησε εξηγήσεις από την επιτροπή.
Κατά τη διάρκεια της υπουργίας του, σε συνάντηση του πρώην υπουργού με εκπροσώπους της Ferrolstaal για την πώληση των υποβρυχίων, έλαβε ευχαριστίες από την εταιρία για τη διεκπεραίωση της αγοράς, χωρίς να προηγηθεί η υπογραφή της συμφωνίας.
Στις 6 Ιουνίου 2011, κατατέθηκε το πόρισμα της επιτροπής στον Πρόεδρο της Βουλής σχετικά με την υπόθεση αγοράς των γερμανικών υποβρυχίων. Την ίδια ημέρα σε συνέντευξη του στον Αλέξη Παπαχελά, αποποιήθηκε όλων των ευθυνών του στα ζητήματα στα οποία φέρεται να εμπλεκόταν, ενώ έκανε λόγο για πλεκτάνη εις βάρος του.
Την 1η Ιουλίου 2011, η Βουλή των Ελλήνων με ευρεία πλειοψηφία αποφάσισε την άσκηση ποινικής δίωξη κατά του Άκη Τσοχατζόπουλου για παθητική δωροδοκία σε βάρος του δημοσίου και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ο Άκης Τσοχατζόπουλος από την πλευρά του δήλωσε ότι πρόκειται για σκευωρία, ενώ ανακοίνωσε ότι προσφεύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητάς του.
Σύμφωνα με τη δικαιοσύνη, ο πρώην υπουργός δέχθηκε καταθέσεις μεγάλων ποσών σε προσωπικό του λογαριασμό του από εκπρόσωπο εταιρίας εξοπλιστικών συστημάτων. Επίσης, ο ίδιος ο Τσοχατζόπουλος δήλωσε υπέρογκα ποσά που δόθηκαν για ανακαίνιση της οικίας του επί της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Ο Άκης Τσοχατζόπουλος αμφισβητεί την εγκυρότητα των στοιχείων που αφορούν την περιουσιακή του κατάσταση και δηλώνει την πρόθεση του για συνεργασία με τις ελληνικές αρχές για τη διαλεύκανση της υπόθεσης.
Στις 11 Απριλίου 2012, μετά από ένταλμα που εκδόθηκε σε βάρος του από τον ειδικό ανακριτή Πρωτοδικών και την εισαγγελέα, συνελήφθη με την κατηγορία του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος και οδηγήθηκε στην ΓΑΔΑ. Στο εισαγγελικό πόρισμα που δημοσιεύτηκε μετά τη σύλληψή του, αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«Ο Άκης Τσοχατζόπουλος και οι συνεργάτες του συνέστησαν εγκληματική οργάνωση και για την πραγμάτωση του σκοπού τους ίδρυσαν τρεις Off shore εταιρείες, τις BLUBELL, ΝΟΒΙLIS και TORCASO, μέσω των οποίων προέβησαν σε σειρά παράνομων πράξεων, μεταξύ άλλων και νομιμοποίηση παράνομων αμοιβών μέσω του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Σε αυτές τις εταιρίες ιδιοκτήτης φαινόταν να είναι ο Άκης Τσοχατζόπουλος.[29] Το πόρισμα των δύο Εισαγγελέων ανέφερε επίσης: “Το χρονικό διάστημα από τον Μάιο 1998 έως τις 7/6/2001 φέρεται να απέκρυψε περιουσία συνολικού ύψους 16.202.000 ελβετικών φράγκων και 1.748.000 δολαρίων ΗΠΑ, χρήματα τα οποία αποτελούν προϊόν παθητικής δωροδοκίας του ίδιου σχετικά με τις συμβάσεις προμήθειας των οπλικών συστημάτων TOR M1. Την 2/12/2002 φέρεται να απέκρυψε περιουσία συνολικού ύψους 2.960.225 ελβετικών φράγκων σχετικά με τις συμβάσεις ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ και ΠΟΣΕΙΔΩΝ 2 (υποβρύχια) τα οποία αποτελούν παράνομη αμοιβή που κατέβαλε μέσω άλλης εταιρίας η γερμανική εταιρία FERROSTAAL.”
Οι ποινές
Στις 16 Απριλίου 2012, μετά από πολύωρη απολογία, ο Άκης Τσοχατζόπουλος με τη σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα, κρίθηκε προφυλακιστέος και στις 17 Απριλίου 2012 οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού. Ανάλογες ήταν οι αποφάσεις για τη σύζυγο του, Βίκυ Σταμάτη, την κόρη του καθώς και για πολλούς συνεργάτες του.
Στις 7 Οκτωβρίου 2013 καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ποινή κάθειρξης 20 ετών για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Σύμφωνα με την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, που κήρυξε ενόχους και καταδίκασε τους 17 από τους συνολικά 19 κατηγορούμενους στην υπόθεση, το ποσό που καταλογίζεται ότι έλαβε ο πρώην υπουργός ανέρχεται σε περίπου 54 εκατομμύρια ευρώ μέσα σε μία δεκαετία. Συγκεκριμένα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε πως ο Άκης Τσοχατζόπουλος ζητούσε ωφελήματα κατά τη διάρκεια της θητείας του στο υπουργείο Άμυνας από την άνοιξη του 1997 έως και τον Οκτώβριο του 2001. Τα χρήματα που εισέπραξε διακινήθηκαν τμηματικά και μέσω άλλων προσώπων ή εταιρειών, ώστε να αποκρυφτεί η πραγματική τους προέλευση. Η έφεση δεν είχε ανασταλτικό χαρακτήρα και οδηγήθηκε στις φυλακές.
Τον Ιούλιο του 2015, η πρώην σύζυγος του Τσοχατζόπουλου, Γκούντρουν Μολντενάουερ, η οποία επίσης καταδικάστηκε πρωτόδικα σε φυλάκιση 6 ετών για το σκάνδαλο των εξοπλιστικών, υπέγραψε δήλωση συναίνεσης ώστε ποσό 833.000 δολαρίων που βρέθηκε σε λογαριασμό της στην Ελβετία να κατατεθεί στον ειδικό λογαριασμό του Δημοσίου.
Στις 4 Μαΐου 2017 αποφυλακίστηκε με περιοριστικούς όρους, ενώ με γραπτή δήλωσή του επέμεινε ότι η δίωξή του ήταν «καθαρά πολιτική» και ανέφερε ότι θα το αποδείξει «με στοιχεία πέραν πάσης αμφισβήτησης» κατηγορώντας τους Γιώργο Παπανδρέου και Κώστα Σημίτη ότι «σε συνεργασία με ελληνικές και ξένες υπηρεσίες, παρέδωσαν την χώρα στους ξένους και στους δανειστές». Σύμφωνα με τη δήλωσή του, κατέθεσε τα στοιχεία αυτά στο δικαστήριο του πενταμελούς Εφετείου Αθηνών την επομένη ημέρα, 21η Ιουνίου, κατά την απολογία του.
Στις 31 Οκτωβρίου 2017 έπειτα από απόφαση του πενταμελούς εφετείου κακουργημάτων, ο Άκης Τσοχατζόπουλος οδηγήθηκε και πάλι στη φυλακή. Στις 3 Ιουλίου 2018 αποφυλακίστηκε ευχαριστώντας τους ανθρώπους που στηρίζουν τους θεσμούς της Δικαιοσύνης.