«Στα προτερήματα του σπουδαίου αυτού τεχνίτη, δεν προσμετρώνται μόνο τα δώρα που του χάρισε απλόχερα η φύση, η ολύμπια φωνή, το αρχοντικό παράστημα, το καλλιτεχνικό ένστικτο και ταμπεραμέντο, αλλά κυρίως οι ψυχικές αρετές, που σμιλεύτηκαν κι ωρίμασαν κοπιαστικά και με θυσίες από τα νεανικά του χρόνια στο καμίνι της ταξικής πάλης και της έντονης ζωής του» επισήμανε ο Νίκος Σοφιανός, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, στην ομιλία του χθες βράδυ, στην διάρκεια της εκδήλωσης τιμής που διοργάνωσε η ΚΕ του ΚΚΕ για τον Μάνο Κατράκη.
Αναφέρθηκε στο ταλέντο του αυτοδίδακτου Μάνου Κατράκη που εκδηλώθηκε από τα 18 του χρόνια, ενώ στα 23 του επιλέχθηκε από τον σκηνοθέτη και κριτικό θεάτρου Φώτο Πολίτη για τον θίασο του νεοϊδρυμένου Εθνικού Θεάτρου δίπλα σε ήδη καταξιωμένους ηθοποιούς όπως ο Αιμίλιος Βεάκης, η Ελένη Παπαδάκη, ο Γιώργος Γληνός, η Σαπφώ Αλκαίου.
Ταυτόχρονα και ενώ είχε όλες τις προδιαγραφές για να ζήσει μια άνετη ζωή, μακριά από τις αγωνίες και τις ανάγκες του καταπιεσμένου λαού, τελικά επέλεξε τον «δρόμο της στράτευσης στο πιο υψηλό ιδανικό της ανθρωπότητας, το ιδανικό της κοινωνικής απελευθέρωσης.»
Στη διάρκεια της Κατοχής ήταν από τους πρώτους που πήραν μέρος στο ΕΑΜ και το 1943 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Η πολιτική του στράτευση είχε ως συνέπεια την απόλυση από το Εθνικό Θέατρο το 1947, την κράτησή του και την εξορία του από το 1948 ως το 1952 στην Ικαρία, την Μακρόνησο και τον Αη Στράτη.
Στην εξορία, τόνισε ο κ. Σοφιανός, με την υποδειγματική γενναιότητα και την αλύγιστη στάση του απέναντι στους βασανιστές, στάθηκε φάρος για τον αγώνα των πολιτικών κρατουμένων να νικήσουν τον πόνο, την ταπείνωση και τον θάνατο.
Επίσης στον Αη Στράτη κατάφερε μαζί με την κοινότητα των εξόριστων «να ανεβάσουν υψηλού επιπέδου θεατρικές παραστάσεις ανεξάρτητες από τις επιθυμίες και τις παρεμβάσεις της Διοίκησης.»
Μετά την επιστροφή του από την εξορία, κατάφερε να επιβληθεί εκ νέου στην θεατρική σκηνή, παρά το στίγμα του «αντεθνικού μιάσματος» και μάλιστα την περίοδο 1952-1967 καταξιώθηκε ως ένας από τους κορυφαίους και πλέον λαοφιλείς πρωταγωνιστές, ενώ το σημαντικότερο ήταν η πραγματοποίηση του οράματός του, η ίδρυση δηλαδή του Ελληνικού Λαϊκού Θεάτρου.
Το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο, το οποίο έτυχε μεγάλης ανταπόκρισης, αποτέλεσε τομή στη θεατρική ιστορία του τόπου μας, καθώς μέσα από την θεατρική τέχνη, ο Κατράκης φιλοδοξούσε να καλλιεργηθεί και να διαπαιδαγωγηθεί αισθητικά και πολιτικά το μεγάλο λαϊκό κοινό, που ως τότε ήταν αποκλεισμένο από το «καλό», το μη εμπορικό, θέατρο.
Το 1962 ο Κατράκης πήρε το βραβείο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Σαν Φρανσίσκο για την ερμηνεία του Κρέοντα στην ταινία Αντιγόνη του Γιώργου Τζαβέλλα, συναγωνιζόμενος κινηματογραφικές προσωπικότητες παγκόσμιας εμβέλειας όπως ο Λόρενς Ολίβιε και ο Μπαρτ Λάνκαστερ.
«Την ίδια περίοδο, μαζί με το θέατρο – το κύριο μέτωπο της πολιτικής του δράσης – δραστηριοποιούνταν στην ΕΔΑ μέσα από τις γραμμές της οποίας πάλευε τότε το ΚΚΕ, πρωτοστατώντας στην ανάπτυξη του Ελληνικού Κινήματος Ειρήνης» πρόσθεσε ο κ. Σοφιανός.
Η επιβολή της δικτατορίας το 1967 σήμανε την έξωση από το θέατρο του ‘Αλσους στο Πεδίον του ‘Αρεως του Ελληνικού Λαϊκού Θεάτρου, γεγονός που ο Κατράκης πλήρωσε με κλονισμό της υγείας του που επιβαρυνόταν περισσότερο από τις καθημερινές κλήσεις στα αστυνομικά τμήματα και την ασφάλεια και από την δύσκολη οικονομική του κατάσταση.
Μόνο λίγο πριν την πτώση της δικτατορίας κατάφερε να προσληφθεί με σύμβαση έργου από το Εθνικό Θέατρο, κατόπιν απαίτησης του φίλου του σκηνοθέτη Τάκη Μουζενίδη σε μια προσπάθεια να τον γλυτώσει από την ανέχεια. Εκεί δημιουργεί νέους σκηνικούς θρύλους στους ρόλους του Δον Κιχώτη, του Οθέλλου, του Προμηθέα Δεσμώτη, του Οιδίποδα Τύραννου, σε μια παράσταση που καταχειροκροτήθηκε και από το διεθνές κοινό στις περιοδείες του Εθνικού στο εξωτερικό.
«Το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο – που σε όλη την καλλιτεχνική πορεία του δεν έτυχε ποτέ κρατικής στήριξης και επιχορήγησης – δεν ξαναβρήκε ούτε στην μεταπολίτευση το φυσικό του χώρο. Αντίθετα τον έχασε οριστικά, αφού το θέατρο του ‘Αλσους παραχωρήθηκε στην Αλίκη Βουγιουκλάκη» ανέφερε ο κ. Σοφιανός.
Το αποκορύφωμα της θεατρικής τέχνης του έρχεται το 1979 με την παράσταση Ντα, του Χιού Λέοναρντ, που παιζόταν από το ΕΛΘ για τρία συνεχή χρόνια με το Μάνο Κατράκη να δίνει ένα ρεσιτάλ σπάνιας υποκριτικής τέχνης, σπάζοντας όλα τα μέτρα της.
Το 1983 αψηφώντας την κατάσταση της υγείας του, που χειροτέρευε, υποβάλλεται στα ιδιαίτερα απαιτητικά και κοπιαστικά γυρίσματα της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ταξίδι στα Κύθηρα», γιατί σ’ αυτήν βλέπει την καλλιτεχνική του δικαίωση στην 7η τέχνη, «το επισφράγισμα μιας μακριάς και σχεδόν άγονης κινηματογραφικής εμπειρίας», όπως ο ίδιος δήλωνε για τη συμμετοχή του για λόγους βιοπορισμού σε ένα πλήθος εμπορικών κυρίως ταινιών.
Η ταινία απόσπασε 5 βραβεία στο Φεστιβάλ των Κανών, ανάμεσα στα οποία είναι και αυτό του α’ ανδρικού ρόλου, που απονεμήθηκε στον Κατράκη. Πολύ γρήγορα δέχτηκε προτάσεις για συμμετοχή σε διεθνείς κινηματογραφικές παραγωγές, που η υγεία του δεν επέτρεψε ποτέ να τελεσφορήσουν.
Ο κ. Σοφιανός επικαλέστηκε τα λόγια του Κατράκη ότι «η ζωή μου άρχισε από τότε που μπήκα στο κόμμα μου» και πρόσθεσε, μεταξύ άλλων, ότι η καλλιτεχνική διαδρομή του Κατράκη είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα πως η στράτευση της τέχνης με την πλευρά των καταπιεσμένων είναι καταλύτης για την εξέλιξη και το μεγαλείο της τέχνης.
Το μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, κατέληξε με τα λόγια του Μάνου Κατράκη πως «ο όρος λαϊκό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει κάτι το φτηνό, το εκχυδαϊσμένο, το απλουστευμένο, το πρόχειρο. Το θέατρο πρέπει να λειτουργεί σαν ένα σχολείο, κι όχι μόνο σαν ψυχαγωγία γελαστική. Το θέατρο πετυχαίνει τον σκοπό του, όταν φεύγοντας απ’ αυτό, έχεις αποκομίσει κάποια συμπεράσματα, που θα σου χρησιμέψουν σαν τροφή της ψυχής και της ζωής σου».